Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία που θεωρεί ότι η εθνική οντότητα πρέπει να συμπίπτει με την κρατική οντότητα. Επιδιώκει τη συλλογική πολιτική έκφραση, ανάπτυξη και επιβίωση ενός έθνους, την ένωση των μελών ενός έθνους υπό μία πολιτική στέγη (με ανεξαρτησία, ένωση, ίδρυση αυτονομίας ή ομόσπονδου κράτους) και σε ορισμένες περιπτώσεις τον αλυτρωτισμό (irredentism), δηλαδή την επέκταση με εθνοτικά ή εθνικά κριτήρια σε άλλα κράτη. Ορισμένα ανεξάρτητα έθνη (εθνικά κράτη ή έθνη-κράτη) καταλήγουν και στον επιθετικό σοβινιστικό εθνικισμό (π.χ. γερμανικό ναζισμό, ιταλικό φασισμό, ιαπωνικό επιθετικό εθνικισμό το 1931-1945).
Το έθνος ορίζεται με αντικειμενικά κριτήρια (γλώσσα, πολιτισμός, ήθη και έθιμα, θρησκεία, εδαφική περιοχή, κ.λπ.) και κυρίως με υποκειμενικά κριτήρια (τη συλλογική ταυτότητα, τη συνείδηση ή βούληση ότι ανήκουμε σε ένα σύνολο). Κατά βάση, το έθνος είναι ένα σύνολο ανθρώπων που έχουν πιστέψει ότι έχουν κοινή καταγωγή και κοινή ιστορία.
Ο εθνικισμός συνέπεσε ιστορικά και συμπορεύτηκε με το αίτημα για λαϊκή κυριαρχία. Εκεί ίσως βρίσκεται και το μυστικό της επιτυχίας του εθνικισμού, στο ότι κατόρθωσε –παρά το τόσο αίμα που χύθηκε εν ονόματί του– να εδραιωθεί ως η μεγαλύτερη σε εύρος συλλογική ταυτότητα που είναι σε θέση να αποκτήσει κρατική οντότητα. Η συζήτηση για τη νέα έννοια του έθνους και διάφορες πτυχές του εθνικισμού απασχόλησαν αρκετές μεγάλες μορφές του Διαφωτισμού και τον «διευρυμένο 19ο αιώνα». Τα πρώτα σπέρματα της έννοιας του έθνους βρίσκονται στον Giambattista Vico (1768-1744) και στον Montesquieu. Επίσης η έννοια ενυπάρχει ως ένα σημείο και στους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου, και κατά κύριο λόγο στον Jean-Jacques Rousseau (1712-1778), καθώς και στον David Hume (1711-1776) αλλά και στον Kant με την έμφασή του στην αυτονομία των ανθρώπων και των λαών.
Η εναρκτήρια ημερομηνία του εθνικισμού ως ιδεολογίας και λόγου (discourse) τοποθετείται στην Ευρώπη από τους σύγχρονους ιστορικούς στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι συνηθέστερες ημερομηνίες για την απαρχή του είναι οι ακόλουθες: το 1775 με τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας, το 1776 με την Αμερικανική Ανακήρυξη Ανεξαρτησίας, το 1789 και το 1792, με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης και με την έναρξη της δεύτερης φάσης της Γαλλικής Επανάστασης, και το 1807 με τις Ανακοινώσεις προς το γερμανικό έθνος του Fichte. Το φαινόμενο του εθνικισμού αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τα κράτη και τη διεθνή κοινωνία από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, με πρώτη, όπως είπαμε, την ελληνική περίπτωση του 1821-1830.
Ο όρος Natio (έθνος) είναι μια λέξη που την κληρονόμησε η Δύση από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα . Τη συναντούμε στον Κικέρωνα (δήλωνε μια ομάδα λαού : τους αριστοκράτες) και στον Πλίνιο (δήλωνε μια φιλοσοφική σχολή) . Συχνά ο όρος Natio σημαίνει το αντίθετο της civitas , της πολιτισμένης και οργανωμένης πολιτικά κοινωνίας . Περιέγραφε δηλαδή ο όρος Natio στα ρωμαϊκά χρόνια τους βάρβαρους – ιθαγενείς. Ο όρος Natio χρησιμοποιούνταν επίσης στο Δυτικό Μεσαίωνα για να περιγράψει ομάδες ομόγλωσσων φοιτητών που φοιτούσαν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης (Παρίσι, Μπολόνια) . Από τον 10ο αιώνα μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα ο όρος Natio δήλωνε στη Δύση όχι το σύνολο του έθνους , αλλά μόνον τους ευγενείς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που είχαν πολιτικά δικαιώματα και αντιπροσώπευαν το έθνος (natio hungarica).
Μετά από τη Γαλλική Επανάσταση διαφοροποιείται το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας «έθνος» (Natio , Nation) . Ενώ στην προεπαναστατική Ευρώπη (15ος – 18ος αιώνας) το έθνος (Natio) ταυτίζεται μόνο με εκείνη την τάξη η οποία σύμφωνα με το πολίτευμα έχει πολιτικά δικαιώματα (ευγενείς) , αδιακρίτως γλώσσας και καταγωγής , μετά τη Γαλλική Επανάσταση το «σύγχρονο έθνος» ταυτίζεται με το σύνολο των μελών μιας κοινωνίας η οποία ανήκει σε ένα κράτος. Ο Abbe Sieyes με το κείμενό του Τι είναι η Τρίτη Τάξη (Qu’ est-ce que le tiers etat) , γραμμένο στα 1789, ταυτίζει το έθνος (Nation) όχι με τους ευγενείς αλλά με την Τρίτη Τάξη (Tiers Etat) , δηλαδή τον εργαζόμενο αστικό πληθυσμό και τους αγρότες. Στην παλαιά κοινωνία (πριν από τη Γαλλική Επανάσταση) μόνο οι ευγενείς σύμφωνα με το πολίτευμα ανήκαν στον populus , τη societas civilis , ενώ οι μη ευγενείς δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα . Οι κοινοί άνθρωποι δηλαδή , χαρακτηρίζονταν σύμφωνα με το πολίτευμα ως plebs. Κατά συνέπεια, όταν κάνουμε λόγο για σύγχρονο έθνος πρέπει να έχουμε υπόψη μας το γεγονός ότι αυτό διαφέρει από το «πολιτικό έθνος» της τάξης των ευγενών και έχει άμεση σχέση με τη σύλληψη του «νέου» έθνους και της «νέας» κοινωνίας που επικράτησε μετά τη Γαλλική Επανάσταση και περιλαμβάνει όλα τα μέλη μιας κοινωνίας . Έτσι στην επαναστατημένη Γαλλία οι υπήκοοι μεταλλάσσονται σε πολίτες και το κράτος απλώς αλλάζει ιδιοκτήτη. Στο εξής η Τρίτη Τάξη ταυτίζεται με το γαλλικό έθνος και ιδιοποιείται την πολιτική εξουσία που ανήκε παλαιότερα στο βασιλιά και τους ευγενείς. Ένα τμήμα λοιπόν του πληθυσμού στη Γαλλία διεκδίκησε επαναστατικά και κατέλαβε για λογαριασμό του το κράτος με το επιχείρημα ότι εκφράζει το γαλλικό έθνος. Και ενώ στη Γαλλία το σύγχρονο γαλλικό έθνος γεννήθηκε από μια επανάσταση εντός του υπάρχοντος γαλλικού κράτους και ως συνέχεια αυτού, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη η εθνογένεση ακολούθησε διαφορετική πορεία. Εκεί τα έθνη δεν υπήρχαν ως κρατικές οντότητες , αλλά ως πολιτισμικά μορφώματα εντός πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Εντός δηλαδή των πολυεθνικών αυτοκρατοριών της Αυστρίας , της Ρωσίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διαβιούσε ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, οι οποίες είχαν βέβαια διαφορετική γλώσσα , θρησκεία και κουλτούρα όχι όμως και ιδιαίτερη εθνική κρατική υπόσταση. Γι’ αυτό και στο χώρο αυτό της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης τα σύγχρονα έθνη στράφηκαν εναντίον των δυναστικών πολυεθνικών μοναρχιών (Αυστρίας, Ρωσίας, Οθωμανικής αυτοκρατορίας) και τελικά γεννήθηκαν μέσα από τις στάχτες αυτών των αυτοκρατοριών.
Η διαφορετική διαδικασία εθνογένεσης στη Δυτική Ευρώπη (Αγγλία , Γαλλία) από το ένα μέρος και στην Κεντρική , Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη από το άλλο μέρος παραπέμπει σε δυο διαφορετικές συλλήψεις της ιδέας του έθνους. Στη Δυτική Ευρώπη το έθνος γεννήθηκε από μια εσωτερική πολιτική επανάσταση εντός του ήδη υπάρχοντος κράτους και όχι ενάντια σ’ αυτό . Το έθνος στη Δυτική Ευρώπη εκλαμβάνεται ως μια πολιτική κοινότητα η οποία θεμελιώνεται πάνω στη βάση ενός Κοινωνικού Συμβολαίου και με μοναδικό κριτήριο την ελεύθερη βούληση των μελών αυτής της πολιτικής κοινότητας. Στην περίπτωση αυτή είναι ολοφάνερη η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού (για παράδειγμα, του Τζον Λοκ και του Ρουσσώ) και του ορθολογισμού που αφορούν στην πολιτική οργάνωση της κοινωνίας. Σύμφωνα με την πολιτική θεωρία του Διαφωτισμού στόχος της κοινωνίας πρέπει να είναι η ευδαιμονία των μελών της. Αυτή μπορεί να διασφαλιστεί αν τις σχέσεις των ατόμων τις διέπει ο ορθός λόγος , ο οποίος είναι κοινός σε όλους, αδιακρίτως γλώσσας, θρησκείας, κουλτούρας , κοινωνικής τάξης και φυλής. Κατά συνέπεια, η συνομολόγηση ενός κοινωνικού συμβολαίου σύμφωνα με τις καθολικής ισχύος αρχές του ορθού λόγου εγγυάται την κοινωνική ειρήνη και την επίγεια ευδαιμονία. Είναι φανερό πως στη σκέψη των θεωρητικών του Κοινωνικού Συμβολαίου δεσπόζει η πρόθεσή τους να ρυθμίσουν τη σχέση ατόμου – κράτους με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλιστεί κατά το μέγιστο δυνατόν η ελευθερία του ατόμου. Το άτομο όμως στην περίπτωση αυτή νοείται αφαιρετικά , χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δεσμοί του με μια συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα, μια θρησκεία , μια κοινωνική τάξη , μια οικογένεια. Μοναδική προϋπόθεση λοιπόν για να ανήκει κάποιος σε ένα έθνος, σύμφωνα με την ορθολογική σύλληψη του έθνους που επικράτησε με τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν η υπηκοότητα. Ο υπήκοος του κράτους μετά την Επανάσταση αποτέλεσε τον πολίτη του έθνους. Καμία άλλη προϋπόθεση πέραν της υπηκοότητας δεν θεωρήθηκε ως προαπαιτούμενο για να ανήκει κάποιος στο έθνος.
Όμως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το έθνος δηλώνει κάτι το διαφορετικό. Εδώ η κοινότητα του έθνους δεν θεμελιώνεται πάνω στη βάση ενός Κοινωνικού Συμβολαίου, μιας πολιτικής σύμβασης δηλαδή, αλλά πάνω στα αντικειμενικά στοιχεία της γλώσσας και του πολιτισμού. Οι δεσμοί που συνδέουν τα μέλη της κοινότητας του έθνους στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη είναι οργανικοί, αιώνιοι, καθορίζουν αμετάκλητα ένα άτομο ήδη από τη γέννησή του. Η ρομαντική σύλληψη του έθνους ως ζωντανού οργανισμού σημαίνει ότι το έθνος παρομοιάζεται με ένα δέντρο και τα άτομα με τα κλαδιά αυτού του δέντρου. Όπως δεν υπάρχει ζωή για εκείνο το κλαδί που θα αποκοπεί από το δέντρο , έτσι και δεν υπάρχει αυθεντική και δημιουργική ζωή για εκείνο το άτομο που θα αποκοπεί από το ζωοδότη εθνικό κορμό. Έτσι, σύμφωνα με τη ρομαντική σύλληψη του έθνους που επικράτησε τελικά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, δεν μπορεί να συγκροτηθεί η πολιτική κοινωνία πάνω στις αφηρημένες καθολικές αρχές ενός Κοινωνικού Συμβολαίου, το οποίο περιφρονεί την ιδιαίτερη πολιτισμική φυσιογνωμία ενός λαού, αλλά θα πρέπει το κράτος να παρουσιάζει γλωσσική και πολιτισμική ομοιογένεια. Κατά συνέπεια οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες της εποχής φαίνονταν στα μάτια των ρομαντικών εθνικιστών ως τερατώδεις μηχανές χωρίς έναν γνήσιο εθνικό χαρακτήρα. Εύλογα λοιπόν το αίτημα μετασχηματισμού των τεχνητών πολυεθνικών αυτοκρατοριών σε φυσικά εθνικά κράτη ενέπνεε τα εθνικά κινήματα των λαών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα.
Μία άλλη διάκριση που γίνεται όσον αφορά τα ήδη ανεξάρτητα κράτη είναι αφενός η αντίληψη του εθνικισμού στον ρόλο του «κακού», ως αρνητικού και επιθετικού γνωρίσματος (επιθετικός εθνικισμός), και αφετέρου η αντίληψη του «πατριωτισμού» στον ρόλο του «καλού», ως θετικού γνωρίσματος, που αναγνωρίζει και σέβεται τις εθνικές ταυτότητες και την εθνική αυτοδιάθεση και άλλων εθνών.
Πέρα από την απλοϊκή δημοσιογραφική χρήση του πατριωτισμού κατά αντιδιαστολή με τον εθνικισμό, ο πατριωτισμός διακρίνεται από τον εθνικισμό (δηλαδή από την αγάπη για ένα έθνος, που ενίοτε αποβαίνει υπερβολική ή και επιθετική), γιατί θεωρείται ότι αποτελεί την αφοσίωση και ταύτιση κυρίως σε σχέση με ένα κράτος σε αντιδιαστολή με το έθνος. Ωστόσο, αν ένα κράτος είναι εθνικό κράτος, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιαπωνία, το Ισραήλ, η Γαλλία, η Ιρλανδία ή η Σερβία, τα όρια κράτους και έθνους είναι δυσδιάκριτα αν όχι ανύπαρκτα.
Η διάκριση πατριωτισμού και εθνικισμού είναι πιο σαφής κυρίως σε δύο περιπτώσεις: (α) Όταν υπάρχει αφοσίωση-ταύτιση με ένα κράτος που η κοινωνία του είναι πολυεθνοτική, και αυτή η ταύτιση έρχεται σε αντίθεση ή υπερβαίνει τον εθνικισμό των επιμέρους εθνοτικών ομάδων, όπως στην περίπτωση της Ελβετίας, του Βελγίου, της Ισπανίας, της Βρετανίας, του Καναδά, της Τανζανίας ή της Iνδίας. (β) Όταν μπορεί να διακρίνει κανείς μεταξύ κρατικού εθνικισμού και πανεθνικισμού, όπως στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (η μικρή Ελλάδα του 1830-1850, σε αντιδιαστολή με την Ελλάδα της Μεγάλης Iδέας που επικρατούσε από τη δεκαετία του 1850 ως το 1922) ή στον αραβικό κόσμο που υπάρχει εννοιολογική διάκριση μεταξύ της αφοσίωσης σε ένα αραβικό κράτος (ουατανίγια), π.χ. με την Αίγυπτο ή τη Συρία, και της ταύτισης με το ευρύτερο αραβικό έθνος (ούμα, καουμίγια) και με τον αραβικό εθνικισμό. Το αραβικό όνομα που επικράτησε τελικά για το έθνος είναι η λέξη «umma», η οποία σήμαινε ουσιαστικά τη θρησκευτική κοινότητα και συμπεριλάμβανε όλους τους μουσουλμάνους (alumma al-muhammadiya). Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αποκαλείται στα αραβικά «alumam al-muttahida» , μπορεί όμως να μεταφραστεί λόγω της αμφίσημης λέξης umma και ως «Ηνωμένες Θρησκευτικές Κοινότητες». Σύμφωνα με τους οπαδούς του κινήματος Χιντούτβα στην Ινδία, οι ινδουιστές ήταν ο ιθα-γενής πληθυσμός της Ινδίας και ζούσαν σύμφωνα με πατριαρχικά έθιμα και αυστηρές πουριτανικές σεξουαλικές πρακτικές, μέχρι την άφιξη των μουσουλμάνων και αργότερα των χριστιανών, που κατ'αυτούς "εισήγαγαν παρηκμασμένες δυτικές αξίες". Το κίνημα Χιντούτβα έχει επινοήσει μια εκδοχή ενός μυθικού ινδικού παρελθόντος με ένα καθαρό έθνος ινδουιστών, συμπληρώνο-ντας με μάλλον δραματικό τρόπο την πραγματική ιστορία της Ινδίας, όπως αυτή περιγράφεται από τους μελετητές .
Ας σημειωθεί πάντως ότι η συντριπτική πλειονότητα των κρατών σήμερα δεν είναι εθνικά κράτη ή έθνη-κράτη, και ας επιμένουν ότι είναι, όπως π.χ. η Τουρκία ή το Iσραήλ. Το έθνος, η εθνική συνείδηση και η εθνική ιδεολογία (εθνικισμός) θεμελιώνονται με την καθιέρωση και πλήρη αποδοχή μίας «εθνικής ιστορίας», που με πειστικά επιχειρήματα (πειστικά για τον λαό στον οποίο αναφέρονται αλλά συχνά ακατάληπτα ή παράλογα για τους λοιπούς λαούς) αποδεικνύει την ύπαρξη και συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Οι εθνικές ιστορίες προεκτείνουν αναχρονιστικά την ύπαρξη ενός έθνους σε ένα μακρινό και ένδοξο παρελθόν, σε εποχές που δεν υπήρχε η σημερινή έννοια και αίσθηση του έθνους και της εθνικής ταυτότητας. Η μεγάλη επιτυχία των κατασκευών αυτών οφείλεται στο ότι είναι λογικοφανείς και σπάνια απλές ή χονδροειδείς επινοήσεις, όπως είναι π.χ. ο συλλογικός μύθος των Ρασταφάρι (ότι προέρχονται από την Αιθιοπία και συνδέονται με τους Αιθίοπες αυτοκράτορες, ενώ όλοι οι Αφρικανοί της Καραϊβικής προέρχονται από τη δυτική Αφρική). Η εθνική ιστορία έχει επιλεκτική μνήμη, κρύβει και αποσιωπά τα «δυσάρεστα οικογενειακά μυστικά» της εθνικής πορείας και εμπεριέχει ηθελημένα ή μη ιστορικά λάθη, όπως είχε παρατηρήσει ο Ernest Renan, π.χ. ένοπλες συγκρούσεις ή αποτρόπαιες πράξεις, σφαγές εντός του μετέπειτα έθνους. Η στρατευμένη εθνική ιστορία παρουσιάζει και ερμηνεύει ή παρερμηνεύει, με μαεστρία, πραγματικά ιστορικά γεγονότα, αναδεικνύοντας πολιτισμικά επιτεύγματα, ηρωικούς αγώνες και θυσίες.396 Το εγχείρημα αυτό μοιραία καταλήγει στον εθνοκεντρισμό: άκρως θετική αυτοεικόνα, αρνητική για τους κατά καιρούς ιστορικούς αντιπάλους.
Η «αρχή των εθνοτήτων» (19ος αιώνας) ή «αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης» (όπως ονομάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα) είναι η κανονιστική (normative) πλευρά του εθνικισμού και των εθνών. Υπαγορεύει ότι κάθε έθνος πρέπει να αντιστοιχεί προς ένα κράτος, να είναι «εθνικό κράτος», δηλαδή «έθνος-κράτος» με τη στενή έννοια του όρου. Τα πρακτικά επακόλουθα της αρχής αυτής είναι ότι, αν θέλουν, τα διηρημένα έθνη μπορούν να ενωθούν, τα ακρωτηριασμένα να επεκταθούν και τα αλύτρωτα να αποκτήσουν ανεξαρτησία. Από την άλλη, μπορεί να αρκεστούν σε κάποια άλλη λύση, όπως η αυτονομία ή η δημιουργία ομόσπονδου κράτους σε μία ομοσπονδία. Παρά τις προσπάθειες των υποστηρικτών της, η αρχή αυτή της εθνικής αυτοδιάθεσης δεν επικράτησε στο διεθνές δίκαιο παρά μόνο, όπως θα δούμε, στιγμιαία και πολύ επιλεκτικά την επαύριον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Διάσκεψη των Παρισίων (1918-1920).
Η αρχή των εθνοτήτων ήταν μία αρχή ριζοσπαστική και ανατρεπτική, θέτοντας σε αμφισβήτηση τις περισσότερες εδραιωμένες εξουσίες των κρατών, εσωτερικά με το κάλεσμά της για δημοκρατική πλειοψηφι- κή διακυβέρνηση, και εξωτερικά με το να είναι το όχημα μέσω του οποίου θα γίνονταν δεκτά τα νέα κράτη στον περιορισμένο κύκλο των «πολιτισμένων κρατών» (αυτό μέχρι το 1914). Η εθνική αυτοδιάθεση υπήρξε μία φωνή χειραφέτησης από οποιαδήποτε μορφή ηγεμονίας ενός λαού από έναν άλλο. Επίσης θεωρεί νομιμοποιημένη ακόμη και τη χρήση ένοπλης βίας για τον «ιερό σκοπό» της ανεξαρτησίας, πολύ περισσότερο αν ένας λαός θεωρεί τον εαυτό του καταπιεσμένο και ταπεινωμένο. Η αρχή αυτή έχει την προέλευσή της και βρίσκει τις ρίζες της σε ορισμένες βασικές αρχές και έννοιες που είναι συνυφασμένες με την πολιτική φιλοσοφία της νεωτερικότητας: με την ισότητα, την ελευθερία και την αυτονομία του ανθρώπου, με τη δυνατότητα επιλογής για όλους ανεξαιρέτως, με τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Ως αρχή, η αρχή των εθνοτήτων, όπως και εθνικισμός, είναι αποκύημα τόσο του Διαφωτισμού όσο και του μεγάλου επικριτή του, του ρομαντισμού.
Στο πολιτικό-συνταγματικό επίπεδο η αρχή αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά στην Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1776 και στο Σχέδιο Συντάγματος που υποβλήθηκε από τον Condorcet στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση (1793) κατά το τέταρτο έτος της Γαλλικής Επανάστασης. Στην Αμερικανική Διακήρυξη (1776) η σχετική διατύπωση είναι ασαφής. Κατ’ αυτήν, όταν μια μορφή κυβέρνησης καταστρέφει τους σκοπούς μιας διακυβέρνησης, που είναι «η ζωή, η ελευθερία και η αναζήτηση της ευτυχίας» και δεν διαθέτει πια την αποδοχή των κυβερνωμένων, τότε ένας λαός έχει το δικαίωμα να την καταργήσει και να θεσπίσει νέα διακυβέρνηση. Στο γαλλικό πλαίσιο, από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι την εφήμερη Αυτοκρατορία του Ναπολέοντα, η εθνική αυτοδιάθεση δεν εμφανίζεται ως δικαίωμα στην απόσχιση, αλλά ως ανάληψη της υποχρέωσης να μην προσαρτώνται εδάφη ή άλλα κράτη χωρίς τη βούληση της πλειοψηφίας των κατοίκων της εν λόγω περιοχής.
Οι πλέον γνωστές εκδηλώσεις της αρχής των εθνοτήτων, που απασχόλησαν τη διεθνή (ευρωπαϊκή εννοείται) κοινωνία πριν το 1848 είναι η ανεξαρτησία των λατινοαμερικανικών αποικιών από την Ισπανία, η Ελληνική Επανάσταση (ο ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η δημιουργία του Βελγίου. Ωστόσο, από αυτές μόνο η ελληνική περίπτωση ήταν εθνική, εν ονόματι ενός έθνους, του ελληνικού. Το 1848, το «Έτος των Επαναστάσεων», είχαμε την ουγγρική προσπάθεια για ανεξαρτησία υπό τον Lajos Kossuth (1802-1894), και λίγο μετά την ιταλική ενοποίηση με ένοπλο αγώνα στο όνομα της αρχής των εθνοτήτων (1861), τη γερμανική ενοποίηση (1871) και στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878) τις ανεξαρτησίες της Σερβίας, του Μαυροβουνίου της Ρουμανίας και την αυτονομία της Βουλγαρίας. Όπως είναι φυσικό, υπήρχε αρχικά μεγάλη αντίσταση στην αρχή αυτή από τις καθιερωμένες εξουσίες, ειδικά από τα ανακτοβούλια. Σταδιακά όμως η αρχή των εθνοτήτων άρχιζε να κερδίζει έδαφος. Μετά από το 1848 η αρχή των εθνοτήτων, αν και δεν είχε γίνει δεκτή στο υπάρχον διεθνές δίκαιο, είχε ιδιαίτερη απήχηση και λαμβανόταν σοβαρά υπόψη και από τις μεγάλες δυνάμεις στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι έλαβε χώρα σειρά δημοψηφισμάτων υπό διεθνή επίβλεψη για να διαπιστωθεί η βούληση των κατοίκων, όπως στην ιταλική χερσόνησο (1860-1870), στη Βλαχία και Μολδαβία (1857), στα Ιόνια νησιά (1863) και ανεπιτυχώς στο ζήτημα του Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν. Προς το τέλος του 19ου αιώνα και στην πρώτη δεκαετία του 20ού ήταν σαφές ότι υπήρξε σημείο αναφοράς και κριτήριο στην εξωτερική πολιτική, τόσο για τις μικρές όσο και για τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης (που λόγω ισχύος ήταν περισσότερο σε θέση να την αγνοήσουν), και η απήχηση της άρχισε να αγγίζει και μη ευρωπαϊκούς λαούς, όπως τους Αρμένιους και τους Άραβες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ορισμένες αποικίες, όπως κατά πρώτο λόγο τους κατοίκους των Ινδιών με ηγέτη τον Mahatma Gandhi (1869-1948).
Η μεγάλη ώρα για την αρχή αυτή ήρθε λίγο μετά, το 1919-1920, στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, όπου, όπως είχε επισημάνει ο Alfred Cobban, προς στιγμή φάνηκε ότι θα καθίστατο αρχή της διεθνούς έννομης τάξης. Την αυλαία είχε ανοίξει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Wilson, ο οποίος στα «14 Σημεία» του (18 Ιανουάριου 1918), πριν από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, είχε σταθεί ιδιαίτερα στην αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης, ως τον πυλώνα της νέας, μεταπολεμικής διεθνούς τάξης, κυρίως ως λαϊκή κυριαρχία και εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας και όχι ως αποαποικιοποίηση.
Παρεμφερείς θέσεις υποστήριζε και ο Lenin (στο νέο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης) στο άλλο άκρο του ιδεολογικού φάσματος, με έμφαση όμως και στην αυτοδιάθεση των αποικιών.
Η θέση του Wilson είχε τέτοια απήχηση ως η μελλοντική συνταγή για την ειρήνη, ώστε, όταν συνήλθε το 1919 η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, να έχει δοθεί η εντύπωση ότι η κύρια αρχή που θα εφαρμοζόταν θα ήταν η αυτοδιάθεση για όλα τα έθνη. Τελικά έγινε επίκληση της αρχής σε αρκετές περιστάσεις, αλλά εφαρμόστηκε επιλεκτικά μόνο στην περίπτωση των Πολωνών, των Τσέχων και Σλοβάκων (λόγω και του μεγάλου κύρους που διέθετε τότε ο Τσέχος φιλόσοφος και πολιτικός Tomáš Masaryk), των Ελλήνων (λόγω και του μεγάλου κύρους που διέθετε ο Ελευθέριος Βενιζέλος), των Φινλανδών, των τριών κρατών της Βαλτικής, και εφήμερα (με τη Συνθήκη των Σεβρών) στην περίπτωση των Αρμενίων και των Κούρδων (δημιουργία αυτόνομου κράτους των Κούρδων). Έγιναν και ορισμένα δημοψηφίσματα, και τα καθεστώτα μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών κάλυπταν τις μειονότητες σε δεκαπέντε κράτη (Φινλανδία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία, Πολωνία, Αυστρία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία, Ελλάδα, Τουρκία και Ιράκ). Τα δημοψηφίσματα που έγιναν ήταν επιλεκτικά, και τα μειονοτικά καθεστώτα δεν αφορούσαν τις μειονότητες που διαβιούσαν στις μεγάλες δυνάμεις, όπως η Γαλλία, η Βρετανία ή η Γερμανία. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι στα πρόθυρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Hitler επικαλέστηκε την αρχή της αυτοδιάθεσης, σε σχέση με τους εκτός Γερμανίας Γερμανούς, τις γερμανικές μειονότητες στη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας και στη Σιλεσία της Πολωνίας.
Tο έθνος, ως συλλογική ταυτότητα, και η αντίστοιχη ιδεολογία του εθνικισμού είναι προϊόν των δύο τελευταίων αιώνων της ανθρώπινης ιστορίας. Προηγουμένως, η όποια εθνοτική/πολιτισμική συλλογική (και σε καμία περίπτωση εθνική) ταυτότητα ή ταύτιση ήταν ανύπαρκτη ή χωρίς πολιτική σημασία, και πάντως επικρατούσαν άλλες πολύ πιο καθοριστικές συλλογικές ταυτίσεις, όπως της εντοπιότητας (πόλη, χωριό, επαρχία χώρας), της θρησκείας ή του θρησκευτικού δόγματος (σουνίτης ή σιίτης μουσουλμάνος, καθολικός, προτεστάντης ή ορθόδοξος χριστιανός, ινδουιστής ή βουδιστής κ.λπ.) ή της νομιμοφροσύνης στον ηγεμόνα, της ταύτισης με μία κοινωνική τάξη, της ταύτισης με ένα κράτος-πόλη, δουκάτο, πριγκιπάτο, μπεϊλίκι, εμιράτο κ.λπ.
Tα έθνη και ο εθνικισμός είναι ανθρώπινες κατασκευές και μύθοι που δημιουργήθηκαν από τα τέλη του 18ου και συνεχίζουν να δημιουργούνται μέχρι σήμερα, με τους ιδεολόγους εκάστου έθνους να επινοούν την παράδοση και την εθνική ιστορία εκάστου καινούριου έθνους, από το τι είναι Άγγλος, Γάλλος, Γερμανός ή Έλληνας χθες, μέχρι το τι είναι Ερυθραίος, Μολδαβός ή Βόσνιος σήμερα.
Ο εθνικισμός «κατασκευάζει» το έθνος και όχι το αντίθετο, αλλά τα εθνοτικά σύμβολα προϋπάρχουν (γλώσσα, θρησκεία, κουλτούρα, κοινή ζωή και ιστορία σε μία περιοχή) και δεν «εφευρίσκονται» από το μηδέν, στο κενό. Υπό αυτή την έννοια πιο εύκολα πείθει ο ελληνικός, ο γαλλικός, ο σερβικός, ο ιρλανδικός, ο αρμενικός, ο κουρδικός, ο εβραϊκός ή ο τουρκικός εθνικός μύθος και εθνικισμός από ό,τι η προσπάθεια δημιουργίας μίας παγκυπριακής εθνικής συνείδησης ή μίας νοτιοσλαβικής (γιουγκοσλαβικής), βρετανικής, πανσλαβικής ή οθωμανικής εθνικής συνείδησης. Με άλλα λόγια, αν δεν προϋπάρχουν εθνοτικές ρίζες, δεν ριζώνει ένα εθνικό δέντρο ή, αν προς στιγμή φανεί ότι επικρατεί ως ταυτότητα, είναι εύθραυστη, εφήμερη και περιορισμένη μόνο σε μία ομάδα ελίτ και όχι στον ευρύτερο λαό.
Ο αποσχιστικός εθνικισμός
Αντίθετα από ό,τι γενικά πιστεύεται, ο αποσχιστικός εθνικισμός δεν αποτελεί έκφραση μόνο του «εθνοτικού εθνικισμού», δηλαδή της ιδεολογίας και της λαϊκής κινητοποίησης που εμπνέεται από τη συνειδητοποίηση εθνοτικής ταυτότητας ή τη συνείδηση ξεχωριστού έθνους, ούτε εκτρέφεται μονάχα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο πρόδηλης ανισότητας, κατάφωρων διακρίσεων και αδικίας. Για να αναπτυχθεί αποσχιστικός εθνικισμός ως μαζικό κίνημα που εκπροσωπεί την πλειοψηφία ενός λαού, πρέπει να συντρέχουν τρεις θεμελιώδεις προϋπο- θέσεις: 1. ύπαρξη μιας ευδιάκριτης πολυπληθούς οντότητας η οποία αποτελεί (σχεδόν εξ ορισμού) μία αριθμητική μειοψηφία που σαφώς διακρίνεται από τον υπόλοιπο πληθυσμού μιας χώρας, 2. ανισότητα, διαφορική μεταχείριση, αδικία ή καταπίεση, πραγματική ή όχι, και πάντως αίσθηση συγκριτικής μειονεξίας υπό το κράτος του ισχύοντος καθεστώτος, 3. διαβίωση διαχρονική και ιστορική σε μια περιοχή της χώρας (σχεδόν εξ ορισμού σε παραμεθόρια ή παράκτια περιοχή) κατά τρόπο συμπαγή και στην οποία η εν λόγω ομάδα αποτελεί την αριθμητική πλειοψηφία. Αν ένας πληθυσμός θεωρεί ότι αποτελεί έθνος ή εθνότητα, η ανισότητα δεν χρειάζεται να είναι πρόδηλη, αρκεί μόνο η αίσθηση της συγκριτικής μειονεξίας (με χαρακτηριστικό ιστορικό παράδειγμα την ελληνική περίπτωση της Επανάστασης του 1821).
Αντίθετα, αν ένας πληθυσμός δεν αποτελεί έθνος ή εθνότητα, αλλά θρησκευτική κοινότητα (π.χ. οι Μόρο στις Φιλιππίνες), φυλετική-πολιτισμική ομάδα(π.χ. Νότιοι Σουδανοί) ή απλώς τους διαβιούντες σε μια περιοχή που αποτελούν ξεχωριστή κοινωνία από την υπόλοιπη χώρα και έχουν ταυτιστεί ιστορικά με την περιοχή αυτή (π.χ. η περίπτωση της Ερυθραίας στην Αιθιοπία), τότε δεν αρκεί η συγκριτική μειονεξία αλλά χρειάζονται και σαφείς διακρίσεις, ανισότητα και καταπίεση, για να λειτουργήσει μια τάση για χωριστική κινητοποίηση.
Αυτές καθαυτές οι ανωτέρω τρεις προϋποθέσεις δεν οδηγούν αναγκαστικά στην ανάπτυξη χωριστικής τάσης. Ένα σύνολο άλλων παραγόντων τη διευκολύνουν: πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών ή κοινωνιοψυχολογικών παραγόντων. Οι πολιτικοί παράγοντες που οδηγούν σε χωριστική τάση περιλαμβάνουν την ιστορική εμπειρία πριν το κράτος γίνει ανεξάρτητο: την ξένη διακυβέρνηση (π.χ. κατάκτηση, υπόδουλος λαός σε αυτοκρατορία), την αποικιοκρατία (και τα εξ αυτής αυθαίρετα σύνορα) και την αποικιακή διακυβέρνηση (εσωτερικές διοικητικές διαιρέσεις της αποικίας, σχέσεις των αποικιοκρατών με τη συγκεκριμένη μετέπειτα αποσχιστική μειονότητα). Στους χρονικά πιο πρόσφατους παράγοντες συμπεριλαμβάνονται η άναρχη ανάπτυξη και ο ανεξέλεγκτος εκσυγχρονισμός, η μαζική επικοινωνία, που, αντί να επιφέρει μεγαλύτερη «κοινωνική επικοινωνία» μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, οδηγεί στην παγίωση των εθνοτικών ομάδων και στην αμοιβαία καχυποψία και εχθρότητα, ο αυξανόμενος κρατικός παρεμβατισμός, η αποξένωση που δημιουργεί το απόμακρο γραφειοκρατικό κράτος, η συρρίκνωση της πολιτικής σκηνής που περιορίζει την άνοδο σε νέες ηγετικές ελίτ , καθώς επίσης και τα πρόσφατα παραδείγματα επιτυχημένων αγώνων ανεξαρτησίας, ειδικά των γειτονικών χωρών, και τα παραδείγματα βιώσιμων και ευημερουσών μικρών χωρών όπως η Ουρουγουάη, λόγου χάριν. Ο ρόλος της κρατικής πολιτικής είναι να επιταχύνει την ανάδειξη χωριστικής μειονοτικής ηγεσίας, την τοπική κινητοποίηση και πολιτικοποίηση, την πρόκριση της αποσκίρτησης ως πολιτικής επιλογής της πληθυσμιακής ομάδας. Το κράτος με την πολιτική του (ή με την έλλειψη πολιτικής του, την αδιαφορία του) είναι αυτό που συνήθως έχει την πρωτοβουλία και ενισχύει ή όχι την αυτονομιστική τάση. Όσο απορρίπτει τα εύλογα αιτήματα της ομάδας αυτής και τον αυτοπροσδιορισμό της, τόσο προκαλεί ή ενισχύει τη χωριστική τάση (π.χ. Τουρκία και Κούρδοι). Αντίθετα, η έγκαιρη αποδοχή των λογικών αιτημάτων της πληθυσμιακής ομάδας μπορεί να αποδυναμώσει την τάση αυτή (κάτι που πολλές κυβερνήσεις με τέτοια προβλήματα δεν φαίνεται να κατανοούν). Επίσης, στο μέτρο που το κράτος δίνει ελπίδες για τη βελτίωση της στάθμης της μειονότητας αλλά κατόπιν δεν τις εκπληρώνει, ενισχύεται η συσπείρωση, πολιτικοποίηση και αγωνιστικότητα της αυτονομιστικής ομάδας. Με τα σημερινά δεδομένα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και ευαισθησίας για τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, στάσεις «άρνησης» από μέρους του κράτους, που για να επιβληθούν καθίσταται απαραίτητη η προσφυγή στον βίαιο καταναγκασμό, είναι όλο και πιο αναποτελεσματικές και έχουν σοβαρές συνέπειες.
Το ταυτοτικό πρόβλημα τροφοδοτείται από τις εντεινόμενες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, υποσκελίζοντας την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση κλονίζεται από την οικονομική κρίση και την επίταση των ανισοτήτων. Ετσι μεγεθύνονται απότομα τα προνομιακά πεδία παρέμβασης των εθνικιστών. Το ακροατήριό τους διευρύνεται, ιδίως ανάμεσα στους νέους. Η εθνικιστική ρητορεία διαστρεβλώνει τις θετικές όψεις της φιλοπατρίας και τις μετατρέπει σε επιθετικό λόγο με ρατσιστικό, ξενοφοβικό και αντικοινοβουλευτικό περιεχόμενο. Υπάρχει μόνο μια απάντηση απέναντι στην επέλαση του μισαλλόδοξου εθνικισμού και αυτή είναι η επανοικειοποίηση κεντρικών σημασιών. Η έννοια του έθνους, ο λόγος περί εθνικού συμφέροντος, η υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας εκχωρήθηκαν ελαφρά τη καρδία στην Ακρα Δεξιά. Μέσα από την παραχάραξη εννοιών και ρόλων που λειτουργούν ως συνεκτικά στοιχεία σε κάθε κοινωνία δημιουργούνται οι συνθήκες για να εκκολαφθεί το αυγό του φιδιού. Όπως είπε ο Αϊνστάιν: "Ο εθνικισμός είναι η προσπάθεια να φανεί λογικός ο μιλιταρισμός και να εξορθολογισθεί η επιθετικότητα".
Παρατηρεί ο Αλέξανδρος Δελμούζος: "Υπερτίμηση του εαυτού μας, εθνικό μονοπώλιο κάθε αρετής, ξιπασμός εθνικός, αδιαφορία ή υποτίμηση και πιο πολύ περιφρόνηση των άλλων, μίσος ή εκδίκηση, αυτό ήταν συχνότατα το κύριο περιεχόμενο της εθνικής αγωγής". Είναι, όπως ξέρετε, ίσως, μια παρατήρηση ρεαλιστική· πρόκειται για μια πραγματικότητα που ταλάνιζε και ταλανίζει όλους τους λαούς. Γι' αυτό και όλοι μαζί είναι ανάγκη να κάνουν παράλληλα βήματα, συγχρόνως, για να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της εθνικής αγωγής αυτού του είδους. Αυτό είναι αλήθεια. Όπως επίσης αλήθεια είναι ότι η εθνική αγωγή στα ολοκληρωτικά καθεστώτα αποκτούσε, και αποκτά, τη διάσταση της απροκάλυπτης προπαγάνδας. Στις περιπτώσεις αυτές δε μιλούμε πια για εθνική αγωγή. Δε μιλούμε καν για αγωγή ή για παιδεία. Μιλούμε για ανεπίτρεπτη προπαγάνδα, για βάναυση κακομεταχείριση των παιδιών από το ίδιο το κράτος, για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κι αυτό θα δοκιμάσουμε να προσεγγίσουμε τώρα.
Το περιεχόμενο μιας εθνοκεντρικής παιδείας συγκροτείται από θέματα (καθεστωτικές επετειακές γιορτές και πανηγύρεις, προγραμματισμός και δημιουργία έργων, ύμνοι εγκωμιαστικοί του καθεστώτος κτλ.) κοινά και προσφιλή σε όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, και χαρακτηρίζονται από τον τρόπο με τον οποίο οι δικτατορίες περνούν με την προπαγάνδα τη βούλησή τους και προβάλλουν τα "έργα" τους.
Η γλώσσα που επιστρατεύει μια εθνοκεντρική παιδεία διακρίνεται από γλυκερούς τόνους, δογματισμό, εθνικισμό, επίμονη ηθικολογία, διακρίνεται δηλαδή από τα γνωρίσματα της εξουσιαστικής γλώσσας. Προσέξτε ιδιαίτερα την υποκριτικά και παραπλανητικά φιλική και οικεία γλώσσα με την οποία εκφράζονται και κολακεύουν τους λαούς οι δικτατορίες, ενώ είναι γνωστό ότι δεν τους σέβονται, αφού, για να επικρατήσουν, καταλύουν τα δημοκρατικά τους δικαιώματα και όχι μόνον αυτά. Στις βασικές επιδιώξεις των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι να εξανδραποδίσουν τους νέους, δηλαδή, με ιδεολογήματα και ιδεοληψίες και ποικίλους άλλους τρόπους, να κάμψουν τη βούλησή τους και την ηθική τους αντίσταση και την προσωπική τους στάση απέναντι στη ζωή, και να τους μεταβάλουν σε πειθήνια όργανά τους, ώστε να εκτελούν τυφλά τις θελήσεις τους. Με άλλα λόγια τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δε σέβονται τον νέο, γιατί γενικά δε σέβονται το άτομο και την ατομική ζωή, όπως δε σέβονται και την παιδεία· νοθεύουν τα πάντα, διότι τα πάντα τα υποτάσσουν στη δύναμη της εξουσίας· έτσι μόνον αισθάνονται ασφαλή. Μία από τις πάγιες τακτικές τους π.χ. είναι η οργάνωση των νέων από την τρυφερή τους ακόμη ηλικία σε κατευθυνόμενες ομάδες, όπου με γλώσσα συνθηματική και δογματική, αντιδιαλεκτική και αντικριτική, ασαφή και αόριστη, μεγαλόστομη και εθνικιστική, προσπαθούν να τους χειραγωγήσουν και να τους χρησιμοποιήσουν σύμφωνα με τους σχεδιασμούς τους. Δε λείπουν, φυσικά, από τέτοιους σχεδιασμούς και οι διάφοροι ύμνοι των νέων, οι οποίοι εγκωμιάζουν το καθεστώς και υψώνουν σε μοναδικό ίνδαλμα τον δικτάτορα. Εννοείται ότι η γλώσσα αυτών των κατασκευασμένων ύμνων είναι φθηνή, όπως φθηνός είναι και ο στίχος τους και η μουσική τους. Μ' αυτούς τους ύμνους, που αναπαράγονται πανομοιότυποι σχεδόν από τα διάφορα ολοκληρωτικά καθεστώτα, καλλιεργείται πνεύμα αγελαίο και ομαδικό, ένα πνεύμα στο οποίο οφείλει σε κάθε ευκαιρία να δηλώνει, με λόγο και με έργο, πίστη και αφοσίωση μέχρι θυσίας. Άλλωστε μέσα από την ομάδα το καθεστώς οργανώνει τον νέο, τον κατευθύνει, τον ελέγχει: τον αφομοιώνει. Ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός δεν έχει καμία σχέση με τον φιλελεύθερο εθνικισμό των αρχών του 19ου αιώνα , αφού στην περίπτωση του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού το γνήσιο έθνος ταυτίζεται με μια περιούσια φυλή, η οποία έχει ως αποστολή να κυριαρχήσει πάνω στις κατώτερες φυλές και μερικές μάλιστα να τις εξοντώσει για το καλό της ανθρωπότητας (εβραίοι , τσιγγάνοι). Η εθνική ιδεολογία των εθνικοσοσιαλιστών διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού. Σύμφωνα με την ψευοδοεπιστημονική αυτή θεωρία, όπως στη Φύση επικρατεί ο αγώνας όλων εναντίον όλων και στον αγώνα αυτόν επιβιώνει ο ικανότερος, έτσι και στην ανθρωπότητα επικρατεί ένας θανάσιμος αγώνας μεταξύ εθνών διαφορετικής ράτσας . Η ισχυρότερη , υγιέστερη και καθαρόαιμη ράτσα είναι η μόνη που θα υπερισχύσει και θα έχει ως αποστολή να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα στο δρόμο της προόδου. Ο πόλεμος καθαγιάζεται , λειτουργεί μάλιστα ως καθαρτήριο , προκειμένου να απαλλαχτεί το έθνος από τα μιάσματα της νέας εποχής , τον ατομικισμό και το σοσιαλισμό. Μέσα από τον πόλεμο , υποστηρίζουν οι εθνικοσοσιαλιστές , το έθνος αναγεννάται από τις στάχτες του, όπως ο μυθικός φοίνικας. Άλλωστε ο Oswald Spengler στο βιβλίο του «Η Παρακμή της Δύσεως» είχε διακηρύξει πως «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα αρπακτικό ζώο». Με τον ολοκληρωτικό εθνικισμό των γερμανών εθνικοσοσιαλιστών η ιδέα του έθνους απομακρύνεται από το ιδανικό της αρμονίας των συνεργαζόμενων μεταξύ τους και ισότιμων εθνών που εξέφραζε το κοσμοείδωλο της φιλελεύθερης αστικής τάξης των αρχών του 19ου αιώνα. Αντίθετα το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες του έθνους διέπει ο αγώνας, η πάλη μέχρι θανάτου των εθνών για την εξασφάλιση ζωτικού χώρου. Είναι φανερό λοιπόν πως ο ρατσισμός βρίσκεται στον πυρήνα του εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά ας δώσουμε το λόγο στον αρχηγό των SS Χίμλερ , ο οποίος περιγράφει στον λόγο του στο Πόζεν (4 Οκτωβρίου 1943) ως εξής την ιδιαιτερότητα της εθνικής ιδεολογίας των εθνικοσοσιαλιστών: «Υπάρχει μια απόλυτη αρχή για τα SS : οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπο έντιμο , άψογο, πιστό και φιλικό απέναντι σ’ εκείνους που ανήκουν στο δικό μας αίμα, αλλά σε κανέναν άλλο. Δεν δίνω πεντάρα για το τι γίνονται οι Ρώσοι και οι Τσέχοι. Το καθαρό αίμα των άλλων λαών που συγγενεύει με το δικό μας θα το οικειωθούμε, κλέβοντας στην ανάγκη τα παιδιά τους και ανατρέφοντάς τα. Ποτέ δεν θα φανούμε ωμοί και άκαρδοι , αν δεν υπάρχει φυσικά ανάγκη. Εμείς οι Γερμανοί , οι μόνοι στον κόσμο που φερνόμαστε με λεπτότητα στα ζώα , θα κάνουμε το ίδιο και προς αυτά τα ανθρώπινα κτήνη (zu diesen Menschentieren). Θα ήταν όμως έγκλημα κατά του ιδίου του αίματός μας να σκοτιζόμαστε γι’ αυτά και να τους αποδίδουμε κάποιο ιδανικό…»
H ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΊΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ "ΔΙΚΩΝ ΜΑΣ" ΑΠΟ ΤΟΥΣ "ΑΛΛΟΥΣ": Ο εθνικισμός, είναι αλήθεια , θεμελιώνεται πάνω στη διάκριση Εμείς και οι Άλλοι. Ο Άλλος είναι απαραίτητος για να αποκτήσει μια κοινότητα συνείδηση της ιδιαιτερότητάς της και της συλλογικής της ταυτότητας. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται τόσο στη διάκριση αυτή όσο στη δαιμονοποίηση του Άλλου, του μισητού Ξένου . Όταν δηλαδή ο Άλλος θεωρείται διαρκής απειλή, όταν φορτώνεται με όλα τα αρνητικά στερεότυπα, για να φτάσει στο τέλος να ταυτιστεί με το απόλυτο κακό. Όταν το έθνος υποστασιοποιείται καταλαμβάνοντας τη θέση του Θεού και απολυτοποιείται ως αξία διαγράφοντας όλες τις άλλες , τότε εκμηδενίζεται ο άνθρωπος ως πρόσωπο και καταργείται η ελευθερία του. Τότε βρισκόμαστε στον ολισθηρό δρόμο του ολοκληρωτικού εθνικισμού.
Στερεοτυπικές πεποιθήσεις στην Ιστορία προκύπτουν, συχνά, από την εσφαλμένη ιστοριογραφική ερμηνεία των γεγονότων. Όταν γενικεύθηκε η αποδοχή της θεωρίας του Δαρβίνου περί της Εξέλιξης των Ειδών, κάποιοι κοινωνιολόγοι και ιστορικοί την παρερμήνευσαν, εφαρμόζοντάς την και στην Κοινωνική Εξέλιξη του ανθρώπου. Αυτή η τάση ονομάστηκε "κοινωνικός δαρβινισμός", και απέβλεπε στην ερμηνεία της προόδου OΡΙΣΜΕΝΩΝ μόνο φυλών βάσει μιας εσφαλμένης εικασίας: πως οι "ικανοί" και οι "ισχυρότεροι βιολογικά" επιβιώνουν μέσα στην εξέλιξη της Ιστορίας, ενώ κάποιοι "αδύναμοι" ή "υποδεέστεροι" εκφυλίζονται και χάνονται. Αυτήν τη θεωρία την "αγκάλιασαν" με μεγάλη χαρά οι ναζιστές επιστήμονες,όσοι δηλαδή εργάστηκαν πριν από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην οικοδόμηση του τερατουργήματος του ναζισμού στη χιτλερική Γερμανία.
Στη φωτογραφία προσέξτε το αποβλακωμένο ύφος αυτών των γυναικών, που έχουν πεισθεί από τα επιχειρήματα των Ναζί.
Η προπαγάνδα μπορεί να μετατρέψει γενιές ολόκληρες παιδιών σε φασίστες.Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα αναπτύχθηκε από το γερμα-νικό κίνημα völkisch . Οι οπαδοί του επεδίωκαν την επιστροφή στις παραδόσεις ενός μυθικού γερμανικού μεσαιωνικού παρελθόντος . Ο Χίτλερ είχε μεγαλύτερη εμμονή με ένα συγκεκριμένο όραμα της Αρχαίας Ελλάδας ως υπόδειγμα για το Ράιχ, άλλοι κορυφαίοι Ναζί όπως ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Χάινριχ Χίμλερ, ένα από τα ισχυρότερα μέλη του καθεστώτος, θαύμαζαν και προωθούσαν τη σκέψη völkisch.
"Ο φέρων τον δαυλόν": ναζιστική γλυπτική στα αρχαιοελληνικά πρότυπα
Συνήθως η ναζιστική προπαγάνδα περιλαμβάνει αφίσες και διαφημιστικές εκστρατείες όπου ο 'ηγέτης' (στον πίνακα/αφίσα ο Χίτλερ ο ίδιος) "αγκαλιάζει" τις νέες γενεές με "τρυφερότητα".
Το "αυγό του φιδιού" έπιασε τόπο και γέννησε νεαρούς φασίστες στη μουσολινική Ιταλία. Η μέθοδος είναι κλασική: ανατρέφεις μια ολόκληρη γενιά παιδιών, διδάσκοντάς τους ψεύτικες ιδέες στα σχολεία. Τους γαλουχείς με μίσος κατά κάποιων κατηγοριών ανθρώπων, τους δίνεις την ψευδαίσθηση ότι ανήκουν σε κάποιον "εκλεκτό" λαό. Μετά, ο δρόμος προς τον φασισμό/ναζισμό είναι ανοιχτός....
Στη μεσοπολεμική Γερμανία, διάφορες οργανώσεις υποστήριζαν την αντικατάσταση της δημοκρατίας από μια «Νέα Τάξη», όπου οι Γερμανοί θα είχαν την πιο σεβαστή θέση. Μια από αυτές ήταν και το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (ναζιστικό κόμμα), που είχε ιδρυθεί το 1919. Ένα από τα πρώτα μέλη του ήταν και ο άσημος τότε Αδόλφος Χίτλερ. Κερδίζοντας οπαδούς από τα κοινωνικά στρώματα που είχαν πληγεί περισσότερο (αγρότες, μικροαστοί, άνεργοι), το ναζιστικό κόμμα ισχυροποιήθηκε την ίδια στιγμή που ενισχυόταν και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας. Σε αυτές τις συνθήκες, μια μερίδα ισχυρών Γερμανών κεφαλαιούχων αποφάσισε να υποστηρίξει τον Χίτλερ, για να αντιμετωπίσει τους κομμουνιστές, ελπίζοντας ότι αργότερα θα απαλλασσόταν εύκολα από αυτόν. Στις εκλογές του 1932 οι ναζί συγκέντρωσαν το 37,4% των ψήφων και τον Ιανουάριο του 1933 ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος (πρωθυπουργός) της Γερμανίας. Λίγο αργότερα οι ναζί πυρπόλησαν τη γερμανική Βουλή (Ράιχσταγκ) αποδίδοντας το γεγονός στους κομμουνιστές. Αμέσως προχώρησαν σε συλλήψεις χιλιάδων κομμουνιστών και σοσιαλιστών, ενώ το Ράιχσταγκ έθεσε εκτός νόμου όλους τους κομμουνιστές βουλευτές και παραχώρησε στον Χίτλερ απόλυτες εξουσίες για τέσσερα χρόνια. Λίγο αργότερα, ο Χίτλερ ανέλαβε και τη θέση του αρχηγού του κράτους και ονομάστηκε φύρερ (οδηγός, ηγέτης). Παράλληλα, οι ναζί διέλυσαν όλα τα πολιτικά κόμματα, εκτός από το ναζιστικό. Όπως ακριβώς στην Ιταλία, η νεολαία χειραγωγούνταν και η προπαγάνδα οργίαζε. Επιπλέον, οι ναζί οργάνωναν συγκεντρώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων για να φανατίσουν τον γερμανικό λαό. Τα βιβλία που δεν ήταν αρεστά καίγονταν δημοσίως και πολλοί διανοούμενοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία (π.χ. Αϊνστάιν, Μπρεχτ κ.ά.). Εφαρμόζοντας επιθετική ρατσιστική πολιτική, οι ναζί περιόρισαν ή εξόντωσαν όλους όσοι ήταν διαφορετικοί (πολιτικοί αντίπαλοι, τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι). Αυτοί οι οποίοι κυριολεκτικά εξολοθρεύτηκαν ήταν οι Εβραίοι, οι οποίοι αρχικά υποχρεώθηκαν να κυκλοφορούν φορώντας ένα κίτρινο άστρο, σταδιακά περιορίστηκαν στις γειτονιές και στα σπίτια τους, σύντομα αναγκάστηκαν να μετακινηθούν όλοι μαζί σε ειδικά κατασκευασμένα "γκέτο" σε υποβαθμισμένες γειτονιές όλων των ευρωπαϊκών πόλεων που τελούσαν υπό γερμανική κατοχή, και στο τρίτο έτος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου άρχισαν να φορτώνονται (χωριστά οι άντρες και χωριστά τα γυναικόπαιδα) σε επιταγμένα τραίνα και να αναχωρούν μαζικά για τις "Μονάδες Εργασίας" του Άουσβιτς, του Νταχάου και του Μπίρκεναου, χωρίς να γνωρίζουν ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος της απομάκρυνσής τους: δηλαδή η μαζική εξολόθρευση με χρήση αερίων και η καύση τους σε ομαδικούς φούρνους. Η ρατσιστική φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έχει δια παντός κηλιδώσει τη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία και δεν εξαλείφεται με τίποτα. Ένα ολόκληρο έθνος, καθώς και μια σειρά από ανθρώπινες ομάδες που δεν ενέπιπταν στο φυλετιστικό πρότυπο του ναζισμού, υπέστησαν απάνθρωπους διωγμούς και εξολοθρεύτηκαν με μεθόδους που κάνουν κάθε άνθρωπο να ανατριχιάζει.
ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Να αναζητήσετε στο διαδίκτυο και σε βιβλιογραφία τα επιχειρήματα των ρατσιστών πριν και μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εργασία θα πρέπει να είναι βασισμένη σε όσα διδαχθήκατε στη Β' Λυκείου για το ιστορικό φαινόμενο της αποικιοκρατίας.
Το φαινόμενο του ρατσισμού (φυλετισμού) οδήγησε στις αποτρόπαιες και ασυγχώρητες για την ευρωπαϊκή ιστορία καταστάσεις του Β'Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κηλίδωση της αξιοπρέπειας, ο χαρακτηρισμός των ανθρώπων με κίτρινα, ροζ και μαύρα αστέρια, η εξορία τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο ακατάπαυστος βασανισμός τους και η τελική εξολόθρευσή τους με αέρια σε θαλάμους όπου οδηγούνταν μαζικά, και όλα αυτά με τη σιωπηρή συναίνεση των ευρωπαίων πολιτικών και των θρησκευτικών ηγετών της ηπείρου μας, αποτελούν όνειδος που θα πρέπει να μας βάζει σε πολύ σοβαρές σκέψεις σχετικά με την ποιότητα του πολιτισμού μας.
Δυστυχώς, στη θεωρητική υποστήριξη της παράλογης ναζιστικής μηχανής συνέβαλε και μια σειρά ακαδημαϊκών, ανθρώπων του πνεύματος, διανοουμένων και φιλοσόφων. Για παράδειγμα, στο «Είναι και χρόνος», ο Χάιντεγκερ εξομοιώνει το είναι ενός λαού με το είναι ενός ατόμου. Εφόσον τα διάφορα συστατικά ενός ατόμου (όργανα, μόρια) δεν έχουν καμία αυτονομία, με κίνδυνο την παθολογική αποδιοργάνωση και τον θάνατο, πρέπει να συμπεράνουμε ότι το ίδιο ισχύει και για τα διάφορα συστατικά ενός λαού, δηλαδή τους πολίτες, κάτι το οποίο αποτελεί τη φιλοσοφική δικαιολογία για την καταδίκη της δημοκρατίας.
ο Χάιντεγκερ έπλασε τον όρο Dasein. Μια κατά λέξη μετάφραση («εδώ-υπάρχειν») λίγο θα βοηθούσε στην κατανόηση του. Αναφέρεται στην ύπαρξη η οποία είναι ο εαυτός μας - το ανθρώπινο άτομο, προσδιορισμένο από τη γέννηση του και διαμορφωμένο από τις επιλογές του· μια ύπαρξη με παρελθόν και μέλλον, με περιορισμούς και με ελπίδες· μια ύπαρξη που μπορεί να δείξει χαρακτήρα. Το Dasein έρχεται αντιμέτωπο με τη γνώση πως η ζωή είναι περιορισμένη με μόνη τη βεβαιότητα του θανάτου, καθώς επίσης και με τη ροή της ζωής, με καταστάσεις που διαρκώς αλλάζουν και απαιτούν απόφαση και επιλογή. Πάνω απ' όλα, πρέπει να κοιτάξουμε κατάματα το μέλλον μας και, απουσία του Θεού, να καθορίσουμε το νόημα της ύπαρξης μας. Αυτή είναι η πρόκληση που ετέθη από τον Νίτσε, το να ζήσουμε σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει πια Θεός, έναν κόσμο που αρμενίζει ελεύθερος από τα λεπτά σχοινιά που αρχικά τον έδεναν με ασφάλεια σε μια αίσθηση απόλυτου νοήματος και σκοπού.
Για τον Χάιντεγκερ ο στόχος είναι να είναι κανείς αυθεντικός, να ενδυναμώνει το Dasein, να δρα αποφασιστικά στη μορφοποίηση του μέλλοντος. Δεν υπάρχουν θεμελιώδεις αξίες οικοδομημένες στο Σύμπαν και ως εκ τούτου είμαστε ελεύθεροι να κατασκευάσουμε το δικό μας σύστημα αξιών και να εξερευνήσουμε τον κόσμο της εμπειρίας μας. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στον μηδενισμό, αλλά ο Χάιντεγκερ θεωρεί ότι το Dasein πρέπει να γίνει κατανοητό κόντρα σε μια βαθιά αίσθηση μηδενισμού. Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά· μπορούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα στον χρόνο και μόνο κάτω από το φως του θανάτου μας. Τίποτε δεν είναι γνωστό με αιώνιο ή πρωταρχικό νόημα - δεν υπάρχει απόλυτο ή αιώνιο επίπεδο για να βιώσουμε- μάλλον, το καθετί είναι γνωστό μέσα στα πεπερασμένα όριά του, έτσι όπως μας εμφανίζεται. Για τον Χάιντεγκερ είναι σημαντικό να παίρνει κανείς την ευθύνη για τις προσωπικές του αποφάσεις και έτσι να σχηματοποιεί το μέλλον. Το άτομο που είναι αυθεντικό είναι ικανό να δώσει καθοδήγηση, προσανατολισμό και δυναμισμό μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αναγνωρίσει κανείς πως ο Φίρερ και ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν για τον γερμανικό λαό η επιτομή της αποφασιστικότητας και της αυτοεπιβεβαίωσης του ιστορικού του πεπρωμένου. Ο Χάιντεγκερ αναζητούσε στη φιλοσοφία του τη σταθερότητα και την αποφασιστικότητα -τα οποία θεωρούσε στοιχεία που συγκροτούν τον αυθεντικό ήρωα. Δεδομένων των προκλήσεων της ιστορικής συγκυρίας, η αυθεντικότητα απαιτεί να αρπάξει κανείς το πεπρωμένο του. Ο Χάιντεγκερ κατηγορήθηκε πως σιώπησε μπροστά στα εγκλήματα του ναζισμού. Αυτό είναι ένα θέμα ανοιχτό για μελέτη. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνούμε ότι καμιά θεωρία της ηθικής δεν οδηγεί σε καλή συμπεριφορά με το νόημα περί "καλού" που είναι κοινώς κατανοητό . Απλώς θέτει ένα λογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θέματα όπως το τι είναι «καλό» μπορούν να συζητηθούν. Δηλαδή η ανθρώπινη ηθική, για τον Χάιντεγκερ, μπαίνει σε νέες βάσεις.
Το 1963, η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ προκάλεσε σκάνδαλο με το βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία του κακού. Είχε προηγηθεί η παρουσία της ως δημοσιογράφου στη δίκη κατά του διοργανωτή του Ολοκαυτώματος, τον οποίο δεν περιέγραφε, όπως θα περίμενε κανείς, ως ένα απλό σαδιστή, ή ως κάποιον άνθρωπο με σατανικά στοιχεία στον χαρακτήρα του, αλλά ως ένα σχολαστικό γραφειοκράτη που λειτουργούσε ως πειθήνιος, υπάκουος υποτελής του Γ΄ Ράιχ. Το ίδιο υπαιχθηκε για όλους τους συνοδοιπόρους, τους «κλακαδόρους» και τους συνεργάτες των ναζί – όχι μόνο στη Γερμανία. Ακόμη, άσκησε κριτική στον τρόπο διεξαγωγής της δίκης καθώς και σε ορισμένες μορφές συνεργασίας των Εβραίων με τους ναζί. Πολλοί από τους Εβραίους φίλους της διέκοψαν, κατόπιν αυτού, τις σχέσεις τους μαζί της, ενώ η ίδια δέχτηκε τα πυρά ποικίλων εντύπων του Τύπου. Λίγα χρόνια πριν, το 1958, η Χάνα Αρεντ έχει δημοσιεύσει το σημαντικότερο πολιτικό-φιλοσοφικό έργο της με τίτλο Vita activa oder vom tätigen Leben (Η ανθρώπινη κατάσταση – Vita active). Σε αυτό ασκούσε κριτική στη σύγχρονη κοινωνία, όπου η οικονομία εξουσιάζει όλο και περισσότερο την πολιτική. Με αυτό, πάλι, δυσαρέστησε τους φιλελεύθερους. Σε μιαν εποχή όπου σε όλους τους σημαντικούς πολιτικούς χώρους η δημοκρατία θεωρείται μια κοινωνικά ευρέως νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία, η Αρεντ στράφηκε στην αρχαία ελληνική «πόλη», όπου άπαντες οι πολίτες συμμετείχαν ενεργά. Την πολιτική την αντιλήφθηκε ως ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των πολιτών σε σχέση με τις δημόσιες υποθέσεις. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί της εποχής του Ψυχρού Πολέμου θεώρησαν ότι με τη θέση της αυτή διάνοιξε τον δρόμο προς μια αριστερή θεώρηση της δημοκρατίας. Και πράγματι, η Αρεντ εξέφρασε τη συμπάθειά της προς τις διάφορες μορφές συμβουλίων, τόσο στην Παρισινή Κομμούνα του 1871 όσο και στη Γερμανική Επανάσταση του 1918.
Οι έχοντες εθνικά φρονήματα ενοχλήθηκαν από τη θέση της Αρεντ ότι η παρακμή του έθνους-κράτους ευθυνόταν για τον αντισημιτισμό και την άνοδο του ολοκληρωτισμού. Επιπλέον, προασπίστηκε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, που οδηγεί σε έναν κοινωνικό και πολιτικό πλουραλισμό, τον οποίο ακόμη και στις ΗΠΑ δεν βρήκε παρά σε πρωτόλεια μορφή – για παράδειγμα, στο κίνημα για τα δικαιώματα του πολίτη της δεκαετίας του ’60. Στο βιβλίο της Über die Revolution (Για την επανάσταση) υποστήριξε πως μόνο η Αμερικανική Επανάσταση πέτυχε τον σκοπό της, αφού κατάφερε να δημιουργήσει θεσμούς που διασφάλιζαν τις δημοκρατικές δυνατότητες συμμετοχής, ενώ τόσο η Γαλλική όσο και η Ρωσική Επανάσταση απέτυχαν στο κοινωνικό ζήτημα: μια θέση με την οποία δεν συμφωνούν στο σύνολό τους ούτε οι Γάλλοι Συντηρητικοί, ούτε οι Φιλελεύθεροι ούτε οι Αριστεροί. Στο κύριο φιλοσοφικό της έργο, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό της, Vom Leben des Geistes [Για τη ζωή του πνεύματος] συμμερίστηκε τις θέσεις του Μάρτιν Χάιντεγκερ, με τον οποίο οι φιλικές της σχέσεις αποκαταστάθηκαν μετά τον πόλεμο, παρά τη σχέση του με τους ναζί. Το γεγονός αυτό δεν ενίσχυσε ιδιαίτερα την εκτίμησή της στους κόλπους του γερμανικού και του αγγλοσαξονικού ακαδημαϊκού κόσμου – όπου ο Χάιντεγκερ εν γένει είτε ήταν «αποκαθηλωμένος» για τα πολιτικά του πιστεύω, είτε θεωρούνταν παράλογος από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Εξαιτίας της πνευματικής της συγγένειας προς τον Χάιντεγκερ η Αρεντ συγκαταλέχθηκε στους υπαρξιστές φιλοσόφους, οι οποίοι επίσης δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Ως «κοσμική» Εβραία, η Αρεντ σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έργο της ανέπτυξε μια θεώρηση του ανθρώπου συνδεδεμένη με τη σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου – ο οποίος ήταν και το θέμα της διατριβής της. Εντούτοις, χαρακτηρίζοντας ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου το γεγονός της γέννησης (Gebürtlichkeit), και διαπιστώνοντας ότι με κάθε άνθρωπο έρχεται στον κόσμο κάτι νέο, ένα ιδιαίτερο ξεκίνημα, όχι μόνο τόνισε τον ατομισμό και τον πλουραλισμό, που αποδοκιμάζονταν τότε από όλους τους πολιτικούς χώρους, αλλά και προσήψε στον χριστιανισμό την κατηγορία πως, αναγνωρίζοντας ως σημαντικότερη θρησκευτική εορτή το Πάσχα, προσανατολίζεται προφανώς περισσότερο προς τον πόνο και τον θάνατο παρά προς τη γέννηση, που γιορτάζεται τα Χριστούγεννα. Η Χάνα Αρεντ υπήρξε μια αιρετική στο χώρο της διανόησης, που ποτέ δεν ξέχασε ότι οι ρίζες της σκέψης της βρίσκονταν στον γερμανικό πνευματικό πολιτισμό, αλλά που το Ολοκαύτωμα την μετέτρεψε σε αντιπροσωπευτική αμερικανίδα.
Να σχολιάσετε το παρακάτω απόσπασμα: «Δεν υπάρχουν ποιοτικά ανώτεροι και ποιοτικά κατώτεροι πολιτισμοί. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί πολιτισμοί, ο καθένας από τους οποίους είναι μια ξεχωριστή κατάθεση στην πανανθρώπινη πολιτισμική προσπάθεια».
Διαβάστε τις παρακάτω απόψεις του Ουμπέρτο Έκο:ποιους κινδύνους διαβλέπει ο Ουμπέρτο Έκο στη σημερινή εποχή;
"Αν σκεφτούμε τις ολοκληρωτικές κυβερνήσεις που κυβέρνησαν την Ευρώπη πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούμε εύκολα να πούμε ότι θα ήταν δύσκολο γι' αυτούς να επανεμφανιστούν στην ίδια μορφή σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες. Αν ο φασισμός του Μουσολίνι βασίστηκε στην ιδέα ενός χαρισματικού ηγέτη, στο συντεχνιακό κράτος, στην ουτοπία του Αυτοκρατορικού Πεπρωμένου της Ρώμης, σε μια ιμπεριαλιστική θέληση να κατακτήσει νέα εδάφη, σ' έναν έξαλλο εθνικισμό, στο ιδανικό ενός ολόκληρου έθνους πειθαρχημένου μέσα σε μαύρα πουκάμισα, στην απόρριψη της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στον αντισημιτισμό, τότε δεν έχω καμία δυσκολία να αναγνωρίσω, ότι σήμερα η Ιταλική Εθνική Συμμαχία, που γεννήθηκε από το μεταπολεμικό Φασιστικό κόμμα MSI, και ασφαλώς κόμμα της δεξιάς πτέρυγας, έχει πρός το παρόν πολύ λίγα κοινά με τον παλιό φασισμό. Στο ίδιο πνεύμα, ακόμη και αν και είμαι πολύ ανήσυχος για τα διάφορα Ναζιστοειδή κινήματα που έχουν προκύψει εδώ κι εκεί στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, δεν νομίζω ότι ο Ναζισμός, στην αρχική του μορφή, είναι στα πρόθυρα να επανεμφανιστεί ως κίνημα με εθνικές διαστάσεις. Παρ' όλα αυτά, αν και τα πολιτικά καθεστώτα μπορούν να ανατραπούν, άν και οι ιδεολογίες μπορούν να επικριθούν και να αποκηρυχθούν, πίσω από κάθε καθεστώς και την ιδεολογία του υπάρχει πάντα ένας τρόπος σκέψης και μια αίσθηση, ένα σύνολο πολιτισμικών νοοτροπιών και συνηθειών, σκοτεινών ενστίκτων και ανεξιχνίαστων ροπών. Αυτές οι ροπές έχουν επανεμφανιστεί στην εποχή μας".
Οι φασιστικοί μύθοι διακρίνονται από τη δημιουργία μιας "ένδοξης" εθνικής ιστορίας, στην οποία τα μέλη του επίλεκτου έθνους κυβερνού-σαν άλλους χάρη σε κατακτήσεις και θεμελιώδη επιτεύγματα πολιτισμού. Η λειτουργία του μυθικού παρελθόντος στη φασιστική πολιτική είναι να χαλιναγωγήσει το συναίσθημα της νοσταλγίας στο άρμα των κεντρικών αρχών της φασιστικής ιδεολογίας – αυταρχισμός, ιεραρχία, καθαρότητα και πάλη. Στο πλαίσιο της ρητορικής των ακραίων εθνικιστών, το "ένδοξο παρελθόν" χάθηκε από την ταπείνωση που επέφεραν η παγκοσμιοποίηση, ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός, ο σεβασμός σε «καθολικές αξίες» όπως η ισότητα. Αυτές οι αξίες υποτίθεται ότι έκαναν το έθνος αδύναμο να αντιμετωπίσει τις πραγματικές προκλήσεις που απειλούν την ύπαρξή του.Η πατριαρχική οικογένεια είναι ένα ιδανικό που οι φασίστες πολιτικοί σκοπεύουν να δημιουργήσουν στην κοινωνία – ή στο οποίο επιδιώκουν να επιστρέψουν, όπως ισχυρίζονται. Η πατριαρχική οικογένεια παρουσιάζεται πάντα ως κεντρικό στοιχείο των παραδόσεων του έθνους, που έχει υποβαθμιστεί πρόσφατα από την εξάπλωση του φιλελευθερισμού και του κοσμοπολιτισμού. Οι πατριαρχικοί ρόλοι των φύλων αποτελούν κεντρικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας και είναι μέρος του «ένδοξου παρελθόντος» της «λευκής Ευρώπης». Ακόμη, σύμφωνα και πάλι με τον ίδιο, το παρελθόν όχι μόνο υποστηρίζει τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, αλλά επιπλέον διαχωρίζει τις ομάδες που υποτίθεται ότι τηρούσαν αυτούς τους ρόλους από εκείνες που δεν τις τηρούσαν (οπαδοί των ελεύθερων προγαμιαίων σχέσεων, ομοφυλόφιλοι, άθεοι κλπ.). Ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν εκλέχθηκε το 2010 και από τότε επιβλέπει την αποδιοργάνω-ση των φιλελεύθερων θεσμών αυτής της χώρας, με σκοπό τη δημιουργία ενός κράτους που ο ίδιος ο Όρμπαν το περιγράφει ανοιχτά ως ανελεύθερο.
Είναι τυπικό για τους φασίστες πολιτικούς να παρουσιάζουν την πραγματική ιστορία της χώρας σε συνωμοσιολογική βάση, ως ένα αφήγημα επινοημένο από τη φιλελεύθερη διανόηση και τους κοσμοπολίτες για να θυματοποιήσουν τον λαό του αληθινού «έθνους» . Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα μνημεία της Συνομο-σπονδίας εμφανίστηκαν πολύ μετά το τέλος της εμφύλιας διαμάχης Βορείων και Νοτίων ως μέρος μιας μυθολογικής ιστο-ρίας η οποία περιέγραφε το ηρωικό παρελθόν του Νότου που μείωνε τη φρίκη της δουλείας. Ο πρόεδρος Τραμπ καταδίκασε τη σύνδεση αυτού του μυθολογικού παρελθόντος με τη δουλεία θεωρώντας τη μια προσπάθεια στοχοποίησης των λευκών Αμε-ρικανών επειδή τιμούσαν την «κληρονομιά» τους.
Το Άρθρο 301 του τουρκικού ποινικού κώδικα επί προεδρίας Ερντογάν κηρύσσει ως παράνομη την «προσβολή της τουρκικής ταυτότητας», συμπεριλαμβανομένων των αναφορών στη γενοκτονία των Αρμενίων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο . Τέτοιες προσπάθειες νομοθέτησης της αλλοίωσης του παρελθόντος ενός έθνους αποτελούν χαρακτηριστικό των φασιστικών καθεστώτων.
Όμως η Ιστορία δεν διαγράφεται, όσο κι αν το προσπαθεί ο κάθε Ερντογάν: οι σφαγές των Αρμενίων είναι ιστορικό γεγονός, είναι μια ολόκληρη γενοκτονία που την χρεώνεται το "ένδοξο" τουρκικό έθνος. Και μόνο η ιστορική μνήμη μπορεί να αποκαταστήσει την αλήθεια. Ωστόσο, βλέπουμε πως στη Γαλλία, η διάδοχος του Λεπέν στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου, η Μαρίν Λεπέν, που ήλθε δεύτερη στις γαλλικές προεδρικές εκλογές το 2017 (και αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο, όπως καταλαβαίνετε) αρνήθηκε τη συνενοχή της Γαλλίας στη σύλληψη ενός ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού Γαλλοεβραίων, κατά την οποία συγκέντρωσαν χίλια τριακόσια άτομα στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο και από εκεί τα έστειλαν στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Η κυρία Λεπέν μπορεί να παραποιεί την ιστορία στο όνομα μιας κάποιας "εθνικής υπερηφάνειας", όμως η αλήθεια είναι πως ο ρόλος της γαλλικής αστυνομίας υπό την κυβέρνηση του Βισύ στη σύλληψη Γαλλοεβραίων για να σταλούν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι καλά τεκμηριωμένος.
Τα γενεσιουργά αίτια του σύγχρονου λαϊκισμού είναι τα παρακάτω: α. Δεν είναι όλοι το ίδιο κερδισμένοι από την παγκοσμιοποίηση. Ενα μεγάλο μέρος της μικροαστικής και της εργατικής τάξης των δυτικών δημοκρατιών δεν έχει κερδίσει ή αισθάνεται ότι έχει χάσει. Δεν έχει και τόση σημασία το κατά πόσο ισχύει κάτι τέτοιο. Το βέβαιο είναι ότι η οικονομική ανισότητα αυξήθηκε, κι αυτό αρκεί. Οι «χαμένοι» της παγκοσμιοποίησης θέλουν να τιμωρήσουν τις «ευνοημένες» ελίτ, όχι μόνο γιατί αισθάνονται αδικημένοι αλλά κυρίως γιατί αισθάνονται περιθωριοποιημένοι πολιτικά. β. Η αίσθηση της πολιτικής περιθωριοποίησης δεν έχει να κάνει μόνο με την πίεση που τους ασκεί το γεγονός ότι έμαθαν να εργάζονται σε μια οικονομία που όσο ανοικτή κι αν ήταν, μικρή σχέση έχει μ’ αυτήν στην οποία καλούνται να επιβιώσουν σήμερα, συχνά χωρίς να είναι καθόλου προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Εχει να κάνει επίσης με τις νέες μορφές κοινωνικής συμβίωσης, την αλλαγή του κοινωνικού περιβάλλοντος, την αυξανόμενη πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων και την κρίση ταυτότητας που είναι αποτέλεσμα κάθε μεταβατικής περιόδου. Ιδιαίτερα μιας μεταβατικής περιόδου που εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς λόγω της διαρκούς τεχνολογικής επανάστασης που πολλοί δεν μπορούν, και ίσως δεν επιθυμούν, να την παρακολουθήσουν. γ. Ακόμα και όταν οι ελίτ δεν έχουν την πρόθεση να περιθωριοποιήσουν τη λαϊκή κυριαρχία, αυτό γίνεται εκ των πραγμάτων. Οσο πιο σύνθετος γίνεται ο κόσμος μας, τόσο απαραίτητος είναι ο καταμερισμός των εργασιών. Ακολουθεί η απομόνωση των ειδικών, οι γνωστικές ανισότητες, το χάσμα στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η δημοκρατία βασίζεται σε κάποιες λογικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για τη θεμελίωση της αρχής της πολιτικής ισότητας, στην πραγματικότητα όμως είναι νομικά πλάσματα. Διότι οι άνθρωποι δεν είναι το ίδιο ορθολογικοί, δεν είναι το ίδιο ικανοί, δεν έχουν τις ίδιες γνώσεις για εξειδικευμένα ζητήματα πολιτικής και οικονομίας. Ετσι ενώ η δημοκρατία παραμένει το καλύτερο πολίτευμα, γίνεται όσο περνάει ο καιρός και περισσότερο ασταθές λόγω των μεγάλων και πραγματικών ανισοτήτων μεταξύ των πλασματικά «ίσων» πολιτών. δ. Το πρόβλημα το επιδεινώνει η αυξανόμενη φιλελευθεροποίηση των δημοκρατιών. Η μεγαλύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων αποδυναμώνει την πλειοψηφία. Η ενδυνάμωση μειονοτήτων και περιθωριοποιημένων ομάδων εκλαμβάνεται από τη «σιωπηρή πλειοψηφία» ως μέρος ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος που θα υπάρχουν οπωσδήποτε ηττημένοι. Ενα μεγάλο μέρος των πολιτών δεν βλέπει τον εαυτό του ως ωφελημένο από την αύξηση της ατομικής ελευθερίας αλλά ως κομμάτι μιας συλλογικότητας που χάνει τον ζωτικό της χώρο, δηλαδή τη δυνατότητα να διαμορφώνει το περιβάλλον της κυριαρχικά.
Όλα αυτά μαζί: καλύτερη και ευρύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και των αδύναμων ομάδων, πολυπολιτισμικότητα, ανοιχτές αγορές, τεχνολογικές επαναστάσεις. Ολα είναι θετικά αλλά ο συνδυασμός τους δημιουργεί ίλιγγο ειδικά σε όσους δεν μετέχουν αλλά και σε όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί το πρόσημο είναι συντριπτικά θετικό. Και τότε είναι έρμαια των λαϊκιστών, που η βασική τους υπόσχεση είναι ότι θα σταματήσουν τη Γη να γυρίζει, ότι θα την ξανακάνουν επίπεδη και σταθερή. Μπορεί το αποτέλεσμα να είναι προδιαγεγραμμένο. Ο λαϊκισμός όμως προσφέρει «ρεαλιστική» εναλλακτική. Μπορεί να κερδίσει εκλογές, μπορεί να πλήξει θεσμούς, μπορεί να διαδοθεί σαν μολυσματική ασθένεια, μπορεί να μεταλλάξει ακόμα και τους αντιπάλους του. Η αντιμετώπισή του αποτελεί τη μεγαλύτερη και δυσκολότερη πρόκληση για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, στις αρχές του 21ου αιώνα.
Oι λαϊκιστές ηγέτες είναι συνήθως χαρισματικές προσωπικότητες. Ο μαγνητισμός που ασκούν στις μάζες φτάνει σε σημείο προσωπολατρίας. Η περίπτωση του προέδρου της Αργεντινής, συνταγματάρχη Χουάν Ντομίνγκο Περόν (1895 – 1974) από πολλούς θεωρείται από τις πιο χαρακτηριστικές λαϊκιστή ηγέτη. Το μέγεθος της πίστης και της λατρείας των Αργεντίνων για την ηγεσία του αποδεικνύεται και από την ισχύ που απέκτησε η γυναίκα του Εβίτα Περόν (1919 -1959). Η Εβίτα διέθετε ρητορεία και δημαγωγική ικανότητα. Ανέλαβε το Υπουργείο Εργασίας και καλλιέργησε στενή επαφή με την εργατική τάξη και τα συνδικάτα. Έγινε η πρώτη φεμινίστρια της Αργεντινής και κατέβασε τις γυναίκες στους δρόμους για να διεκδικήσουν δικαίωμα ψήφου.
Το κυριότερο σύμπτωμα λαϊκισμού είναι η αναφορά στον «λαό» ως στην υπέρτατη πηγή εξουσίας και την μετωπική σύγκρουση με την «ελίτ» και το «σύστημα» ως στη βασική διαχωριστική γραμμή που υποσκελίζει όλες τις άλλες στην πολιτική διαπάλη. Ο λαϊκισμός είναι μια ρηχή ιδεολογική πρόταση η οποία, πέραν της κυριαρχίας του λαού, της αντίθεσης στις ελίτ και της αντίληψης της πολιτικής διαμάχης ως μιας πολωτικής αντιπαλότητας μεταξύ «καλού λαού» και «κακών ελίτ», δεν προδικάζει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές. Όλοι οι αυταρχικοί ή ριζοσπάστες ηγέτες που βλέπουμε γύρω μας δεν είναι λαϊκιστές ή κυρίως λαϊκιστές. Η παγκοσμιοποίηση στη Δύση, και στην περίπτωση της Ευρώπης η περιφερειακή ενοποίηση, έχουν καταστήσει την έκφραση λαϊκών αιτημάτων και τον έλεγχο της εξουσίας από εκλογικά σώματα που λειτουργούν ακόμα στο εθνικό πλαίσιο μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο λαϊκισμός επιτρέπει σε συγκεκριμένες ατζέντες – αντίθεση στην μετανάστευση, στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό κοκ – να εκφραστούν με όρους δημοκρατικής και αντιπροσωπευτικής διεκδίκησης. Ο λαϊκισμός της Αριστεράς έχει πιο εξισωτικό περιεχόμενο, τείνει να προκρίνει ζητήματα οικονομικής ανισότητας και να αντιπαραθέτει τους «από κάτω» στους «από πάνω» με όρους και πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς. Ο λαϊκισμός της Δεξιάς ορίζει τον «λαό» συνήθως με όρους εθνότητας, ιθαγένειας ή φυλής. Είναι πιο ιεραρχικός, με την έννοια ότι ο «λαός» δεν αντιπαρατίθεται μόνο προς τα «πάνω» (πολιτικές ελίτ) αλλά και προς τα «κάτω» (εθνοτικά ξένες ή κατώτερες ομάδες όπως οι μετανάστες). Ακόμα όμως και αν αριστεροί και δεξιοί λαϊκισμοί στην Ευρώπη συμφωνούν ότι η λαϊκή κυριαρχία προϋποθέτει εθνική ανεξαρτησία, το τι ορίζει ο καθένας ως λαό και τι πολιτικές αυτό υπονοεί διαφέρει πάρα πολύ. Πιστεύω παρόλα αυτά ότι ο όρος «εθνολαϊκισμός» μπορεί να μας χρησιμεύσει στο μέλλον σε μια περίπτωση: αν η εθνικιστική κινητοποίηση για το Μακεδονικό λάβει και αντι-συστημικά χαρακτηριστικά που θα αναδείξουν την προωθούμενη λύση ως υπόσκαψη της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Ο αμερικανικός λαϊκισμός υπήρξε ιστορικά ένα αριστερόστροφο φαινόμενο. Στο αμερικανικό πολιτικό λεξιλόγιο το επίθετο «populist» χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα με θετικό νόημα από αριστερούς πολιτικούς. Σε μια χώρα με ασθενή σοσιαλδημοκρατική παράδοση και καχυποψία προς την έννοια της ταξικής πάλης, ο αγροτικός κυρίως λαϊκισμός υπήρξε η κύρια έκφραση αμφισβήτησης της οικονομικής ανισότητας στην κοινωνία. Ο λαϊκισμός ως ίδιον της (ακρο)δεξιάς στις ΗΠΑ είναι ένα πιο πρόσφατο φαινόμενο που γενικεύεται κυρίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Από τότε ξεκινάμε να βλέπουμε ατζέντες ριζοσπαστικού νεοφιλελευθερισμού, κοινωνικού συντηρητισμού και φυλετισμού να διατυπώνονται συστηματικά με όρους αμφισβήτησης των ελίτ και του συστήματος. Αυτό ήταν όμως κάτι που είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται στην Ευρώπη από την δεκαετία του ’80, με την λαϊκιστική μεταστροφή της μεταφασιστικής ακροδεξιάς.
Ο λαϊκισμός είναι απειλή, αλλά μόνο στον βαθμό στον οποίο ένα δημοκρατικό σύστημα αποφεύγει ή αδυνατεί να ενσωματώσει την κριτική που εκφέρει. Είναι απειλή ιδιαίτερα για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, γιατί είναι ένα σύστημα που στηρίζεται στην εξισορρόπηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας με τις αρχές της προστασίας των μειονοτήτων, της ανεξαρτησίας των θεσμών και της υπεροχής των νόμων έναντι της όποιας πολιτικής ατζέντας. Η άνοδος του λαϊκισμού σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία είναι συνήθως «καμπανάκι» ότι αυτή η ισορροπία μεταξύ του εκλογικού-λαϊκού πυλώνα και του φιλελεύθερου-θεσμικού πυλώνα του συστήματος ευνοεί υπερβολικά τον δεύτερο. Είναι κάτι σαν τον πυρετό σε έναν ασθενή: είναι σύμπτωμα και προειδοποίηση ότι κάτι δεν πάει καλά, δεν είναι η αρρώστια από μόνος του. Το σύστημα πρέπει να αντιδρά και να αφουγκράζεται τα αιτήματα που υποκρύπτονται στον λαϊκισμό. Αν αυτό συμβεί, τότε ο λαϊκισμός μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και κάτι θετικό, στον βαθμό που επιτρέπει σε ένα πολιτικό σύστημα να ανανεώσει την νομιμοποιητική του βάση. Έτσι, γίνεται ένας λαϊκισμός «από την ανάποδη». Η ανάδειξη του πλουραλισμού και της επαλληλίας των κοινωνικών και ιδεολογικών διαιρετικών τομών σε ένα πολιτικό σύστημα είναι η πιο αποτελεσματική στρατηγική αντιμετώπισης του απλοϊκού λαϊκιστικού μηνύματος περί διαμάχης «καλών» και «κακών», κάτι όμως που απαιτεί υπομονή και ειλικρίνεια. Ένα δημοκρατικό σύστημα δημιουργείται, επιζεί και προοδεύει όταν η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αποδέχεται τους κανόνες της λειτουργίας του και τους θεωρεί εξίσου πολύτιμους με την ικανοποίηση επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων. Αν αυτό υπάρχει, κανένας λαϊκιστής από μόνος του δεν αρκεί για να καταλύσει την δημοκρατία. Αν ένα λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα ανατρέπει μια φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε σημαίνει ότι αυτή έπασχε ήδη από προβλήματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ρητορική ενός λαϊκιστή πολιτικού και μόνον. Ο λαϊκισμός δεν είναι κάτι νέο. Τα κύματα του λαϊκισμού εξαπλώνονται στη Ρωσία και στις ΗΠΑ στο τέλος του 19ου αιώνα και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και της Λατινικής Αμερικής στον 20ο αιώνα. Σε αυτά τα τελευταία περιστατικά, ο λαϊκισμός παρέμεινε σε χαμηλά επιπεδα στην Ευρώπη και απέκτησε επιρροή σε αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Αυτό που είναι παράξενο στο πρόσφατο κύμα είναι ότι ο λαϊκισμός έχει εξαπλωθεί και έχει αποκτήσει επίδραση σε ορισμένες χώρες με καλά εδραιωμένες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Αυτό προκαλεί το ερώτημα του πώς ο λαϊκισμός μπορεί όχι μόνο να συνυπάρχει, αλλά και να ακμάζει στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Σύμφωνα με μια κοινή άποψη στην πολιτική επιστήμη, χρησιμοποιούμε τον όρο του λαϊκισμού "ως μια ιδεολογία που θεωρεί την κοινωνία τελικά διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομαδες, τους "αγνούς ανθρώπους" έναντι της "διεφθαρμένης ελίτ" (Mudde 2004). Οι λαϊκιστές ηγέτες ισχυρίζονται ότι έχουν το μονοπώλιο της πολιτικής εκπροσώπησης των ανθρώπων. Αυτό το μονοπώλιο στην εκπροσώπηση "του λαού" είναι σχεδόν ένα ηθικό δικαίωμα το οποίο απονομιμοποιεί όλα τα άλλα κόμματα, ενώσεις και ομάδες. Αυτή η άποψη έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι πολιτικά συστήματα βασισμένα στον πλουραλισμό όπου διαφορετικές ομάδες εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα και αξίες, οι οποίες είναι όλες νόμιμες υπό την προϋπόθεση ότι σέβονται τους κανόνες. Οι ενώσεις διαδραματίζουν βασικό ρόλο στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ο Alexis de Tocqueville στο "Δημοκρατία στην Αμερική" (1835) γράφει για τον ρόλο των ενώσεων (προσδιορίζονται επίσης ως "ενδιάμεσα όργανα", δηλαδή αυθόρμητες ομαδοποιήσεις που δεν οργανώνονται από το κράτος) στις δημοκρατίες. Αλλά ποιος είναι ο ρόλος αυτών των ενώσεων εάν οι λαϊκιστές ηγέτες είναι οι μόνοι νόμιμοι εκπρόσωποι των ανθρώπων; Είναι τα άτομα που ανήκουν σε ενώσεις πιο επιρρεπή να ψηφίζουν υπέρ λαϊκιστικών κομμάτων;
Μήπως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008-2009 και ύφεση το 2012 σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης άλλαξαν την επίδραση των ενώσεων στο μοντέλο ψηφοφορίας; Οι εντάσεις των κρίσεων συσχετίζονται ελάχιστα με την παρουσία ακροδεξιών κομμάτων στην εξουσία τα επόμενα χρόνια Επομένως, ποιος είναι ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών; Όταν χωρίσαμε τα δείγματα στις περιόδους 2002-2010 και 2012-2016, ο συντελεστής της συμμετοχής στην κοινωνία των πολιτών είναι αρνητικός και στατιστικά σημαντικός για κάθε χρόνο, αλλά γίνεται ακόμη πιο αρνητικός μετά από την χρηματοπιστωτική κρίση. Να επισημάνουμε επίσης ότι ο συντελεστής της μεταβλητής για το (αυτοαναφερόμενο) ανεπαρκές εισόδημα, είναι αρνητικός και σημαντικός μετά από μια χρηματοπιστωτική κρίση, και το μέγεθός του αυξάνεται 2-3 φορές στην περίοδο μετά από την κρίση. Τι μπορεί να εξηγήσει τον αυξημένο αρνητικό συσχετισμό μεταξύ της συμμετοχής στην κοινωνία των πολιτών και της ψήφου υπέρ των λαϊκιστων; Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι πριν από την κρίση, οι συσχετισμοί των κομμάτων ήταν σχετικά ισχυροί και η ιδεολογική συμπεριφορά της ψήφου, διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο. Μετά την κρίση -κυρίως, με τον μειωμένο ρόλο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ανά την Ευρώπη- οι μεμονωμένες πεποιθήσεις συχνά άλλαξαν, με πολλούς να αποσυνδέονται από τα παραδοσιακά κόμματα. Ως αποτέλεσμα, πολλοί άνθρωποι αισθάνθηκαν ανοιχτοί στο ενδεχόμενο να ψηφίσουν νέα κόμματα. Οι ενώσεις της κοινωνίας των πολιτών από την άλλη πλευρά, παρείχαν ιδεολογικές "άγκυρες" και εναλλακτικούς χώρους όπου οι "εξωτερικοί" μπορούσαν να εκφράσουν την άποψή τους. Άλλη μία συμπληρωματική εξήγηση είναι ότι οι οικονομικές κρίσεις επηρεάζουν το σύστημα των πεποιθήσεων στον ρόλο του κράτος. Οι άνθρωποι, κυρίως οι νέοι, απαιτούν περισσότερα από το κράτος αλλά την ίδια στιγμή, είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντί του. Αυτό το αναπάντητο αίτημα εκπληρώνεται από τις ενώσεις της αστικής κοινωνίας και λιγότερο από τις λαϊκιστικές ψήφους. Η κοινωνία των πολιτών έχει αναγνωριστεί ως μια βασική άμυνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως έγραψε ο Alexis de Tocqueville πριν από δύο αιώνες περίπου. Την ίδια στιγμή, οιι λαϊκιστές μπορούν πρακτικά να χρησιμοποιούν τις ενώσεις ως ζώνες μετάδοσης όπως μπορεί να δείξει η ιστορική εμπειρία σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Επομένως, η αστική κοινωνία είναι εχθρός ή φίλος του λαϊκισμού; Διαπιστώνουμε ότι στην Ευρώπη τα άτομα που ανήκουν σε ενώσεις είναι λιγότερο επιρρεπή να ψηφίσουν για λαϊκιστικά κόμματα. Παρόμοια ποιοτικά αποτελέσματα υπάρχουν για τις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Τέλος, τα ευρήματά μας επίσης ρίχνουν νέο φως στο ρόλο που έχει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση στην πολιτική διαδικασία. Η κρίση δεν έχει απλώς προκαλέσει ένα λαϊκιστικό κύμα. Μάλλον, ίσως να έχει αλλάξει (και να έχει ενισχύσει) τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών. Σε έναν κόσμο όπου τα πολιτικά συστήματα, οι θεσμοί και οι ιδεολογίες αμφισβητούνται όλο και περισσότερο, η αστική κοινωνία αναλαμβάνει έναν νέο ρόλο.
ΚΟΥΡΔΟΙ, ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ ΔΙΧΩΣ ΚΡΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΕΝΙΟΥ
Οι Κούρδοι είναι ινδοευρωπαϊκή φυλή ανάμεικτη με αραβικά και τουρκικά στοιχεία. Οι κάτοικοι είναι γεωργοί και βοσκοί. Είναι μουσουλμανικού, κυρίως, θρησκεύματος. Είναι πολύ παλιός λαός και ζει στις ορεινές περιοχές ανάμεσα στον Καύκασο, τη Μεσοποταμία, το Ιράν και την Ανατολία. Με τις εξεγέρσεις των χρόνων 1832-1847 εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Κούρδοι απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) προέβλεπε τη δημιουργία εθνικού κουρδικού κράτους. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα τρία χρόνια αργότερα, με τη Συνθήκη της Λοζάνης (1923), το Κουρδιστάν διαμελίζεται. Η Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ παίρνουν από ένα κομμάτι. Αμέσως άρχισε ανταρτοπόλεμος. Τα τρία κράτη, Τουρκία, Ιράν, Ιράκ, χωρίς πολλές περιστροφές, κατέπνιξαν βίαια (1978, 1988, 1991) κάθε προσπάθεια των εξεγερμένων για αυτονομία. Στα όρια της Συρίας, ανάμεσα σε Τουρκία και Βόρειο Ιράκ, εκτείνεται μια περιοχή που αριθμεί 4,5 εκατομμύρια Κούρδους χωρίς επίσημο κράτος, αλλά με την πατρίδα στην καρδιά τους. Η περιοχή της Rojava, ή αλλιώς το άτυπο “Δυτικό Κουρδιστάν”, βρίσκεται μεταξύ του εμφυλίου της Συρίας, της ηγεμονικής πίεσης της Τουρκίας προς τους Κούρδους που αναγκάζονται να ζουν μακριά από τα εδάφη στα οποία γεννήθηκαν στην Ανατολία, αλλά και της αδιαφορίας των Ηνωμένων Εθνών. Τον Αύγουστο του 2014 οι Κούρδοι ξεκινούσαν έναν άνισο και τίμιο αγώνα για την ανεξαρτησία τους. Οι Κούρδοι, οι Αραβες, οι Τουρκμάνοι, οι Σύροι, οι Τσετσένοι και οι χριστιανοί που ζουν στη Βόρεια Συρία αποφάσισαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και τα τελευταία δύο χρόνια, εμπνεόμενοι από τα ιδανικά του δημοκρατικού φεντεραλισμού, εγκατέστησαν μιαν αυτοδιοίκητη κομμούνα στην περιοχή της Rojava, στα καντόνια Κομπάνι, Αφρίν και Αλ Ταζίρα (Καμισλί). Από τον Ιανουάριο του 2012 έχουν αρχίσει να υλοποιούν ένα σχέδιο δημοκρατικής εναλλακτικής, βασιζόμενοι στην εμπειρία των Ζαπατίστας στο Μεξικό.Τους τελευταίους μήνες, οι Κούρδοι καλούνται να αντιμετωπίσουν τις βαρβαρικές επιθέσεις των τζιχαντιστών του ISIS πολεμώντας για την ανεξαρτησία των εδαφών τους και την ελευθερία τους. Στο πλευρό τους βρήκαν τις δυτικές δυνάμεις οι οποίες κάτω από τη διεθνή πίεση αναγκάστηκαν να συνδράμουν με αεροπορικές επιδρομές εναντίον στόχων του ISIS. Το Κομπάνι βρέθηκε στην ατζέντα της δυτικής ειδησεογραφίας και ξαφνικά όλοι άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα προς τον λαό που αντιστέκεται. Οι θηριωδίες των τζιχαντιστών κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο την ώρα που πολλοί προσπάθησαν να μάθουν περισσότερα για την ταυτότητα του κουρδικού λαού που τοποθετήθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων και των μαχών. Οι Κούρδοι είναι ένας λαός για τον οποίον η έννοια «αυτονομία» αποτελεί το κύριο ζητούμενο. Μια σύγχρονη Ιερά Εξέταση αναπτύσσεται παρασιτικά στην Τουρκία και στο Ιράν, εσωτερικεύοντας τη λογοκρισία κατά των Κούρδων ως κύριο διακριτικό της. Πώς ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος ανέχεται αυτό το αίσχος; Στους προβληματισμούς όλων των λαών κυριαρχεί η ανάγκη εξεύρεσης, διάσωσης, ανασύστασης και διαφύλαξης της πολιτιστικής τους ταυτότητας στα πλαίσια της ισοπέδωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών που διενεργείται συστηματικά από τους μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης. Δυστυχώς, είναι συγκεχυμένα τα στοιχεία που καθορίζουν το γνήσια «λαϊκό» και το αντιδιαστέλλουν προς το «λαϊκίζον» και το νόθο. Στη δημόσια αντιπαράθεση λαϊκιστής[1] είναι ο φορέας της δημαγωγίας, της αβαθούς ιδεολογίας και του λεξιλογίου που δήθεν υπηρετεί τη γενική θέληση μιας ασαφούς, απροσδιόριστης μάζας που αποκαλείται, συλλήβδην, «λαός». Κάθε λαϊκιστής υποδύεται πως δεν υπάρχουν ταξικοί φραγμοί και, λεκτικά τουλάχιστον, αντιμάχεται κάθε μορφή ελιτισμού, ενώ απεχθάνεται τον πλουραλισμό και τη διαφοροποίηση των απόψεων και των επιλογών ζωής. Κάθε λαϊκιστής ασπάζεται το ιδεολόγημα πως η εθνική γλώσσα είναι απολύτως συγκροτημένη, πως η εθνική ταυτότητα έχει δομηθεί στη βάση της ετεροκανονικότητας.
Στη σύγχρονη Ευρώπη ο λαϊκισμός είναι η μισαλλόδοξη απάντηση στα προβλήματα φτώχειας και απώλειας των κεκτημένων που παρήγαγε ο όψιμος φιλελευθερισμός[2]. Ο ευρωπαίος λογοκριτής εξασφαλίζει πως οι υπηρεσίες της εξουσίας (π.χ. η επίσημη Εκκλησία και ο λογοκριτής αρωγός της, το Ελληνικό Συμβούλιο Επικρατείας) θα λειτουργούν χωρίς αμφισβητήσεις και εξάρσεις σε μία μονότονη κανονικότητα. Κάθε αιρεσιάρχης (π.χ. ο νυν Υπουργός Παιδείας που κατηγορείται ως απαράδεκτα ανεξίθρησκος) οφείλει, περιδεής, να σωπάσει ή να χορέψει σε δοσμένους ρυθμούς=ρυθμούς που φέρονται να είναι «λαϊκοί», αγαπητοί στον λαό. Στο μεταξύ, η novus ordo seclorum[δηλαδή η Νέα Παγκόσμια Τάξη] εφαρμόζει την επιβεβλημένη μαζική κουλτούρα (με έμφαση στο επίθετο «μαζική» και με αποδυνάμωση της κουλτούρας), ιδίως στους κόλπους αυταρχικών καθεστώτων (όπως της γείτονος Τουρκίας) που δεν ανέχονται τη διαφορετικότητα. Δεν υπάρχει πιο ύπουλη λογοκρισία από εκείνην που αποποιείται τη σύγχρονη, πηγαία έκφραση και στη θέση της προτείνει την επιστροφή σε πεπαλαιωμένα σχήματα: είτε αυτά είναι αριστερής λαϊκιστικής κοπής (δια της βίας αθεία, δια της βίας ομογενοποίηση, δια της βίας αυθεντία, δήθεν “λαϊκής” προελεύσεως), είτε αυτά της συντηρητικής επιστροφής και της εμμονής σε Βυζάντια και αρχαιότητες, σε γλωσσικές και εθνολογικές “καθαρότητες”, σε κατασκευασμένες πολιτιστικές ρίζες, σε κιτάπια κληρικαλιστικά και σε εκθέματα μουσείων! Υπάρχουν χειρότερες μορφές λογοκρισίας του ζωντανού, σφύζοντος βίου, πιο ωμός βιασμός της ελευθερίας του ατόμου από αυτές; Kαμιά τους δεν συνδέεται με τον αυτοκαθορισμό ή την αυτοδιάθεση του πολίτη. Η τυπολογία της λογοκρισίας είναι προϊόν ετεροκαθορισμού. Υποστασιοποιεί ένα φιλελεύθερο, ή ένα αυταρχικό, πολλώ δε μάλλον ένα ολοκληρωτικό πολίτευμα. Οι μηχανισμοί ενστάλαξης, ελέγχου και περιορισμού μιας λίστας prohibitorum έτσι κι αλλιώς επιτελούν εκείνη τη μορφή λογοκρισίας που διενεργείται υποσυνείδητα, ενδοθεσμικά. Πρόκειται για μια μορφή «σιωπηρής επιτελεστικότητας της εξουσίας», που στη Δύση ασκείται μόνο στα πλαίσια του κλήρου και της εκπαίδευσης. Πλέον έχει αποκτήσει μορφές άτυπες και μη εντοπίσιμες στον δημόσιο χώρο. Η αγορά με τον δικό της τρόπο κατευθύνει την ανθρώπινη δημιουργία. Υπό την έννοια αυτή, η λογοκρισία στις φιλελεύθερες κοινωνίες δεν συγκροτείται πάνω στο ωμό «απαγορεύεται» της καταστολής, αλλά στους πολλαπλούς κοινωνικούς και εμπορικούς καταναγκασμούς. Η (τ’ούνομα μόνον) φιλελευθεροποίηση έχει μιαν ουδό ανεκτικότητας πέραν της οποίας κάθε προσπάθεια ελεύθερης έκφρασης κατακεραυνώνεται.
Όμως στην Τουρκία μιλάμε για την επίσημη, άνευ όρων επιβαλλόμενη, λογοκρισία, την απαγόρευση της διακίνησης ιδεών και αντιλήψεων που δεν συνάδουν με το ιδεολογικοπολιτικό αξιακό σύστημα της εξουσίας/ μιλάμε για τη σύνθλιψη της ελευθερίας του Τύπου, για τον καθορισμό των ορίων της κινηματογραφικής δημιουργίας, για το «κόψιμο» κειμένων που δεν συμπλέουν με το ιδεολογικό πλαίσιο των κρατούντων, για τη φίμωση της σάτιρας και της γελοιογραφίας, για τον αφανισμό του ερωτογραφήματος, για τη σύνθλιψη της απόκλισης, για την περιστολή μορφών έκφρασης που διαφωνούν με τον αμετανόητο φονταμενταλιστή, μιλάμε δυστυχώς για την αποθέωση της μισαλλοδοξίας του κεκαρμένου ένστολου. Τώρα που η Τουρκία εισέβαλε βίαια στην Αφρίν της Συρίας, ο τούρκος Μπιναλί Γιλντιρίμ έδωσε στους εκπροσώπους του Τύπου κατευθυντήριες γραμμές για το πως θα πρέπει να καλύπτουν τις πολεμικές επιχειρήσεις : οι νεκροί άμαχοι αποκρύπτονται, παρά τον αριθμό των 112 που δίνουν τα ξένα πρακτορεία. Περισσότεροι από 100 δημοσιογράφοι βρίσκονται στη φυλακή με την κατηγορία «προδοσίας» και ο Ταγίπ Ερντογάν δεν φαίνεται διατεθειμένος να αλλάξει αυτό το καθεστώς. Μόλις τον περασμένο μήνα περισσότεροι από 800 τούρκοι πολίτες συνελήφθησαν γιατί απλά εξέφρασαν την αντίθεσή τους για τον πόλεμο της Άγκυρας στην Αφρίν στο ίντερνετ. Η ταινία «Bakur» («Βορράς») του σκηνοθέτη Νούρι Μπιλγκέ Τσεϊλάν απαγορεύτηκε. Η αντιπολίτευση και ΜΜΕ κατήγγειλαν χθες ότι το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο TRT παρέδωσε στο κοινοβούλιο έναν κατάλογο με 208 τραγούδια η μετάδοση των οποίων απαγορεύεται, εκ των οποίων 142 στην τουρκική γλώσσα και 66 στην κουρδική. Τα μη κουρδικά απαγορεύτηκαν διότι τουρκιστί αναφέρονται σε απαγορευμένες από το Ισλάμ δραστηριότητες όπως έρωτα, σεξ, αλκοόλ κ.λπ.
Αναπόφευκτος είναι ο συνειρμός με το απόσπασμα του Heinrich Böll[«Το λυπημένο μου πρόσωπο».]: «Ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε: “Ακολούθα με!”. Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: “Σίγουρα δεν είστε καλά!”. “Συνάδερφε”, είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, “σε προειδοποιώ”. “Αφεντικό…”, ανταπόδωσα. “Δεν υπάρχουν αφεντικά!”, φώναξε οργισμένος. “Συνάδερφοι είμαστε όλοι!”. Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη ματιά του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. “Για ποιο λόγο;…” πήγα να πω. “Για σοβαρό λόγο”, είπε: “Για το λυπημένο σου πρόσωπο”. (…) Την ίδια στιγμή χτυπούσαν οι σειρήνες κι αυτό δήλωνε πως θα πλημμύριζαν οι δρόμοι από χιλιάδες ανθρώπους με συγκρατημένη ευτυχία στα πρόσωπα —γιατί ήταν διαταγή σκολώντας τη δουλειά να μην εκδηλώνουν πολύ μεγάλη χαρά, αφού αυτό θα σήμαινε πως είναι βάρος η δουλειά. Αντίθετα πιάνοντας δουλειά έπρεπε να επικρατεί αλαλαγμός χαράς, αλαλαγμός χαράς και τραγούδι— Και όλες αυτές οι χιλιάδες θα πρεπε να με φτύσουν. Οπωσδήποτε οι σειρήνες χτυπούσαν δέκα λεφτά πριν από το βραδινό γλέντι, γιατί καθένας θα ‘πρεπε ν’ αφοσιωθεί επί δέκα λεφτά σε ένα γενικό πλύσιμο, σύμφωνα με το σύνθημα του τωρινού αρχηγού: «ευτυχία και σαπούνι». Δεν θα ήταν κακό να επισημάνoυμε ένα ιδιοτελές κίνητρο στη δυτικολαγνία: η διαδικασία ταύτισης αποδεικνύεται σθεναρή όσο περισσότερο μάς απομακρύνει από το «εγώ» μας, όσον ασθενέστερα μάς υπενθυμίζει την άλλη, τη β ι ω μ έ ν η ταυτότητα που τείνουμε να αποποιηθούμε, προς την οποίαν εθελοτυφλούμε, έναντι της οποίας τηρούμε αμφιθυμική στάση. Οι αντιφάσεις είναι ανθρώπινο στοιχείο, η συγκεκριμένη όμως αντίφαση εγγίζει τα όρια της διπολικότητας. Πώς ν’ αποδεχθείς τον εαυτό σου και να αποκτήσεις αυτοεκτίμηση όταν δουλικά επιλέγεις ξενόφερτα πρότυπα διοικητικής, οικονομικής, εκπαιδευτικής και πολιτιστικής πολιτικής; Πώς να φιλοδοξείς στην εκτίμηση της ιδιαιτερότητάς σου όταν δέχεσαι ως λογοκριτές ετέρους «εταίρους» μιας κοινότητας εθνοτήτων που εκρήγνυται εν τη γενέσει της; Ποιος από εμάς τους φτωχούς παρίες της Δύσης προτιμά ν’αντικρίσει κατάματα το πραγματικό «Εγώ» του: το πελατειακό σύστημα, την εξουσία «τζακιών» παλιών πολεμοκάπηλων, την αναξιοκρατία στη διοίκηση, τον νεποτισμό και τα ρουσφέτια, τη θρησκοληψία; Η ταυτότητα, καλώς ή κακώς, είναι προϊόν μυθολογικών αφηγημάτων: επιλέγοντας τον μύθο που προσιδιάζει στον στόχο σου, προσαρμόζεις αναλόγως και τα γνωρίσματα που στο εξής θα συναπαρτίζουν την «ταυτότητά» σου. Εν ολίγοις, εφόσον θέλεις να πολιτογραφηθείς ως «δυτικός», πρέπει δια προγραφών να απεμπολήσεις τα χαρακτηριστικά που θα σε κατέτασσαν, πιθανώς, στους «σκουρότερους», στους «ανατολικότερους», στους «ασιατικότερους» ή στους «αφρικανικότερους». Πρέπει να κόψεις τα φαρδιά μανίκια από τους οσποδάρους σου. Πρέπει να ευθυγραμμιστείς προς τα πρότυπα του προκεχωρημένου σταδίου εξέλιξης της αστικής τάξης, τη στιγμή που ο τόπος σου ιστορικά ουδέποτε είχε να επιδείξει τη συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Πρέπει να υιοθετήσεις μοτίβα και patterns συμπεριφοράς που προσιδιάζουν σε ένα στάδιο εξέλιξης απ’όπου δεν έχεις διαβεί και κατά πάσαν πιθανότητα ούτε πρόκειται να διαβείς. Ευτυχώς, ίσως…
Μήπως ο δυτικός κόσμος δεν είναι επαρκώς «πολιτισμένος»; Ποια είναι τα στοιχεία «διαφορετικότητας» που συνοψίζουν το στίγμα των λαών και πόσο τα ανέχεται η Δύση; Η έννοια «ταυτότητα» μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί χρήσιμο αναλυτικό και ερμηνευτικό των φαινομένων εργαλείο. Εμείς οι Έλληνες, για παράδειγμα (τόσο σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής, όσο και σε επίπεδο πολιτικού λεξιλογίου στη Βουλή και στο καφενείο), έχουμε πρωτίστως επιλέξει να ταυτίσουμε τους εαυτούς μας με την αρχαιοελληνική μας κληρονομιά: αρχαιοπληξία[6] και μουσειακή διαχείριση της χλαμύδας και του χιτώνα, που έρχεται να διασταυρωθεί με το παντοδύναμο Βυζάντιο, για να προκύψει μια συνταγή πολύ δύσπεπτη. Κάποιος αγνώστου προελεύσεως παράγοντας μάς έχει πείσει πως αποτελούμε ένα είδος «κοιτίδας» του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, και αυτό συνιστά μια προβολή δια της αντιστροφής, μια χαλκευμένη ταυτοποίηση – προστάδιο του ετεροπροσδιορισμού- τόσο χρήσιμη όσο και το «κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν» της βιβλικής Γενέσεως: εάν είμεθα το λίκνον του δυτικού πολιτισμού, αυτομάτως ο δυτικός πολιτισμός αποκτά τα δικά μας χαρακτηριστικά, τα οποία επομένως οφείλει να μας αναγνωρίσει. Και καλά να τα ισχυρίζεται αυτά ένας «Γραμματικήν και την άλλην εγκύκλιον παίδευσιν εξασκήσας επιμελέστατα »: έλα όμως που τα πρεσβεύουν κυρίως οι ημιμαθείς (συνομοταξία πλέον απεχθής και των αμαθών); Πληθαίνουν οι αντίστοιχοι ημιμαθείς στις τάξεις των στελεχών της τουρκικής κυβέρνησης. Είναι ο κύριος κορμός των στελεχών της ιρανικής κυβέρνησης. Η λογοκρισία συνιστά την ενσάρκωση, την κορύφωση της γραφειοκρατικής οργάνωσης αυτών των κρατών που αρνούνται την υποκειμενικότητα, ακυρώνουν τον ελεύθερο λόγο και ποινικοποιούν τη γνώμη του ατόμου, συναρθρώνοντας τις δυνάμεις της με ηθικοπλαστικούς μηχανισμούς και αποποιούμενη τον πλουραλισμό.
Οι τύχες της Αφρικής την περίοδο της αποικιοκρατίας ποικίλλαν. Σημαντική πρόοδος για παράδειγμα σημειώθηκε στην υγεία και την παιδεία. Ο Maddison εκτιμά ότι το 1870 υπήρχαν 91 εκατομμύρια Αφρικανοί. Μέχρι το 1960, τη χρονιά της ανεξαρτησίας, ο αφρικανικός πληθυσμός αυξήθηκε παραπάνω από τρεις φορές για να φτάσει τα 285 εκατομμύρια. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανθρώπων στην Αφρική που παρακολούθησαν σχολείο αυξήθηκε από λιγότερο από 5% στο περισσότερο από 20%. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι αντιμετώπιζαν τους Αφρικανούς με περιφρόνηση και τους υπέβαλλαν σε αρνητικές διακρίσεις και συχνά σε βία. Η βία εντάθηκε κατά την περίοδο του αγώνα για την ανεξαρτησία της Αφρικής, καθώς οι αποικιακές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστείλουν τους Αφρικανούς εθνικιστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Αφρικανοί ηγέτες να αναλάβουν την τύχη χωρών όπου η πρακτική της καταστολής της πολιτικής διαφωνίας ήταν ήδη σταθερά εδραιωμένη. Αντί οι ηγέτες αυτοί να καταργήσουν τους νόμους που επέτρεπαν τη λογοκρισία και τη φυλάκιση για τη διαφορετική άποψη, τους διατήρησαν και τους επεξέτειναν. Ακριβώς επειδή η αποικιοκρατία ήταν τόσο ψυχολογικά εξευτελιστική για τους Αφρικανούς γενικότερα και για τους εθνικιστές ηγέτες πιο συγκεκριμένα, οι μεταποικιακές αφρικανικές κυβερνήσεις επέδειξαν ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην κατάργηση των αποικιακών θεσμών. Καθώς η νομοκρατία, η λογοδοσία της διοίκησης, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και το ελεύθερο εμπόριο είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη, έπρεπε να καταργηθούν. Στη θέση τους, πολλοί Αφρικανοί ηγέτες επέλεξαν να αντιγράψουν τους πολιτικούς θεσμούς και τις οικονομικές πολιτικές μιας ανερχόμενης δύναμης που αντιπροσώπευε το ακριβώς αντίθετο από την ελεύθερη αγορά και τη φιλελεύθερη δημοκρατία της Δύσης - της Σοβιετικής Ένωσης.
ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Η αντιγραφή της ΕΣΣΔ την δεκαετία του 1960 δεν ήταν τελείως παράλογη. Κατά τη δεκαετία του 1930 η ΕΣΣΔ αυτή είχε υποστεί μια ραγδαία εκβιομηχάνιση που την μεταμόρφωσε από αγροτική χώρα σε μια μεγάλη δύναμη. Η εκβιομηχάνιση κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια ζωές, αλλά της επέτρεψε να θριαμβεύσει έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ (θυσιάζοντας στον πόλεμο άλλες 27 εκατομμύρια ζωές). Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η ΕΣΣΔ όχι μόνο παρήγε τεράστιες ποσότητες ατσαλιού και εξοπλισμών, αλλά και φάνηκε πως θα κέρδιζε τον επιστημονικό ανταγωνισμό με τη Δύση όταν ο Γιούρι Γκαγκάριν έγινε ο πρώτος άνθρωπος στο διάστημα στις 12 Απριλίου του 1961. Η τεράστια αναποτελεσματικότητα και οπισθοδρομικότητα της σοβιετικής οικονομίας δεν έγιναν εμφανείς παρά μόνο στη δεκαετία του 1970. Μέχρι τότε, δυστυχώς, το σοσιαλιστικό μικρόβιο είχε προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, με πολλές χώρες να υιοθετούν μονοκομματικά συστήματα που κατέστρεψαν τη λογοδοσία και τη νομοκρατία, υπονόμευσαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και κατ’ επέκταση την ανάπτυξη. Επιβλήθηκαν έλεγχοι στις τιμές και τις αμοιβές και το ελεύθερο εμπόριο έδωσε τη θέση του στην αντικατάσταση των εισαγωγών και την αυτάρκεια. Το ειδύλλιο της Αφρικής με τον σοσιαλισμό άντεξε μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν επιτέλους η Αφρική άρχισε να εντάσσεται εκ νέου στην παγκόσμια οικονομία. Οι εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο φιλελευθεροποιήθηκαν σε κάποιον βαθμό, και τα αφρικανικά κράτη άρχισαν να απελευθερώνουν τις οικονομίες τους, ανεβαίνοντας έτσι θέσεις στον κατάλογο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Ευκολία στην Επιχειρηματικότητα (Ease of Doing Business - World Bank).
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1898, ο βρετανικός στρατός με 25000 στρατιώτες, αντιμετώπισε τον διπλάσιο σουδανικό στρατό στο Ομντουρμάν, δίπλα στο Χαρτούμ, στη καρδιά μιας από τις λίγες εναπομείνασες ανεξάρτητες χώρες στην Αφρική. Το Σουδάν ήταν μια χώρα «καταραμένη». Τα εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια του εναλλάσσονταν από την καυτή έρημο στο τροπικό δάσος, που μαστιζόταν από αρρώστιες. Αυτή ήταν και η εικόνα των ίδιων των Σουδανέζων: «Όταν ο Αλλάχ δημιούργησε το Σουδάν», έλεγαν, «γέλασε». Η ζωή ήταν δύσκολη σε μια τέτοια χώρα. Παρόλα αυτά, οι Άγγλοι είχαν έρθει για να την πάρουν από τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Εκτεινόμενο σε χιλιάδες μίλια της Αφρικής, αποτελούμενο από περίπου 600 φυλές, που μιλούσαν εκατό γλώσσες και ίσως μια ντουζίνα διαφορετικών τρόπων ζωής, το Σουδάν είχε προσφάτως συμπτυχθεί σε μία ενιαία πολιτεία. Αυτό που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε προκαλέσει μια τέτοια εξέλιξη –και με εξαιρετικά βίαιο τρόπο- ήταν ο αντίκτυπος του ιμπεριαλισμού.
Η τουρκοαιγυπτιακή κατάκτηση του Σουδάν είχε αρχίσει το 1820 και ήταν ακόμα σε εξέλιξη 60 χρόνια αργότερα. Ήταν εκμεταλλευτική και καταπιεστική. Η είσπραξη φόρων στα σουδανικά χωριά ήταν μια παραστρατιωτική επιχείρηση, η οποία πραγματοποιούταν με τη βοήθεια του kourbash (μαστίγιο φτιαγμένο από τη ράχη ρινόκερου). Οι υπάλληλοι ήταν συνήθως διεφθαρμένοι και έτσι οι δωροδοκίες και τα ανταλλάγματα συσσωρεύονταν στον όγκο των φόρων. Στη σκληρότητα και τη φτώχεια του τοπίου, ως εκ τούτου, προστέθηκε η πικρή εμπειρία του εκφοβισμού από τα ξένα αφεντικά. Αυτό όμως, μεταξύ του 1881 και του 1884, είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό κύμα αντίδρασης που έδιωξε τους ξένους από το Σουδάν και σφυρηλάτησε ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Η αντίσταση βασίστηκε στην ισλαμική θρησκεία επειδή αυτή προσέφερε ένα πλαίσιο ηγεσίας, στελεχών, οργάνωσης και ιδεολογίας ικανό να εξουδετερώσει την ποικιλία και την αποσπασματικότητα του Σουδάν. Ταυτόχρονα, επειδή το κράτος ήταν ταγμένο ενάντια στον ιμπεριαλισμό, δεν ήταν μόνο ισλαμικό, αλλά και αρκετά αυταρχικό και στρατιωτικοποιημένο.Η εντατικοποίηση της μάχης για την Αφρική μεταξύ 1885 και 1895 έφερε τους Βρετανούς πίσω στο Σουδάν. Το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους ήταν από μόνο του αρκετά λυπηρό. Όμως, αυτό που έκανε την κατάσταση τόσο επείγουσα ήταν η πιθανότητα μιας γαλλικής επέμβασης στα εδάφη της Βρετανίας. Ο γενικός διοικητής Herbert Kitchener προωθούσε επί δύο χρόνια τονστρατό του στον Νείλο, φτιάχνοντας μια σιδηροδρομική γραμμή για να εξοπλίζονται οι στρατιώτες. Οι άνδρες του χρησιμοποιούσαν σύγχρονα τουφέκια, πολυβόλα και πυροβολικά. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουδανέζων είχε δόρατα και σπαθιά. Η Μάχη του Ομντουρμάν ήταν μια σφαγή. Ο Kitchener έχασε 429 άντρες, ενώ από το σουδανικό στρατό 10.000 σκοτώθηκαν, 13.000 τραυματίστηκαν και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Οι Βρετανοί εγκατέλειψαν τους Σουδανέζους τραυματίες στο πεδίο της μάχης, αφήνοντάς τους στην τύχη τους. Εντωμεταξύ, μια μικρή γαλλική στρατιωτική αποστολή έφτασε στη Fashoda, στην άνω πλευρά του Νείλου, στο Νότιο Σουδάν. Ο Kitchener μεταφέρθηκε στο ποτάμι για να την αντιμετωπίσει και η Βρετανία απείλησε τον πόλεμο, αν η αποστολή δεν αποσυρθεί. Οι Γάλλοι υποχώρησαν. Το «περιστατικό της Fashoda» ήταν μια έκφραση της αυξανόμενης έντασης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων - όχι μόνο στην Αφρική, αλλά και στην Άπω Ανατολή, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τα Βαλκάνια, την Κεντρική Ευρώπη και τη Βόρεια Θάλασσα. Ο καπιταλισμός δεν είχε γεννήσει μόνο μια ληστρική αποικιοκρατία από ορυχεία, φυτείες, και πολυβόλα. Η ανθρωπότητα είχε ήδη περάσει στην περίοδο του πρώτου σύγχρονου βιομηχανοποιημένου παγκόσμιου πολέμου.
Συμπτωματικά το 1882, οι Αιγύπτιοι είχαν κάνει τη δική τους επανάσταση εναντίον ενός καθεστώτος-μαριονέτας των Βρετανών στο Κάιρο. Αλλά αυτό το κίνημα είχε συνθλιβεί, και οι Βρετανοί είχαν αντικαταστήσει αποτελεσματικά τους Τούρκους στην ηγεμονία της Αιγύπτου. Οι άμεσες, ωστόσο, προσπάθειες της Βρετανίας να επανακτήσει το Σουδάν είχαν αποτύχει, αφήνοντας στο ισλαμικό κράτος τον πλήρη έλεγχο του εδάφους μετά το 1885. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες ήταν, στην πραγματικότητα, δεν συνοδευόντουσαν από κάποια ιδιαίτερη επιθυμία για την κατάκτησή του. Το Σουδάν ήταν μια φτωχή ερημιά, δύσκολο να ελεγχθεί, χωρίς ιδιαίτερη αξία και για την βρετανική κυβέρνηση δεν αποτελούσε σημαντικό στόχο.
Πολλά άλλαξαν κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας. Μέχρι το 1879, το μεγαλύτερο κομμάτι της Αφρικής ήταν η άγνωστη «μαύρη ήπειρος» για τους Ευρωπαίους. Η επιρροή τους περιοριζόταν κυρίως σε εμπορικούς σταθμούς, δίπλα ή πάνω στην ακτή, πολλοί από τους οποίους χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, αντανακλώντας κυρίως τον εμπορικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού της εποχής. Το υπόλοιπο της Αφρικής παρέμεινε ένα συνονθύλευμα πολιτευμάτων σε πολλά διαφορετικά στάδια ανάπτυξης. Η Αίγυπτος το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα κυβερνούταν από εκσυγχρονιστικά, εθνικιστικά καθεστώτα. Η υπόλοιπη Βόρεια Αφρική βρισκόταν κάτω από την ηγεσία παραδοσιακών Ισλαμιστών ηγεμόνων, εξαιτίας μιας μορφής υποταγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αβησσυνία (Αιθιοπία) ήταν ένα βασίλειο στην ορεινή ενδοχώρα, με έναν αρχαίο χριστιανικό πολιτισμό. Οι Ασάντι της Δυτικής Αφρικής και οι Ζουλού της Νότιας ήταν φυλές με μιλιταριστική ηγεσία. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης υποσαχάριας Αφρικής ήταν παρόμοιο με το Σουδάν: ένα μωσαϊκό από μικρότερες φυλές. Μια σημαντική εξαίρεση ήταν η Νότια Αφρική, όπου οι Βρετανοί ήλεγχαν το Natal και το Ακρωτήρι Colony, ενώ οι Boers (αλλιώς Αφρικανοί) –που ήταν λευκοί έποικοι αγρότες, ολλανδικής καταγωγής- είχαν υπό την επίβλεψή τους το Transvaal και το Orange Free State στο εσωτερικό.
Η αφρικανική πολιτική γεωγραφία μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά μετά το 1879 από τον βρετανικό, τον γαλλικό, τον πορτογαλικό, τον ισπανικό, το γερμανικό και τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, η εξάπλωση του βιομηχανικού καπιταλισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης έχει δημιουργήσει μια ταχύτατα αυξανόμενη ζήτηση για τα πρωτογενή προϊόντα, καθώς και νέες αγορές και καταστήματα για την επένδυση του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Η οικονομική κατάρρευση του 1873 και η εν συνεχεία παγκόσμια ύφεση είχε εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών Κατά συνέπεια, μεταξύ 1879 και 1913, σχεδόν το σύνολο της Αφρικής ήταν σκαλισμένο σε αποικίες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η αρπαγή της γης έγινε γνωστή ως «η μάχη για την Αφρική». Η Αφρική παρείχε χρυσό, διαμάντια, χαλκό, κασσίτερο, καουτσούκ, βαμβάκι, φοινικέλαιο, κακάο, τσάι, και πάρα πολλά άλλα στις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες και πόλεις της Ευρώπης. Οι κάτοικοι της ηπείρου, συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου αριθμού των λευκών εποίκων, παρείχαν αγορές για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές. Τα αποικιακά έργα υποδομής, όπως η κατασκευή σιδηρόδρομων, έκαναν πλούσιους τους Ευρωπαίους βιομηχάνους και τους ομολογιούχους. Εξαιτίας αυτού και επειδή οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αυξάνονταν, η κατάτμηση (ο κατακερματισμός) της Αφρικής ήταν μια διαδικασία ανταγωνιστική . Αυτό της έδωσε μια δυναμική ανεξάρτητη από την οικονομική αξία των ίδιων των εδαφών.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις άρπαζαν αποικίες για να προλάβουν η μία την άλλη. Τις χρησιμοποιούσαν ως τροχοπέδη για να εμποδίσουν η μία την επέκταση της άλλης και ως πλατφόρμες για την προβολή της στρατιωτικής τους ισχύος στις «σφαίρες επιρροής» των άλλων. Τις ήθελαν επίσης και ως διαπραγματευτικό ατού στο αυτοκρατορικό παζάρεμα. Οι Γάλλοι, που είχαν τον έλεγχο σχεδόν όλου του Maghreb και της Δυτικής Αφρικής, ονειρεύονταν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν σε ολόκληρη την ήπειρο, από τον Ατλαντικό έως τον Ινδικό ωκεανό. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, μιλούσαν για μία αυτοκρατορία απ’ το βορρά ως το νότο, «από το Κάιρο ως το Ακρωτήρι», που θα συνέδεε τις υπάρχουσες κτήσεις στην Αίγυπτο, την Ανατολική Αφρική και τη Νότια Αφρική. Αλλά οι Γερμανοί άρπαξαν την Τανζανία και έκοψαν το δρόμο και στους δύο.
Το κόστος για τους κατοίκους της Αφρικής ήταν τεράστιο. Η αντίσταση συντρίφθηκε από πυροβολικά, πυροβόλα όπλα και σφαγές. Υπό την απειλή των όπλων, η γη κατελήφθη για να δημιουργηθούν κτηματικές εκτάσεις, που θα παραδίδονταν σε λευκούς. Ως αποτέλεσμα στερήσεων, φορολογίας, ομάδων πίεσης και ληστειών, οι γηγενείς αγρότες και κτηνοτρόφοι αναγκάστηκαν να γίνουν μισθωτοί εργάτες. Όταν το 1906 αγρότες εξεγέρθηκαν, ο σερ Frederick Lugard, Βρετανός Ύπατος Αρμοστής για την Προστασία της Βόρειας Νιγηρίας, επέλεξε να τους αφανίσει. Οι στρατιώτες του με τουφέκια σκότωσαν περίπου 2000 αφρικανούς χωρικούς, οπλισμένους με τσεκούρια και τσάπες. Οι φυλακισμένοι εκτελέστηκαν, τα κεφάλια τους κόπηκαν και τοποθετήθηκαν σε πασσάλους. Το χωριό των ανταρτών καταστράφηκε ολοσχερώς. Δέκα χιλιάδες μέλη των φυλών Νάμα και Χένερο πέθαναν από πείνα και από δίψα, όταν οι Γερμανοί τους οδήγησαν στην έρημο της Ναμίμπια μεταξύ 1904 και 1907. Ο γενικός διοικητής Lothar von Trotha, όπως και ο Lugard, ήταν οπαδός της λογικής του αφανισμού. Μεταξύ του 1885 και του 1908, στο βελγοκρατούμενο Κονγκό, εκατομμύρια, ίσως και το ήμισυ του πληθυσμού, έχασαν την ζωή τους εξαιτίας του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών, τη στιγμή που ολόκληρη η επικράτεια είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Οι ντόπιοι εργάτες που δεν συμπλήρωναν τα νούμερα στην συλλογή καουτσούκ βρέθηκαν με κομμένα χέρια.
Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945 συνοδεύτηκε από καταλυτικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη και στην ισορροπία δυνάμεων. Το κυρίαρχο αποικιακό σύστημα διαλύθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και οι μεγάλοι αποικιακοί σχηματισμοί έδωσαν τη θέση τους σε μια πλειάδα νέων ανεξάρτητων κρατών. Τα ιδρυτικά 51 κράτη-μέλη του νεοσύστατου ΟΗΕ το 1945 σχεδόν διπλασιάστηκαν (99) το 1960. Η διαδικασία της αποαποικιοποίησης ακολούθησε διάφορους δρόμους, ειρηνικούς και συντεταγμένους σε κάποιες περιπτώσεις, βίαιους και επαναστατικούς σε άλλες. Η ταυτόχρονη επικράτηση του Ψυχρού Πολέμου στις σχέσεις των νέων υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, πρόσθεσε ακόμα ένα πεδίο ανταγωνισμού και παρεμβάσεων στις διεθνείς σχέσεις του μεταπολεμικού κόσμου. Η μεγάλη οικονομική ύφεση μετά το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο 1929 είχε προ πολλού εκμηδενίσει τη σημασία των αποικιακών κτήσεων ως προμηθευτών πρώτων υλών, προκαλώντας την κατάρρευση των τιμών των τελευταίων στην παγκόσμια αγορά. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μετέβαλε περαιτέρω τις σχέσεις μητρόπολης – αποικιών λόγω της ουσιαστικής αδυναμίας των μητροπόλεων να ασκήσουν την αυτοκρατορική εξουσία τους όσο διαρκούσε ο πόλεμος αλλά και εξαιτίας της αθρόας συμμετοχής στα πεδία των μαχών στρατιωτών από τις αποικίες. Η βρετανική ινδική στρατιά αριθμούσε δύο εκατομμύρια άνδρες, ενώ περίπου πεντακόσιες χιλιάδες Αφρικανοί είχαν επιστρατευθεί από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργούσε ένα αναμφισβήτητο ηθικό χρέος προς τις αποικίες αλλά και μια ρεαλιστική απειλή για τις μητροπόλεις, καθώς αντιμετώπιζαν τώρα εκπαιδευμένους στρατιώτες με αμφίβολη νομιμοφροσύνη προς τις αποικιακές αρχές.
Το κύμα αναταραχής και εξεγέρσεων που συγκλόνισε τον αποικιακό κόσμο ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου και αμέσως μετά (σε Ινδία, Αλγερία, Βρετανική Γουιάνα, Μπαχάμες, Βιρμανία, Κένυα, Μαλαισία, Νιγηρία, Νησιά του Σολομώντα και Κονγκό-πρώην Ζαΐρ) έφερε στο προσκήνιο την προσδοκία αυτοδιάθεσης των αποικιακών λαών, που δεν ήταν δυνατόν πλέον να αγνοηθεί. Αμφότερες οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες δυσχέρειες στη διατήρηση των αποικιακών αυτοκρατοριών τους και γνώρισαν μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες: στον πόλεμο της Ινδοκίνας μετά τη μάχη στο Ντιεν Μπιεν Φου το 1954, στη σύγκρουση με την Αίγυπτο για τον έλεγχο της Διώρυγας του Σουέζ το 1956, ενώ ο πόλεμος της Αλγερίας, που είχε ξεσπάσει το 1954, εξελισσόταν ανησυχητικά για το Παρίσι. Το δυσβάστακτο βάρος της αποικιακής διοίκησης είχε πλέον γίνει ασυμβίβαστο με τις επιτακτικές προτεραιότητες της οικονομικής ανασυγκρότησης στο κέντρο των μητροπόλεων. Εξάλλου, το διπολικό σύστημα του Ψυχρού Πολέμου είχε αλλάξει άρδην τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ενωση, για τους δικούς τους λόγους η καθεμία, δεν επιθυμούσαν την παράταση της εδαφικής αποικιοκρατίας και ασκούσαν πίεση για τον τερματισμό της.
Αν τα χρόνια 1945-1955 χαρακτηρίζονται η «ασιατική δεκαετία» στην ιστορία της αποαποικιοποίησης, η επόμενη, 1955-1965, ανήκει αναμφίβολα στην Αφρική. Το έτος 1960 ξεχωρίζει, καθώς τότε ανεξαρτητοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα δεκατέσσερα κράτη της υποσαχάριας Αφρικής. Μετά την ανεξαρτησία της Γκάνας το 1957, της πρώτης χώρας της Μαύρης Ηπείρου που απαλλάχθηκε από τη βρετανική αποικιακή κυριαρχία, το επόμενο βήμα έγινε από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ τον Αύγουστο 1958, όταν, μεσούντος του πολέμου της Αλγερίας και μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, έθεσε σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Ντε Γκωλ έδωσε στις αποικίες το δικαίωμα επιλογής μεταξύ της αποδοχής του νέου Συντάγματος και της συνεπαγόμενης παραμονής τους στη Γαλλική Κοινότητα (που αντικατέστησε τη βραχύβια Γαλλική Ενωση του 1946-1958 επιχειρώντας έναν άτολμο εκσυγχρονισμό της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, με περιορισμένες παραχωρήσεις εσωτερικής αυτονομίας αλλά όχι και εξίσωσης των αποικιακών υπηκόων με τους Γάλλους πολίτες) ή της απόρριψής του και της πλήρους διάρρηξης των δεσμών με τη Γαλλία. Στο πλαίσιο της νέας Γαλλικής Κοινότητας τα κράτη θα ήταν αυτόνομα, αυτοδιοικούμενα και θα διαχειρίζονταν ελεύθερα και δημοκρατικά τις εσωτερικές τους υποθέσεις.
Κατ’ αρχήν μόνο η Γουινέα του Σέκου Τουρέ επέλεξε την ανεξαρτησία, το 1958, όμως στα τέλη του 1959 ο Ντε Γκωλ αναγκάστηκε σε στρατηγική αναδίπλωση διαπιστώνοντας ότι οι αποικιοκρατούμενοι λαοί θα καταψήφιζαν τελικά την προτεινόμενη διέξοδο. Εδωσε έτσι τη διαβεβαίωση ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν στην Κοινότητα ακόμη και χώρες που θα είχαν επιλέξει την ανεξαρτησία, διατηρώντας ανοιχτή την οδό της οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας με την πρώην μητρόπολη. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη για τη Γαλλία καθώς η διατήρηση της αυτοκρατορίας ταυτιζόταν για την κοινή γνώμη με την αναγνώρισή της ως παγκόσμιας δύναμης. Το 1960 οι Ομοσπονδίες της Δυτικής και Ισημερινής Αφρικής διασπάστηκαν σε ένα πλήθος κρατών, κυρίαρχων μεν αλλά που διατήρησαν ειδικούς δεσμούς και διάφορες μορφές συνεργασίας με τη Γαλλία (στρατιωτικής, οικονομικής, νομισματικής και πολιτισμικής), που θα χαρακτηριστούν «νεο-αποικιακές» στη συνέχεια: πρώτο το γαλλικό Καμερούν, την 1η Ιανουαρίου, και ακολουθούν η βραχύβια Ομοσπονδία του Μάλι με τη Σενεγάλη και το γαλλικό Σουδάν (διήρκεσε μόλις τρεις μήνες), η Δαχομέη (Μπενίν μετά το 1975), η Ακτή Ελεφαντοστού, το Τσαντ, η Ανω Βόλτα (Μπουρκίνα Φάσο από το 1984), η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, η Γκαμπόν και η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Την ίδια χρονιά ανεξαρτητοποιήθηκαν από τη Μεγάλη Βρετανία το Τόγκο, το βρετανικό Καμερούν, η Μαδαγασκάρη και η Νιγηρία, ενώ η βρετανική και η ιταλική Σομαλία ενώθηκαν στη Σομαλική Δημοκρατία. Το έναυσμα έδωσε μια από τις εμβληματικότερες ομιλίες στην ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, από τον πρωθυπουργό Χάρολντ Μακ Μίλαν. Σε μια μεγάλη περιοδεία στην Αφρική που διήρκεσε έξι εβδομάδες, ο Mακ Μίλαν απευθύνθηκε με σχεδόν τα ίδια λόγια στις αφρικανικές πρωτεύουσες, πρώτα στην Ακρα της Γκάνας και στη συνέχεια στο Λάγος, στη Ροδεσία, τη Νιάσαλαντ και τέλος στην πανηγυρική κοινή συνεδρίαση των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων της Νότιας Αφρικής στο Κέιπ Τάουν, στις 3 Φεβρουαρίου 1960. Πολιτικός του Συντηρητικού Κόμματος που είχε διαδεχθεί τον Αντονι Ιντεν στην πρωθυπουργία το 1957, όταν ο τελευταίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση μετά την κρίση του Σουέζ, ο Mακ Μίλαν αναφέρθηκε στον «άνεμο της αλλαγής» στην αφρικανική ήπειρο ως ένα αδιαμφισβήτητο πολιτικό γεγονός: «Κατά τον 20ό αιώνα και ιδίως μετά το τέλος του πολέμου, οι διαδικασίες που γέννησαν τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη επαναλαμβάνονται σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Είδαμε την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης σε λαούς που έζησαν εξαρτημένοι από κάποια άλλη δύναμη επί αιώνες. Δεκαπέντε χρόνια πριν, αυτό το κίνημα διαδόθηκε στην Ασία. Εκεί, πολλές χώρες από διαφορετικές φυλές και πολιτισμούς διεκδίκησαν το δικαίωμα στην ανεξαρτησία. Τώρα το ίδιο συμβαίνει στην Αφρική, και το εντυπωσιακότερο από την εντύπωση που σχημάτισα αφότου έφυγα από το Λονδίνο, εδώ και έναν μήνα, είναι η δύναμη αυτής της αφρικανικής εθνικής συνείδησης. Σε κάθε περιοχή εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές, αλλά συμβαίνει παντού. Ο “άνεμος της αλλαγής” πνέει σε αυτή την ήπειρο απ’ άκρη σ’ άκρη και, είτε μας αρέσει είτε όχι, η άνοδος της εθνικής συνείδησης είναι ένα πολιτικό γεγονός. Οφείλουμε να το αποδεχθούμε ως γεγονός και να το λάβουμε υπ’ όψιν μας στις εθνικές πολιτικές μας». Η ομιλία του Μακ Μίλαν καταδεικνύει την οξεία αντίληψη της ιστορικής συγκυρίας από τον Βρετανό πρωθυπουργό και την αποφασιστικότητά του να αναθεωρήσει δραστικά τις διεθνείς δεσμεύσεις της Μεγάλης Βρετανίας. Συνάντησε όμως περιορισμένη απήχηση στα αφρικανικά Κοινοβούλια και στο λευκό ακροατήριό τους. Μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 21 Μαρτίου 1960, η σφαγή στη Σάρπβιλ της Νότιας Αφρικής άφησε δεκάδες νεκρούς και τραυματίες, όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των μαύρων διαδηλωτών που διαμαρτύρονταν για το καθεστώς των εσωτερικών διαβατηρίων που οι μαύροι Νοτιοαφρικανοί ήταν υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν σε όποιον λευκό το ζητούσε. Η ένταση του ρατσιστικού μίσους στις αποικίες εγκατάστασης όπως η Κένυα και η Ροδεσία, με σχετικά υψηλή συγκέντρωση λευκών αποίκων που απέρριπταν κάθε ιδέα για μεταβίβαση της εξουσίας στη μαύρη πλειοψηφία των χωρών τους, είχε ως συνέπεια την καθυστέρηση της ανεξαρτητοποίησής τους που επήλθε με καθυστέρηση και ύστερα από βίαιες συγκρούσεις (1963 και 1980 αντίστοιχα). Στις λοιπές χώρες όπου αυτή η μεταβίβαση εξουσίας έλαβε χώρα και κοινοβουλευτικά καθεστώτα αναδείχθηκαν έπειτα από δημοκρατικές εκλογές ως το πρώτο βήμα της ανεξαρτησίας, γρήγορα κατέστη σαφές ότι η τυπική πολιτική ανεξαρτητοποίηση δεν αποτελούσε εγγύηση για την ουσιαστική απελευθέρωση των νέων κρατών από τη δυτική κηδεμονία. Σε πολύ σύντομο διάστημα ξέσπασαν εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτικά πραξικοπήματα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, συχνά υποκινούμενα από τις ξένες δυνάμεις στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποαποικιοποίησης, που συμπυκνώνει δραματικά τις παθογένειες της αποικιοκρατίας και τις συνέπειες της νεο-ιμπεριαλιστικής παρέμβασης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, είναι ίσως του βελγικού Κονγκό. Η εσπευσμένη απελευθέρωση της μοναδικής αποικίας του Βελγίου στις 30 Ιουνίου 1960 σημαδεύτηκε από τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του Κονγκό, και την καταβύθιση της χώρας σε μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μεγάλης έκτασης ανθρωπιστική καταστροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...