Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΙΜΜΑΝΙΟΥΕΛ ΚΑΝΤ

Η κριτική διδασκαλία του Ιμάνιουελ Καντ (18ος αιώνας) επιδίωξε να γεφυρώσει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό. Όπως είδαμε, ο εμπειρισμός εστιάζει τη θεώρησή του στο γεγονός της “εισροής” γνώσης μέσω των αισθήσεων, ενώ ο ορθολογισμός στον ρόλο των ορθολογικών μηχανισμών του νου. Ο Καντ διερεύνησε με επιτυχία τη συνεργασία των αισθήσεων με τον ορθό λόγο.
ΝΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ: Η γνώση δεν είναι παθητική πρόσληψη δεδομένων των αισθήσεων. Οι αισθήσεις με τον ορθό λόγο μπορούν να συνεργάζονται. Ο νους θέτει σε τάξη την εμπειρία. Η εμπειρία από μόνη της δεν είναι αρκετή για την κατάκτηση της γνώσης. «H νόηση χωρίς την αίσθηση είναι χωλή, αλλά και η αίσθηση δίχως την τη νόηση είναι τυφλή».
Η αντιληπτική ικανότητα του νου στηρίζεται στις λειτουργίες, τόσο των αισθήσεων, όσο και του λόγου· το πρόβλημα ήταν εξαρχής ότι δεν αρκούσε μια παθητική αιτιολόγηση, μια απλή συσσώρευση στοιχείων για να μετατρέψει μια πεποίθηση σε γνώση. Ούτε όμως και ο ορθός λόγος μπορούσε εύκολα, για χάρη του νου, να υπερβεί μόνος του την “εσωστρέφειά” του, να συνδέσει τις “δικές του” βεβαιότητες με τις αλήθειες του εμπειρικού κόσμου, την αυθεντική πηγή της γνώσης. Ο εννοιολογικός επαναπροσδιορισμός του Καντ ξεκινά με τη συγκρότηση της εμπειρίας. Στη γνωσιολογία του Καντ οι εποπτείες είναι οι άμεσες, ενιαίες παραστάσεις που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας. Αυτές περιέχουν το πολλαπλό εμπειρικό υλικό, το οποίο έχει ήδη μεταβληθεί σε μια πρώτη επεξεργασία, πριν έλθει σε επαφή με τις κατηγορίες . Η εμπειρία προσφέρει το “υλικό” το οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων, αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες παραστάσεις. Επομένως η εμπειρική αντιληπτική διάσταση του νου δεν είναι πλέον παθητική, επεξεργάζεται ενεργητικά το υλικό που παραλαμβάνει, το οποίο μορφοποιεί με στοιχεία που διαθέτει ο νους από πριν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο.
Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενείς μορφές της εποπτείας, δηλαδή υπάρχουν καταγεγραμμένες, ως προϋποθέσεις της γνώσης, εκ των προτέρων· αποτελούν ανεξάρτητους από την εμπειρία τρόπους λειτουργίας της αντιληπτικής μας ικανότητας, καθώς και απαραίτητες προϋποθέσεις της. Δεν μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τον χώρο και τον χρόνο εμπειρικά, εφόσον αποτελούν προϋποθέσεις της εμπειρικής αντίληψης - ο χώρος και ο χρόνος είναι αρχές, δεν προκύπτουν από αφαίρεση ή σύνθεση, αφού έχουμε πρώτα συγκρίνει επιμέρους “διαστήματα” και “διάρκειες”.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου, “παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο “φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθεαυτά. Αντίθετα με ό,τι πίστευαν οι παλαιότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, ο ορθός λόγος δε μας παρέχει a priori θεωρητική γνώση για τα πράγματα καθεαυτά, για τη βαθύτερη υφή του κόσμου, για την ύπαρξη του Θεού ή την αθανασία της ψυχής. Αυτός ο περιορισμός είναι προφανώς και το τίμημα για την εξασφάλιση της συνεργασίας εμπειρίας και ορθού λόγου, ο οποίος παρέχει βέβαιη γνώση μόνο για τη δομή του κόσμου των φαινομένων.
NA ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΕΤΕ ΤΙΣ ΕΞΗΣ ΓΝΩΣΕΙΣ: Ο ορισμός της γνώσης κατά την σχολαστική παράδοση είναι ο εξής: Η γνώση είναι η εξίσωση / αντιστοιχία του πράγματος με το πνεύμα (Adequatio rei ac intellectu). Κατ΄αυτήν η γνώση στρέφεται προς το αντικείμενο/πράγμα αυτό καθ΄ αυτό(Ding an sich). „Aυτό καθ΄αυτό“ σημαίνει ότι το αντικείμενο είναι αναγκαίο και απόλυτο. Ο Καντ αντιστρέφει τους όρους, το αντικείμενο στρέφεται προς την γνώση, αλλά, και εδώ έγκειται η επαναστατική του άποψη, το αντικείμενο είναι μόνο παράσταση, το αντικείμενο αυτό καθ΄αυτό παραμένει ανέφικτο για την γνώση.
Για τον Καντ η φιλοσοφική αναζήτηση δεν μπορεί να είναι υπερβατική, δηλαδή να προχωρεί με τη βοήθεια του λόγου πέρα από τα όρια της δυνατής ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά μόνο υπερβατολογική, δηλαδή να διερευνά τις αναγκαίες συνθήκες αυτής της εμπειρίας. Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης. Οι γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία. Η καντιανή προσέγγιση, παρά τις επιμέρους δυσκολίες της και τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτελεί την αφετηρία για κάθε νεότερη προσπάθεια συνθετικής αντιμετώπισης γνωσιολογικών προβλημάτων. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη διάφοροι εκπρόσωποι λιγότερο ή περισσότερο καθαρών ορθολογιστικών και εμπειριστικών θεωρήσεων, κυρίως στον χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και σε εκείνον της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών αντίστοιχα. Ωστόσο, κανείς δεν υποτιμά τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το καντιανό φιλοσοφικό εγχείρημα.
ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΝΤ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ: “Ότι κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία, γιατί με τι άλλο θα μπορούσε να αφυπνιστεί η γνωστική μας δύναμη για να ασκήσει το έργο της, αν όχι με αντικείμενα που ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και που πότε προκαλούν από μόνα τους τη γέννηση παραστάσεων και πότε βάζουν τη νοητική μας ενέργεια σε κίνηση να τις συγκρίνει, να τις συνδέσει ή να τις χωρίσει και έτσι να κατεργαστεί το άμορφο υλικό των κατ’ αίσθηση εντυπώσεων για τον σχηματισμό μιας γνώσης των αντικειμένων που ονομάζεται εμπειρία. Έτσι, από την άποψη του χρόνου, δεν έχουμε καμιά γνώση μέσα μας που να προηγείται από την εμπειρία, όλες αρχίζουν με αυτήν. […] Αλλά και αν ακόμα κάθε γνώση μας πρωταρχίζει με την εμπειρία, αυτό δε σημαίνει ότι καθεμιά πηγάζει από την εμπειρία. Γιατί θα ήταν δυνατόν ακόμα και η εμπειρική γνώση μας η ίδια να αποτελεί ένα σύνθετο κατασκεύασμα από αυτό που προσλαμβάνουμε μέσω εντυπώσεων και από εκείνο που η ίδια η γνωστική μας δύναμη (ερεθιζόμενη μονάχα από τις κατ’ αίσθηση εντυπώσεις) αντλεί από τον εαυτό της. […]
Oνομάζω υπερβατολογική κάθε γνώση που γενικά δεν ασχολείται τόσο με τα αντικείμενα όσο με τον δικό μας μονάχα τρόπο γνώσεως αντικειμένων, εφόσον αυτός πρόκειται να είναι a priori δυνατός. […] Από τα πράγματα νοούμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε σ’ αυτά”. (Ιμ. Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, μτφρ. Αναστάσιος Γιανναράς, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1977, Β1-2, Α11/Β25, ΒΧVIII)) Ο Ιμμάνιουελ Καντ, στην "Κριτική του Καθαρού Λόγου", θα ισχυρισθεί ότι ο χώρος αποτελεί μια μορφή ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ, η οποία βάζει τάξη στην πληθώρα των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από την εμπειρία και με τον τρόπο αυτό τοποθετεί την κατηγορία του χώρου στο πνευματικό πεδίο δια του οποίου το υποκείμενο κατηγοριοποιεί τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για τον χρόνο. Προϋποθέτει δε, ότι το υποκείμενο έχει προηγουμένως μια παράσταση του χώρου την οποία επεξεργάζεται διανοητικά, και κατόπιν ότι ο χώρος υφίσταται σαν αντικείμενο στην εμπειρική πραγματικότητα εκεί έξω. Άλλωστε τα πράγματα καθ’ εαυτά δεν τα γνωρίζουμε. Αλλά με τον Καντ θα ασχοληθούμε εκτενώς αργότερα.
Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου (Β XXXIX) ο Καντ λέει: “Αποτελεί σκάνδαλο της φιλοσοφίας και γενικά του κοινού νου το ότι είναι υποχρεωμένος να δέχεται υπό μορφή πίστεως την ύπαρξη των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου […] και ότι, αν θελήσει κανείς να την αμφισβητήσει, δεν μπορούμε να του αντιτάξουμε καμιά επαρκή απόδειξη”. Στο έργο του Είναι και Χρόνος (Ι, 6) ο Γερμανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ σχολιάζει: “Το σκάνδαλο της φιλοσοφίας δεν είναι ότι αυτή η απόδειξη δεν έχει δοθεί, αλλά ότι τέτοιες αποδείξεις αναμένονται και επιχειρούνται ξανά και ξανά”. Συζητήστε τις δύο αυτές απόψεις συσχετίζοντάς τες με την πρόταση του Στρόσον για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουμε απέναντι στον σκεπτικισμό (απόσπασμα 11).
Ο Kant, όταν διατυπώνει την πρόταση «ο ήλιος θερμαίνει την πέτρα», θεωρεί ότι δημιουργείται αυτόματη σύνδεση ανάμεσα σε δύο αισθητηριακές εποπτείες: την εποπτεία του ήλιου και αυτήν της θερμότητας της πέτρας. H σχέση αυτή είναι σχέση αιτίας. Ιδρύοντάς την όμως, έχει ήδη ξεπεραστεί το στάδιο της εποπτείας, δηλαδή ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται μόνο τα αντικείμενα, αλλά παράλληλα,τα σκέφτεται. “Σκέφτομαι”, συνεπώς, σημαίνει “εφαρμόζω στον συγκροτημένο από τις μορφές του χώρου και του χρόνου κόσμο των αισθήσεων, σχέσεις σαν αυτή της αιτιότητας.
Η κριτική διδασκαλία του Ιμμάνιουελ Καντ (18ος αιώνας) επιδίωξε να γεφυρώσει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό. Η ευρύτερη αντιληπτική ικανότητα του νου στηρίζεται στις λειτουργίες και των αισθήσεων και του λόγου, όπως εξάλλου πρέπει να έγινε κατανοητό και από τη διερεύνηση του ορισμού της γνώσης· το πρόβλημα ήταν εξαρχής ότι δεν αρκούσε μια παθητική αιτιολόγηση, μια απλή συσσώρευση στοιχείων για να μετατρέψει μια πεποίθηση σε γνώση. Ούτε όμως και ο ορθός λόγος μπορούσε εύκολα, για χάρη του νου, να υπερβεί μόνος του την “εσωστρέφειά” του, να συνδέσει τις “δικές του” βεβαιότητες με τις αλήθειες του εμπειρικού κόσμου, την αυθεντική πηγή της γνώσης. Ο Καντ τόλμησε να επαναπροσδιορίσει πολλές από τις εν χρήσει έννοιες, ώστε να ερμηνεύσει επαρκώς την προφανή αυτή συνεργασία.
Η εμπειρία προσφέρει το “υλικό” το οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων, αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες παραστάσεις. Επομένως η εμπειρική αντιληπτική διάσταση του νου δεν είναι πλέον παθητική, επεξεργάζεται ενεργητικά το υλικό που παραλαμβάνει, το οποίο μορφοποιεί με στοιχεία που διαθέτει ο νους από πριν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενείς μορφές της εποπτείας· αποτελούν ανεξάρτητους από την εμπειρία τρόπους λειτουργίας της αντιληπτικής μας ικανότητας, καθώς και απαραίτητες προϋποθέσεις της. Δεν μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τον χώρο και τον χρόνο εμπειρικά, εφόσον αποτελούν προϋποθέσεις της εμπειρικής αντίληψης - ο χώρος και ο χρόνος είναι αρχές, δεν προκύπτουν από αφαίρεση ή σύνθεση, αφού έχουμε πρώτα συγκρίνει επιμέρους “διαστήματα” και “διάρκειες”.
Συμπεραίνουμε ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου, “παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο “φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθεαυτά. Αντίθετα με ό,τι πίστευαν οι παλαιότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, ο ορθός λόγος δε μας παρέχει a priori θεωρητική γνώση για τα πράγματα καθεαυτά, για τη βαθύτερη υφή του κόσμου, για την ύπαρξη του Θεού ή την αθανασία της ψυχής. Αυτός ο περιορισμός είναι προφανώς και το τίμημα για την εξασφάλιση της συνεργασίας εμπειρίας και ορθού λόγου, ο οποίος παρέχει βέβαιη γνώση μόνο για τη δομή του κόσμου των φαινομένων. Για τον Καντ η φιλοσοφική αναζήτηση δεν μπορεί να είναι υπερβατική, δηλαδή να προχωρεί με τη βοήθεια του λόγου πέρα από τα όρια της δυνατής ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά μόνο υπερβατολογική, δηλαδή να διερευνά τις αναγκαίες συνθήκες αυτής της εμπειρίας. Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης.
Οι γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία.
Η καντιανή προσέγγιση, παρά τις επιμέρους δυσκολίες της και τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτελεί την αφετηρία για κάθε νεότερη προσπάθεια συνθετικής αντιμετώπισης γνωσιολογικών προβλημάτων. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη διάφοροι εκπρόσωποι λιγότερο ή περισσότερο καθαρών ορθολογιστικών και εμπειριστικών θεωρήσεων, κυρίως στον χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και σε εκείνον της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών αντίστοιχα. Ωστόσο, κανείς δεν υποτιμά τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το καντιανό φιλοσοφικό εγχείρημα.
“Η όψη των χιονισμένων κορυφών μιας οροσειράς που υψώνονται πάνω από τα σύννεφα", σημειώνει ο Immanuel Kant, "... μας παρέχει μια απόλαυση ανάμεικτη με τρόμο. Η θέα (αντίθετα) των ανθισμένων λιβαδιών, οι ελικώσεις των ποταμών και τα βοσκοτόπια μας προξενούν ευχάριστα συναισθήματα.”
EΡΓΑΣΙΑ: Να σχολιάσετε την παρακάτω πρόταση του Ιμμάνιουελ Καντ: «Ούτε ο χώρος ούτε οποιοσδήποτε γεωμετρικός προσδιορισμός του είναι υπερβατική παράσταση a priori, παρά μόνη η επίγνωση ότι οι παραστάσεις αυτές δεν έχουν καθόλου εμπειρική προέλευση και η δυνατότητα που παρόλα αυτά έχουν να μπορούν να αναφέρονται a priori σε αντικείμενα της εμπειρίας, αυτή μπορεί να ονομάζεται υπερβατική». (Καντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου, μτφρ. Αναστάσιου Γιανναρά, Αθήνα, Παπαζήσης, 1979)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...