Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

ΕΡΝΣΤ ΜΠΛΟΧ, Ο ΑΘΕΪΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ, του Μιχάλη Μακρόπουλου

Ο Ernst Bloch είναι ένας από τους ριζοσπάστες φιλοσόφους του εικοστού αιώνα. Από το 1908 έως το 1911 έζησε στο Βερολίνο. Στον Α΄παγκόσμιο πόλεμο πηγαίνει μετανάστης στην Ελβετία ασκώντας κριτική στην γερμανική πολιτική. Το 1938 μεταναστεύει στις ΗΠΑ, αντιτιθέμενος στο ναζισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ. Το 1961, ασκεί κριτική στην πολιτική ηγεσία της Λ.Δ. Γερμανίας και μεταναστεύει στη Δυτική Γερμανία, όπου γίνεται επισκέπτης καθηγητής στο Τύμπιγκεν. Συνεχίζει το συγγραφικό του έργο μέχρι τον θάνατό του στο Τύπινγκεν, γράφοντας για φιλοσοφικά θέματα από κριτική σκοπιά.
Στον Αθεϊσμό στον χριστιανισμό – Για τη θρησκεία της εξόδου και της βασιλείας (1973) ο μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ καθρεφτίζει στη Βίβλο τη δική του «φιλοσοφία της ελπίδας» («το πράγμα δι’ ημάς, ο κόσμος δι’ ημάς, στο όνειρο για ένα πράγμα δίχως Θεό, αλλά με την ουσία του Θεού που είναι η ελπίδα») και τη διαβάζει, τρόπον τινά, ως «πρωτοκομμουνιστικό μανιφέστο», όπου το μήνυμα της ελπίδας, αυτό που κομίζει όχι ο Υιός του Θεού μα ο Υιός του Ανθρώπου (αυτός που ανακράζει Ηλί Ηλί, λαμά σαβαχθανί, που «δεν περίμενε καθόλου αυτόν εδώ τον θάνατο [στο σταυρό], παρά τη νύχτα της θλίψεως που βίωσε στον κήπο της Γεθσημανής»), έχει μισοσκεπαστεί από επάλληλα επιστρώματα αλλοίωσης αυτού του αρχικού μηνύματος, σε όφελος των εχόντων και κατεχόντων, και του ιερατείου. Ως ντετέκτιβ ο Μπλοχ αναλαμβάνει να αφαιρέσει τούτα τα στρώματα, σε αναζήτηση εκείνου που ο ίδιος πιστεύει πως είναι το αληθινό νόημα όπως ενσαρκώνεται στον Κάιν, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, πρωτίστως τον Ιώβ, και φυσικά στον Ιησού τον ίδιο. «Στους αθεϊστές όλα αυτά θα φανούν υπερβολικά θρήσκα, στους χριστιανούς πολύ αθεϊστικά. Όμως μια αμερόληπτη ανάγνωση παρακινεί και τις δύο πλευρές σε νέες σκέψεις και τους θέτει νέα ερωτήματα», γράφει σε άρθρο του στο Der Spiegel το 1968, για τον Αθεϊσμό, ο θεολόγος Γιούργκεν Μόλτμαν (πηγή: www.toperiodiko.gr). Κι ο ίδιος ο Μπλοχ, με τρόπο πολύ πιο ηχηρό, λέει στον πρόλογό του στον Αθεϊσμό: «Μόνο ένας άθεος μπορεί να είναι καλός χριστιανός· βεβαιότατα όμως επίσης μόνο ένας χριστιανός μπορεί να είναι καλός άθεος» (κι αλλού, στις σελίδες του για τον Ιώβ: «ο επαναστάτης έχει εμπιστοσύνη στον Θεό, δίχως να έχει πίστη στον Θεό»). Ο Μπλοχ διαβάζει την «Αγία Γραφή ως Βίβλο των Φτωχών, ως Biblia Pauperum» (Γιούργκεν Μόλτμαν), που «η γλώσσα της έχει μια αγροτική και δημοκρατική χροιά» και οι αρχετυπικές της εικόνες, σαν της αναγνώρισης του Ιωσήφ από τους αδελφούς του και της Ρεβέκκας στο πηγάδι, «βρίσκουν τον δρόμο για τις πιο ταπεινές καλύβες» δίχως καμία «επεξεργασία, προσαρμογή ή διαμόρφωση», όπως δεν θα τον έβρισκαν ποτέ ακόμα και τέτοιες άλλες αρχετυπικές σκηνές σαν τη συνάντηση της Ηλέκτρας και του Ορέστη στο έργο του Σοφοκλή. Η Βίβλος, λέει ο Μπλοχ, είναι «η δική σου ιστορία», όπως δεν μπορούν ποτέ να γίνουν το βιβλίο του Λάο Τσε, οι κατηχήσεις του Βούδα ή το Έπος του Γκιλγκαμές.
Λαμπρή μοναδική περίπτωση για τον Μπλοχ είναι ο γερμανικός Πόλεμος των Χωρικών, μα «οι ηττημένοι χωρικοί έδωσαν τη θέση τους στους ορθολογιστές αστούς, και ακριβώς στον αστικό Διαφωτισμό αναγνωρίζει κανείς την ανίκητη επιταγή της χειραφέτησης», γράφει στηλιτεύοντας τους «φωταδιστές» (κι αλλού, «άθεους του γλυκού νερού»), όπως αποδίδονται απ’ τον Πέτρο Γιατζάκη στην έξοχη μετάφρασή του.
Θυμίζει εδώ τη ρήση ενός άλλου μαρξιστή άθεου, που μετέφερε με τον ωραιότερο τρόπο στο σινεμά το βίο του Ιησού – του Πιερ Πάολο Παζολίνι, όταν έλεγε για το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: «Όταν αφηγήθηκα την ιστορία του Χριστού δεν αναπαρέστησα τον Χριστό όπως ήταν στην πραγματικότητα. Αν είχα αναπαραστήσει την ιστορία του Χριστού όπως ήταν στην πραγματικότητα, δεν θα ’χα φτιάξει μια θρησκευτική ταινία επειδή δεν είμαι πιστός… Όμως… δεν μ’ ενδιαφέρει ο αποκαθαγιασμός: είναι ένας τρόπος που μισώ, είναι μικροαστικός [η έμφαση δική μου]. Θέλω να επανακαθαγιάσω τα πράγματα όσο γίνεται πιο πολύ, θέλω να τα επαναμυθοποιήσω». Κι ο Μπλοχ αντίστοιχα γράφει: «[…] δεν μπορούμε να βγάζουμε όλες τις γάτες μαύρες ούτε πρέπει να ονομάζουμε όλα τα παραμύθια φληναφήματα, και οφείλουμε να μην παραβλέπουμε όλα τα ακτινοβόλα στοιχεία στους μύθους».
Στο πρόσωπο του Υιού του Ανθρώπου ο Μπλοχ βλέπει τον μεγάλο επαναστάτη· «το σημαντικό ήταν να παραμείνει η εικόνα του Ιησού ως του πράου αδερφού […] με την ιδέα της αγάπης να έχει καταντήσει ψοφοδεής δουλικότητα και υποκρισία […]» ενώ «η ρήση ιδού καινά ποιώ πάντα, το επαναστατικό κάλεσμα αυτών των λόγων, παρέμεινε για το χριστιανισμό, που είχε παντού γραφειοκρατικοποιηθεί, κάτι παραπάνω από δυσάρεστη ενόχληση». Κι ο μαρξισμός του Μπλοχ συναντιέται με την Αγία Γραφή στην εσχατολογική φιλοσοφία της ελπίδας του μεν και την εσχατολογική επαγγελία της δε. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου – «Η βιβλική ρήση δεν έχει μόνο αναμνηστικό χαρακτήρα», γράφει ο Μπλοχ· «αναφέρεται σε μια Ιερουσαλήμ που είναι ακόμη σε εκκρεμότητα, μια Ιερουσαλήμ της επαγγελίας, που είναι αδύνατο να συμβιβαστεί με τα κατεστημένα και τα παραδεδομένα. Δεν συνθηκολογεί ούτε με τη διπλά ανυπόφορη εξαθλίωση αλλά ούτε και με την άκρως αξιοθρήνητη ευδαιμονία […]». Ως «ντετέκτιβ» ο Μπλοχ, ωστόσο, δεν αναζητεί το άγνωστο (που νιώθω όμως, διαβάζοντας τον Αθεϊσμό, ότι κάπου το συναντά), αλλά αυτό που έχει προαποφασίσει ότι θα βρει εκκινώντας από την μαρξιστική του κοσμοθεώρηση, αυτή που τον ωθεί να πει «ο υλισμός είχε ανέκαθεν ανθρωπιστικό και απελευθερωτικό ρόλο. Αντιπαρέτασσε την όρθια στάση απέναντι στην καταπίεση που ερχόταν εκ των άνω και ζητούσε να μας γονατίσει» και τον καθιστά πολέμιο της εσωτερικότητας («[η εσωτερικότητα] δεν θα βοηθήσει σε καμία μεταβολή των πραγμάτων»). Αξιώνει μια Βίβλο που θα «έχει μέλλον μόνο ενόσω υπερβαίνει την καθεστηκυία τάξη μέσω του ενυπάρχοντος σε αυτήν μέλλοντος δίχως υπερβατικό». Υπ’ αυτό το υλιστικό πρίσμα αναγιγνώσκει τον μυστικισμό (του Μάιστερ Έκχαρτ) ως λαϊκό κίνημα, και λέει: «Ένα υποκείμενο που σκεπτόταν τον εαυτό του σε προσωπική, υποστατική ένωση με τον ύψιστο Κύριο, και τον μετέθετε συνάμα στο επέκεινα, δεν έκανε καθόλου για δουλοπάροικος, αν έπαιρνε την προσωπική ένωση στα σοβαρά».
Διόλου παράξενο, που του είναι όχι μόνο ξένες αλλά κι απεχθείς οι μυθικές αρχετυπικές ερμηνείες σαν του Γιουνγκ, τον οποίον αποκαλεί «νεροκουβαλητή του φασισμού» – δείχνοντας πιστεύω και τα όρια που έχει η «προγραμματική» ανάγνωση του Μπλοχ, όσο κι αν είναι πλατύτατη και γερά στεριωμένη πάνω σε βαθιά γνώση και σκέψη, και όσο κι αν επίσης είναι κάθε άλλο παρά περιορισμένη («η μηχανιστική και μάλλον άκαμπτη έννοια του κόσμου στον ίδιο τον μαρξισμό», λέει σ’ ένα σημείο). Και σε τούτη τη μονοδιάστατη κάπου, αλλά τελικά διόλου μονοσήμαντη ανάγνωση, υπάρχουν σφρίγος και ρώμη, που ωθούν τον Μπλοχ να λέει εμφατικά: «Η υποτιθέμενη κατάργηση της μεταφυσικής από τον Χάιντεγκερ είναι, ακριβώς, το πιο σαπρό δέντρο της παλαιάς μεταφυσικής». Η ώθηση προς τα εμπρός, προς τη «Νέα Ιερουσαλήμ», που χαρίζει στον Μπλοχ αυτή του η φιλοσοφία της ελπίδας, τον κάνει να διακρίνει ανάμεσα στους αρχαίους προφήτες και στους βιβλικούς, να βλέπει πως «στη θέση του προγόνου και της λατρείας η οποία είναι στραμμένη στο παρελθόν, εμφανίζεται όλο και πιο πολύ η λατρεία που είναι προσανατολισμένη προς το μέλλον, προς έναν στόχο, και που δεν ζητιανεύει το έλεος αλλά επικαλείται το ερχόμενο […]».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...