
Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019
ΑΠΟ ΤΟΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ-ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ>>>>>>>ΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ- EΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
Στη Φιλοσοφία, όταν προσπαθούμε να ορίσουμε τον ΧΩΡΟ ως έννοια, φέρνουμε στον νου μας χώρους που βιώνονται από τον άνθρωπο, που μέσα τους διαδραματίζεται η ανθρώπινη ζωή και που κέντρο τους γίνεται η ανθρώπινη παρουσία.
Οι ερμηνείες του χώρου με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο στηρίζονται στον τρόπο με τον οποίον ο άνθρωπος βιώνει τον χώρο.
Ο χώρος υπό την οπτική γωνία του ανθρώπου/παρατηρητή δεν είναι μια αφηρημένη τοποθεσία, αλλά ένα σύνολο υλικών πραγμάτων, που συνοδεύονται από άυλα φαινόμενα, τα
οποία μεταφέρονται στο χώρο μέσω της ανθρώπινης παρουσίας. Ο χώρος αρχίζει να αποκτά λειτουργίες, όνειρα, προσδοκίες, συναισθήματα, σημασίες.
Μέσω της κατοίκησης, ο άνθρωπος μετουσιώνει τον χώρο σε τόπο, αφού ξεκινά να τον ορίζει, να τον χαρακτηρίζει, να του αποδίδει νοήματα και αξίες, έχοντας ήδη οικειοποιηθεί τις διαστάσεις του. H επέκταση του ζωτικού χώρου του στο Διάστημα αποδίδει, αυτομάτως, νέο νόημα στη φιλοσοφική έννοια του Χώρου.
ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ: περιγράψτε με δικά σας λόγια την αίσθηση του χώρου που αποδίδουν οι πρώτες, λιμναίες κατοικίες του ανθρώπου.
Ας ξεκινήσουμε από τον ιστορικό-γεωγραφικό χώρο των παραλίων της Ιωνίας, για να "τοποθετήσουμε" τους υλοζωϊστές φιλοσόφους στον φυσικό τους χώρο:
Οι περιοχές στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου αναπτύχθηκαν κάποιες ελληνικές αποικίες, από τη μια διέθεταν εύφορη γη για γεωργία, ενώ από την άλλη ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου, γιατί οι κοιλάδες των ποταμών διευκόλυναν την επικοινωνία με το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι γεωγραφικοί αυτοί παράγοντες συνέβαλαν στην εξέλιξη των ελληνικών αποικιών αρχικά σε σημαντικά εμπορικά κέντρα, και στη συνέχεια σε εξέχοντα πολιτιστικά κέντρα. Επειδή η Ιωνία, η περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας στην οποία οι Ίωνες από την Ελλάδα ίδρυσαν τις αποικίες τους, ανέπτυξε τον υψηλότερο πολιτισμό, με την πάροδο του χρόνου όλες οι αποικίες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας έγιναν γνωστές ως Ιωνία,ανεξάρτητα από το αν κατοικούνταν από Ίωνες, Αιολείς ή Δωριείς ( Έφεσος, Μίλητος, Κλαζομενές, Φώκαια και άλλες).
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η σκέψη, με εκπροσώπους τους φιλόσοφους της Ιωνίας, ξεκόβει από τις μυθικές ερμηνείες της κοσμογονίας και επιχειρεί μια ορθολογική, και όχι μια μυθολογική, ερμηνεία του κόσμου. Το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος μας ήταν το ερώτημα το οποίο ώθησε τους αρχαίους Έλληνες στη φιλοσοφία, καθώς επιχείρησαν να βρουν τις αιτίες που δημιούργησαν τον κόσμο μας. Ο άνθρωπος άλλωστε από την φύση του είναι ένα «περίεργο» ον και αρέσκεται στο να εξηγεί τα πάντα και ιδιαίτερα το ζήτημα της προέλευσης του κόσμου. Ακόμη και η ίδια η φιλοσοφία άλλωστε, αναπτύχθηκε πάνω σε αυτόν τον θαυμασμό ( το ΑΠΟΡΕΙΝ)
Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν οι πρώτοι που έθεσαν τα ερωτήματα για την προέλευση του Σύμπαντος, αλλά και για την θέση του ανθρώπου σε αυτό. Ιδιαίτερα οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι (6ος – 5ος αι π.Χ.) προσπάθησαν να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα βασιζόμενοι στην ύπαρξη φυσικών νόμων του διέπουν το Σύμπαν και τη φύση. Στα σημερινά παράλια της Τουρκίας έχουμε την πρώτη μεγάλη επιστημονική επανάσταση του ανθρωπίνου πνεύματος.
Πρώτο μέλημα των φιλοσόφων της Ιωνίας ήταν να λύσουν το πρόβλημα της σύστασης και ουσίας της ύλης, καθώς και να εξηγήσουν την ενότητα φύσης και ανθρώπου. Για τους Ίωνες φιλοσόφους φιλοσοφία και επιστήμη δεν ξεχώριζαν. Εξάλλου, οι ίδιοι δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «φιλοσόφους», ούτε και υπήρχαν στην εποχή τους φιλοσοφικές σχολές.
ΕΡΩΤΗΜΑ: Ποια η διαφορά της μυθολογικής από την ορθολογική ερμηνεία του κόσμου;
Οι κυριότεροι Ίωνες φιλόσοφοι είναι οι ακόλουθοι:
*Θαλής. Γεννήθηκε στη Μίλητο (624 – 546 π.Χ.). Καθώς ήταν ο πρώτος από τους Ίωνες φιλοσόφους, ο Θαλής πολλές από τις γνώσεις του τις απέκτησε από τις επισκέψεις του στην Αίγυπτο και στην Βαβυλώνα. Οι αρχαίες πηγές μας πληροφορούν πως είναι ο πρώτος που τιτλοφορήθηκε σοφός, και ο πρώτος από τους Έλληνες που καταπιάστηκε με τις φυσικές επιστήμες.
*Αναξίμανδρος. Γεννήθηκε στην Μίλητο (610-545 π.Χ.), και ήταν σύγχρονος του Θαλή. Σπούδασε αστρονομία και μαθηματικά, και λέγεται πως έφτιαξε ένα ηλιακό ρολόι. Ο Αναξίμανδρος δίδασκε πως τα πάντα δημιουργήθηκαν από την «άπειρον ύλην», η οποία είναι αγέννητη, αυτοκίνητη και αθάνατη». Κατ’ αυτόν η ζωή προέκυψε από την υγρή γη, όταν θερμάνθηκε από τον Ήλιο.
*Αναξιμένης. Γεννήθηκε το 585 ή 586 π. Χ. και πέθανε γύρω στα 528/524 π. Χ. Σύγγραμμα δικό του δεν έχει σωθεί, όμως ξέρουμε πως θεωρούσε πρωταρχικό στοιχείο τον αέρα, ο οποίος παρουσιάζεται με δύο μορφές, την αραίωση και την πύκνωση. Όταν ο αέρας αραιώνει γίνεται φωτιά, και όταν πυκνώνεται γίνεται σύννεφο και νερό.
*Ηράκλειτος. Γεννήθηκε στην Έφεσο (544-484 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο ο κόσμος είναι αυθυπόστατος, άχρονος, και μετασχηματίζεται συνεχώς. Κλασική είναι η ρήση του «Πάντα ρει», όλα αλλάζουν, τίποτε δεν μένει σταθερό και αναλλοίωτο. Για τον Ηράκλειτο ο κόσμος είναι ένα ενιαίο σύνολο, που ούτε γεννήθηκε, ούτε και θα χαθεί.
Ο υλοζωϊσμός ήταν η βάση της φιλοσοφίας των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Ηράκλειτος ). Κατά τον υλοζωϊσμό, τα πάντα είναι ύλη ζώσα και συνεπώς κάθε τι στη Φύση έχει, τουλάχιστον δυνάμει, τη δυνατότητα της αίσθησης και, κατά προέκτασιν, της συνείδησης. Σύμφωνα με την διατύπωση του Θαλή ο Κόσμος είναι όλος «έμψυχος και δαιμόνων πλήρης».
ΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΣΚΕΨΙΝ : Σκεφτείτε έναν πολιτισμό που θεωρεί τον κόσμο, γύρω, γεμάτο από θεούς και δαίμονες και πνεύματα του δάσους και ζωντανά στοιχεία της φύσης που κατανοούν, αντιλαμβάνονται την παρουσία του ανθρώπου και έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους (υλοζωϊσμός). Κατά τη γνώμη σας, τι είδους θρησκείες γεννά αυτή η αντίληψη;
ΜΙΑ ΣΥΝΘΕΤΗ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΘΕΣΑ: Ο υλοζωϊσμός ερμηνεύει τα πολλαπλά φαινόμενα με μία και μόνο απλή αρχή, την υποκείμενη πρωταρχική ουσία που παραμένει άφθαρτη και αναλλοίωτη παρ’ όλες τις επιφανειακές της μεταβολές. Η «Φύσις» είναι άπειρος, υλική, αυτοεξελισσομένη και αεικίνητος δύναμη, η οποία αενάως και αυτομάτως γεννά τα συνθετικά της τμήματα, όσο και τις μεμονωμένες μορφές των όντων, το δε «σώμα» της, η Ύλη, είναι ζώσα και αυτάρκης υπόσταση, αιτία του ιδίου της του εαυτού, ένα «αυτο-αίτιον» που περιλαμβάνει εντός αυτού όλες τις δημιουργικές δυνάμεις και όλα τα επί μέρους αίτια της γενέσεως και διαλύσεως των πραγμάτων.
Σας παραθέτω αποσπάσματα από τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους. Έτσι κι αλλιώς έχουν σωθεί ελάχιστα από αυτά, που στο εξής θα τα βρίσκουμε στο περίφημο βιβλίο των Ντιλς και Κρανζ, "Αποσπάσματα των Προσωκρατικών" , H. Diels- W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 11A11.Dublin-Zurich,1974, που συντομογραφικά θα το παραθέτουμε ως: DK.
Ξενοφάνης : «Αιθίοπες σφετέρους θεούς σιμούς μέλανάς τε <φασί πέλεσθαι> Θράκες τε πυρρούς και ξανθούς».
(= Ο Ξενοφάνης έλεγε ότι οι Αιθίοπες για τους θεούς τους λένε ότι έχουν μύτη σιμή (=πλατιά, πλακουτσωτή) και οι Θράκες για τους δικούς τους θεούς λένε ότι είναι ξανθοί, δηλαδή οι άνθρωποι φαντάζονται τους θεούς αντίγραφα δικά τους….).(Ξενοφάνης, απόσπασμα 16, Κλήμης, Στρωματείς, VII, 22-1. Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Dublin-Zurich, 1974, 21B16)
ΑΣΚΗΣΗ: Να υποστηρίξετε την άποψη πως οι άνθρωποι κάθε πολιτισμού, όταν προσπαθούν να περιγράψουν τους θεούς τους, τους πλάθουν κατ΄εικόνα και καθ'ομοίωσίν τους, δηλαδή φτιάχνουν θεούς που μοιάζουν με ανθρώπους του ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ πολιτισμού.
Των πρώτον φιλοσοφησάντων οι πλείστοι τας εν ύλης είδει μόνας ωήθησαν αρχάς είναι πάντων …. Θαλής δε ο της τοιαύτης φιλοσοφίας αρχηγός ύδωρ είναι φησίν των πάντων αρχήν.
(=Οι πιο πολλοί από εκείνους που φιλοσόφησαν για πρώτη φορά θεώρησαν ως αρχές για όλα τα σώματα κάποια συγκεκριμένα στοιχεία, π.χ. το νερό, τον αέρα, το άπειρο)…Ο Θαλής λ.χ. πρώτος κήρυκας αυτής της φιλοσοφίας θεώρησε αρχή πάντων το νερό).
H. Diels- W. Kranz, Die Fragmente der Forsokratiker, 11A14
ΕΡΩΤΗΜΑ: Γιατί νομίζετε πως οι πρώτοι , οι υλοζωϊστές φιλόσοφοι διάλεξαν τα πρωταρχικά, αρχετυπικά στοιχεία του νερού, του αέρα, της φωτιάς, του αιθέρα, ώστε να αποδώσουν κάπου την αρχική αιτία ύπαρξης του κόσμου; Προβληματιστείτε ιδιαίτερα με την έννοια του ΑΠΕΙΡΟΥ, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκέψη.
Ο Αναξίμανδρος. (610-545 π.Χ.) ήταν μαθητής και διάδοχός του Θαλή στη σχολή της Μιλήτου. Υποστήριζε ότι η αρχή των όντων ήταν το άπειρο, δηλαδή η αιώνια και συνεχώς μεταβαλλόμενη ύλη, επινόησε το πρώτο ηλιακό ημερολόγιο, σχεδίασε τον πρώτο χάρτη της έως τότε γνωστής γης και ασχολήθηκε με βιολογικά, αστρονομικά και κοσμολογικά ζητήματα.
Ο Σιμπλίκιος, ένας νεοπλατωνιστής φιλόσοφος του 6ου αιώνα μ. Χ., παραθέτει το μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα του Αναξίμανδρου στο έργο του ¨Εις Φυσικά". «Ο Αναξίμανδρος είπε ότι αρχή των όντων είναι το άπειρο… από το οποίο έγιναν όλοι οι ουρανοί και οι κόσμοι που υπάρχουν... Και απ’ όπου προέρχεται η γένεση των όντων εκεί ακριβώς συντελείται και η διάλυση τους σύμφωνα με την ανάγκη, γιατί τιμωρούνται και επανορθώνουν αμοιβαία για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου»
Δηλαδή το μεγάλο βήμα ή η μεγάλη τομή που έκανε ο Αναξίμανδρος με τη σκέψη του, είναι ότι εισήγαγε πρώτος στην ιστορία της φιλοσοφίας την έννοια του απείρου.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ : Το άπειρον είναι η αρχή του Κόσμου, η αρχή όλων των πραγμάτων, αυτό που είναι πίσω από την απέραντη ποικιλία και τις διαφορετικές τους ιδιότητες.Το άπειρον ο Αναξίμανδρος το προσδιορίζει ως στοιχείο αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο. Δεν είναι μείγμα των υλικών στοιχείων ούτε άυλη νοητική αρχή: είναι ύλη που περιέχει τα πάντα. Από το άπειρο αποσπώνται οι αντίθετες ύλες "ψυχρόν" και "θερμόν" και από την ανάμιξη τους το νερό. Από το νερό προκύπτουν τα άλλα στοιχεία, η γη , ο αέρας και η φωτιά. Από τον αέρα και τη φωτιά σχηματίζονται τα αστέρια που έχουν την λάμψη της φωτιάς και την ρυθμική κίνηση των ρευμάτων του αέρα.
ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΟΥΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ "ΑΠΕΙΡΟΝ";
Επίσης είπε ο Αναξίμανδρος ότι κατά την πρώτη εμφάνισή του ο άνθρωπος γεννήθηκε από ζώα άλλου είδους. Το σκεπτικό του ήταν τούτο: ότι τα άλλα ζώα λίγο μετά τη γέννησή τους μπορούν μόνα τους να βρουν την τροφή τους, ενώ ο άνθρωπος μόνος χρειάζεται μακροχρόνια φροντίδα στην κούνια του (τιθήνη = κούνια) από το γεννήτορά του).
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ: είναι αλήθεια, κατά τη γνώμη σας, πως το ανθρώπινο βρέφος είναι το πιο ανυπεράσπιστο βρέφος από όλα τα μωρά των άλλων ζώων; Είναι αλήθεια πως χρειάζεται πολύν χρόνο μέχρι να περπατήσει, μέχρι να μιλήσει, και κατόπιν άλλον τόσο χρόνο μέχρι να αποκτήσει αυτάρκεια και να μάθει να βρίσκει μόνο του την τροφή του και να επιβιώνει; Αν ναι, πού το αποδίδετε αυτό το γεγονός; ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΤΕ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟ ΘΕΛΗΣΕΤΕ, ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ.
«Λέγει που Ηράκλειτος ότι πάντα χωρεί και ουδέν μένει….δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης» , ( άλλη παραλλαγή: «Πάντα ρει»).
(=Λέγει κάπου ο Ηράκλειτος ότι όλα προχωρούν, αλλάζουν και τίποτε δε μένει αμετάβλητο – νόμος της αέναης μεταβολής, αλλαγής, ροής των πάντων …και δυο φορές δεν μπορεί κανείς να μπει στο ίδιο ποτάμι…για τον απλό λόγο ότι το νερό ασταμάτητα κυλάει, άρα το ποτάμι αλλάζει συνεχώς. Παραλλαγή του αποσπάσματος αυτού πιο σύντομη: «Όλα ρέουν, ασταμάτητα»).
DK 22B91.(Ηράκλειτος)
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν μπαίνουμε στο ΙΔΙΟ ακριβώς ποτάμι για δεύτερη φορά; Όντως ισχύει το ηρακλείτειο "πάντα ρει κουδέν μένει;"
Παρμενίδης: «Ταυτόν εστι νοείν τε και ούνεκεν εστί νόημα»
(= Ο Παρμενίδης έγραψε: «Αυτά που έχουμε στο νου ως εικόνα της πραγματικότητας ταυτίζεται με τα πράγματα που έγιναν αφετηρία για να φτάσει στο νου το αίσθημα που έγινε εικόνα νοητή – Η άποψη του απλού εμπειρισμού).
DK 28B3 (Παρμενίδης).
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΨΗ ΣΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ Ο ΝΟΥΣ ΜΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΤΗ ΣΩΣΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ; Για να απαντήσετε να λάβετε υπ'όψιν σας τον χάρτη του κόσμου που σας δίνω πιο κάτω, ένα χάρτη που περιγράφει τον κόσμο όπως τον καταλάβαιναν την εποχή του Θαλή. Προσέξτε πως η τότε γνωστή "ξηρά" περιβάλλεται από έναν ακατανόητο Ωκεανό, και πως εκεί , στα όρια ξηράς και Ωκεανού, "τελειώνει" ο κόσμος για τους αρχαίους Έλληνες.
«Λεύκιππος άπειρα και αεί κινούμενα υπέθετο στοιχεία τας ατόμους» .(= Ο Λεύκιππος διατύπωσε την υπόθεση ότι τα άτομα είναι άπειρα και βρίσκονται σε αέναη κίνηση).
DK67B2 (Λεύκιππος).
ΘΕΜΑ: ΜΕ ΠΟΙΑ ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΟΙΑΖΕΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΙΠΠΟΥ; Να κάνετε μια σχετική εργασία.
ΤΟ ΠΡΟΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Η ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ;
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο
Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ρασιοναλιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο, όπως θα δούμε στα επόμενα μαθήματα.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο, είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
Με την "τοποθέτηση" των πληροφοριών σε έναν οπτικά αντιληπτό χώρο (χάρτη, απεικόνιση, σχέδιο, αναπαράσταση, μικρογραφία) αλλά και με την προβολή εκπαιδευτικών ντοκιμαντέρ, η διδασκαλία της Ιστορίας μάς δημιουργεί, σταδιακά, μιαν ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ του ιστορικού ΧΩΡΟΥ.
Μιλώντας για τη Μεσόγειο Θάλασσα, πρέπει να ξέρουμε πώς αυτή μετατράπηκε σε χώρο διεκδραμάτισης ιστορικών γεγονότων. Πώς, δηλαδή, μετατράπηκε σε ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΩΡΟ παίρνοντας το συγκεκριμένο όνομα: "Μεσόγειος" είναι η θάλασσα που εκτείνεται μεταξύ δύο γαιών. Και οι "δύο γαίες" για την αντίληψη των αρχαίων ήσαν αφενός ο κορμός της Ευρασίας (Ευρώπης και Ασίας ΜΑΖΙ) κι αφετέρου ο ενιαίος κορμός της Αφρικής. Ο μύθος μιλά για αρπαγή της Ευρώπης από τον Δία και για μεταφορά της στον κύριο κορμό της Ευρώπης: αυτός ο μύθος συνδέει τις δύο ηπείρους, τόσο γεωγραφικά, όσο και πολιτιστικά.
Παρά το πλήθος των παράκτιων λαών εκ των οποίων αναπτύχθηκαν με τη σειρά τους διάφοροι αρχαίοι πολιτισμοί, πρώτα εκ του Αιγαίου και της ανατολικής λεκάνης και μέχρι της δυτικής (που εξαπλώθηκαν στη συνέχεια με ενδιάμεσες αποικίες) η Μεσόγειος περιέργως δεν είχε εξ αρχής και επί αιώνες ιδιαίτερο όνομα.
Ο Ηρόδοτος π.χ. χρησιμοποιεί επί μέρους ονόματα θαλασσών και κολπώσεών της αντί ενιαίου ονόματος (Α 163). Άλλοι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονται σε αυτήν περιφραστικά, είτε προς τον έξω από τις Ηράκλειες στήλες απλωμένο ωκεανό, είτε ως γνωστότερη την έσω από τις εν λόγω στήλες. Π.χ. ο Στράβων την ονομάζει: «η εντός και καθ΄ ημάς λεγομένη θάλασσα», προσδιορισμό που πιστά μιμήθηκαν αργότερα οι Ρωμαίοι και τον μετέφρασαν ως «Μare Νostrum» (= ημέτερη θάλασσα). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης την ονομάζει «θάλασσα» έναντι εκείνου του ωκεανού. Το αυτό και ο Πολύβιος, ενώ άλλοι Ρωμαίοι χρησιμοποιούν τον όρο «mare internum» ή «mare insentinum» (= εσωτερική θάλασσα) καθώς και «Μare magnum» (=Μεγάλη θάλασσα).
Η πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει ιστορικά στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα, οπότε πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει χαρακτηριστικά «Mare Mediterraneum» ως μεταξύ δύο ηπείρων θάλασσα, καθιστάμενος ιστορικός ανάδοχος του ονόματος αυτής.
Ο 16ος και 17ος αιώνας βρίσκει τη θάλασσα αυτή να ονομάζεται: Λευκή θάλασσα, ή θάλασσα των Ελλήνων (έτσι την ονόμαζαν και οι Τούρκοι σε αντιδιαστολή με το Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο). Η πατρότητα του ελληνικού όρου «Μεσόγειος» οφείλεται στον γεωγράφο - επίσκοπο Αθηνών Μελέτιο (Γεωγραφία παλαιά και Νέα, Α 80 - 1707) με τον επιπρόσθετο χαρακτηρισμό ως «δεύτερο κόλπο του ωκεανού», εννοώντας ως πρώτο τον Βισκαϊκό.
Ιστορικά ονόματα που έχουν δοθεί για επιμέρους περιοχές της Μεσογείου είναι: Σαρδώο πέλαγος, Ιβηρικό π., Γαλλικό π., Ταρτησσός Κόλπος, Βαλεαρικό π., Λυγουρικό, Λιγυστικό, Αυσώνιο, Τυρρηνό, Σικελικό, Ιωνικό, Αιγαίο, Αδρίας, Ρόδιο, Κύπριο, Κιλικίας αυλών κ.ά.
Είδαμε, επί τροχάδην,πώς διαμορφώθηκε ο θαλάσσιος χώρος της λεκάνης της Μεσογείου σε ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΩΡΟ.
ΘΕΜΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: Συμφωνείτε πως η διδασκαλία συμβάλλει στη διαμόρφωση της κάθε ατομικής «νοητικής εικόνας» στην αντίληψη του κάθε μαθητή ξεχωριστά;
ΚΑΙ ΗΡΘΕ Η ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΘΕΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Πώς δομείται η έννοια του ΧΩΡΟΥ στην ανθρώπινη αντίληψη;
O πρώτος χώρος που αντιλαμβανόμαστε είναι ο χώρος της μήτρας, όταν είμαστε έμβρυα. Ίσως εκεί γίνονται κάποιες "καταγραφές" στον εγκέφαλο, ίσως όχι. Πάντως, το βέβαιο είναι πως αυτήν τη φάση της ζωής μας δεν τη θυμόμαστε μετά. Ούτε θυμόμαστε αυτόν τον πρώτο "χώρο".
Το ανθρώπινο έμβρυο δεν αποκλείεται να φέρει "εγγεγραμμένη" στον εγκέφαλό του μια πρώτη καταγραφή της έννοιας του "χώρου". Αυτό μένει να το αποδείξουν η νευροψυχολογία και η νευρολογία.
Όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, έχει μια πρώτην αντίληψη της έννοιας του χώρου, πολύ στοιχειώδη. Ο Χώρος για το νεογέννητο είναι ο χώρος που μπορεί να συμπεριληφθεί στον οπτικό του κώνο. Λίγο αργότερα ο χώρος του δωματίου του είναι η πρώτη "νοητική απεικόνιση", το πρώτο "νοητικό σχήμα" του ΕΞΑΕΔΡΟΥ.
Είναι το πρώτο πράγμα που ζωγραφίζουν κάθε χρόνο στην αρχή της χρονιάς τα παιδιά, όταν πηγαίνουν στην πρώτη Δημοτικού. Η πρώτη ζωγραφιά. Το σπίτι μας, οι ρίζες μας, η ψυχή, η εικόνα του. Όλα τα σπίτια σχεδόν, στα παιδικά σχέδια, έχουν το κλασικό τετράγωνο σχήμα, δυο μικρότερα τετράγωνα για παράθυρα, ένα παραλληλόγραμμο για πόρτα και μια τριγωνική σκεπή. Συνήθως είναι διάφανο και κρέμεται ένας γλόμπος στη μέση, ένα τραπέζι και μια καρέκλα για τους πιο προχωρημένους «ζωγράφους». Η καμινάδα απαραίτητη και κάποιες φορές έχει και καπνό. Το σπίτι δείχνει τη ζωή, την ασφάλεια, την γεμάτη με αναμνήσεις, «χτισίματα» και συναισθήματα: έτσι εκφράζεται εικαστικά η παιδική ηλικία, λένε οι ειδικοί που ερμηνεύουν τα παιδικά σχέδια.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια άλλα σχήματα νομίζετε πως αντιλαμβάνεται το βρέφος μέσα στην κούνια;
Σύμφωνα με τον ελβετό ψυχολόγο Ζαν Πιαζέ, το παιδί, μεγαλώνοντας, κατακτά σταδιακά την έννοια του Χώρου, μέσα από προσωπική του ανακάλυψη.
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει είναι η ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ.
Στην περίοδο των 7 ως 11 ετών για πρώτη φορά ο μαθητής:Α) Προβαίνει σε επαληθεύσιμες λογικές πράξεις, που μάλιστα είναι αναστρέψιμες. Β) Ταξινομεί κατά τρόπο λογικό πρόσωπα και πράγματα, κατανοώντας πλήρως λογικές έννοιες και τις μεταξύ τους σχέσεις.Γ) Τοποθετεί σε σειρά, κατ’ ανιούσα ή κατιούσα κλίμακα, διάφορα μεγέθη. Δ) Έχει κατακτήσει την έννοια της διατήρησης των διαφόρων φυσικών μεγεθών (ποσότητας, βάρους, όγκου). Ε) Έχει κατακτήσει την έννοια του αριθμού, τόσο ως τάξεως ομοειδών πραγμάτων ( απόλυτοι αριθμοί) όσο και ως θέσεως μέσα στη σειραϊκή διάταξη του αριθμητικού συστήματος ( τακτικοί αριθμοί).Στ) Εξάγει συμπεράσματα για την πραγματική κατάσταση του κόσμου που τον περιβάλλει, χωρίς να είναι απόλυτα δέσμιος των κατ’ αίσθησιν αντιλήψεων.Ζ) Έχει αποκτήσει την ικανότητα να στρέφει την προσοχή του σε περισσότερα του ενός χαρακτηριστικά κάθε φορά, δηλαδή «αποκεντρώνει» την προσοχή του.Η) Συλλαμβάνει νοητικά –και επομένως προβλέπει- όχι μόνο τις σταθερές καταστάσεις, αλλά και τις ενδιάμεσες φάσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ της αρχικής και της τελικής φάσης. (Παρασκευοπούλου Ι., Εξελικτική Ψυχολογία, 1985, τόμος 3, σελ. 65-66)
Όπως και το ανθρώπινο ΑΤΟΜΟ (βρέφος-νήπιο-παιδί-έφηβος),έτσι και ο ανθρώπινος πολιτισμός πέρασε από ΣΤΑΔΙΑ στην εξελικτική του αντίληψη του Χώρου. Σε ένα πρώτο, "νηπιακό" θα έλεγε κανείς, στάδιο, ο ανθρώπινος πολιτισμός αντιλήφθηκε τον χώρο μόνο με τις αισθήσεις και θεώρησε πως ο χώρος είναι αυτό που βλέπει και τίποτε παραπάνω.
Μέσω της θεωρίας του Piaget για τα Στάδια της Μάθησης μπορέσαμε να κατανοήσουμε κάποιες στοιχειώδεις έννοιες που αφορούν τον Χώρο ως ψυχικό βίωμα, καταγραφή του ανθρώπινου εγκεφάλου, αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας και ταύτιση με τον «σωματικό» χώρο του ατόμου. Οι έννοιες Αριθμός και Χώρος αλληλοπεριχωρούνται εν τη γενέσει τους. Δεν υπάρχει ανθρώπινο όν που να μην αντιλαμβάνεται με τον συγκεκριμένο τρόπο τον Χώρο: γι’αυτό μας διαβεβαιώνουν τα πειράματα της Εξελικτικής Ψυχολογίας.
O άνθρωπος “κατοικεί” με ένταση, επενδύει στους τόπους συναισθηματικά, ιδεολογικά, κοινωνικά καθώς και οικονομικά με αποτέλεσμα να δίνει ψυχή,
ζωή σε φυσικά αντικείμενα όπως τα δέντρα, τους βράχους, τις πέτρες, καθώς αντιμετωπίζονται ως ζώντα.
Αυτή η συμμετοχική σχέση περιβάλλοντος και ανθρώπου εκφράζεται και λεκτικά με τη χρήση τοπωνυμίων, στο στάδιο όπου συνειδητοποιεί
κανείς πως μιλώντας για τα στοιχεία ενός τόπου αναφέρεται στις διαδρομές και τις συνήθειες των ανθρώπων.
Ο "μικρός Πρίγκιπας" (ο ήρωας της νουβέλας του Αντουάν ντε Σαιντ Εξιπερύ)κατοικεί στον χώρο του διαστήματος, όπου οι αναλογίες της πραγματικότητας έχουν αλλάξει.
Η εξοικείωση του μικρού Πρίγκιπα με την αλεπού γίνεται με σταδιακή "κατάκτηση" του χώρου που τους χωρίζει. Αυτήν τη διαδικασία ο Εξιπερύ την ονομάζει "εξημέρωση".
O ουτοπικός χώρος στη νουβέλα "Ηλεκτρικό πρόβατο" του Φίλιπ Ντικ είναι ένας χώρος ήδη κατακτημένος από τον άνθρωπο.
Aντίθετα, η Neverland ("Η χώρα του ποτέ") του Πήτερ Παν είναι ένας χώρος προς κατάκτησιν, ένας χώρος που καλεί τον ήρωα να τον κατακτήσει.
Όσο για τη Gotham City του Μπάτμαν, είναι μια εφιαλτική μεγαλούπολη εμπνευσμένη από το Σικάγο και τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του '80. Είναι μια "δυστοπία".
Στην αψίδα του Τίτου, στη Ρώμη, αναπαρίσταται σε γλυπτή μορφή η πορεία του εξόριστου εβραϊκού λαού προς τον γενέθλιο τόπο του.
Η Ιθάκη είναι η αντίστοιχη "γη της επαγγελίας" του περιπλανώμενου Οδυσσέα, στην ομηρική "Οδύσσεια". Η επανεύρεση της Ιθάκης συνδέεται με την κατάκτηση της έννοιας του γενέθλιου τόπου.
Στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου "Το βλέμμα του Οδυσσέα" η ανθρώπινη συνείδηση καταγράφει, φωτογραφίζει και κινηματογραφεί σαν κάμερα τα στοιχεία που συναπαρτίζουν την έννοια του γενέθλιου τόπου.
Στην ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα "Στον καιρό των τσιγγάνων" η μοίρα των ανθρώπων διαγράφεται ξεκομμένη από κάποιον γενέθλιο τόπο.
Στην εξιστόρηση της κατάκτησης της αμερικανικής "Δύσης" ο ιδεώδης τόπος "κάπου δυτικά" ήταν το κίνητρο ώστε η λευκή φυλή να εξαπλωθεί στα ενδότερα της αμερικανικής ηπείρου εξολοθρεύοντας τις φυλές των Ινδιάνων που κατοικούσαν εκεί. Στη φαντασία των Αμερικανών αυτό παρουσιαζόταν σαν θέλημα Θεού.
Ο μυθικός Οιδίποδας βαδίζει τον δρόμο που οδηγεί στη Θήβα, δηλαδή στο πεπρωμένο του.
ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ: Πώς αντιλαμβάνεστε το "σταυροδρόμι" που πρέπει να πάρει ο Οιδίποδας, προκειμένου να βρεθεί στον τόπο καταγωγής του; Στην απάντησή σας να λάβετε υπ'όψιν σας τα σημαντικά κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού εκείνης της εποχής, δηλαδή το Άργος, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Θήβα.
Ο άνθρωπος επιδιώκει να συμπεριλάβει τον εαυτό του σε ένα γενέθλιο τόπο, να “περιέχεται”, να ανήκει κάπου. Οπότε, αυτό το οικείο, το “άμεσο”, το “καταφύγιο”, προτρέπει και βοηθά την ανθρώπινη ύπαρξη, να βρει τον εαυτό της, να σταθεί στα πόδια της, ώστε να ανοιχτεί προς τον κόσμο. Η μυθολογική αφήγηση είναι μια αφήγηση για τον ΤΟΠΟ από όπου προερχόμαστε και για τον ΤΟΠΟ προς τον οποίον κατευθυνόμαστε.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τους άθλους του Ηρακλή:
Ο Ηρακλής και το λιοντάρι της Νεμέας-
Η Λερναία Ύδρα, ένα τέρας με εννιά κεφάλια -
Το ελάφι της Άρτεμης και ο κάπρος του Ερύμανθου -
Ο Ηρακλής καθαρίζει τους στάβλους του Αυγεία -
Οι Στυμφαλίδες όρνιθες -
Η ζώνη της Ιππολύτης -
Τα βόδια του Γηρυόνη -
Ο Ηρακλής και ο Κέρβερος του Άδη -
Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων -
-Άρα σε όλες τις μυθικές αφηγήσεις βλέπουμε προσδιορισμούς του ΧΩΡΟΥ όπου συμβαίνει το μυθολογικό γεγονός. Aυτό φαίνεται στον πίνακα του Καράτσι "Ο Ηρακλής στο τρίστρατο", όπου ο μυθικός ήρωας διστάζει για τον ποιον προορισμό (δρόμο, κατεύθυνση) πρέπει να επιλέξει στη ζωή του:
Για τον ανθρωποκεντρισμό στην αντίληψη του χώρου τοποθετήθηκε ο φιλόσοφος Πρόδικος ο Κείος (που κατάγεται από την Κέα, δηλαδή τη Τζια. Ο Πρόδικος έλεγε πως οι πρώτοι άνθρωποι θεωρούσαν πως ο ήλιος και η σελήνη και τα ποτάμια και οι πηγές και γενικά όλα όσα βοηθούν τον άνθρωπο στη ζωή του φτιάχτηκαν, τάχατες, με μοναδικό προορισμό να ωφελήσουν τον άνθρωπο : «Πρόδικος φησίν ήλιον και σελήνην και ποταμούς και κρήνας και καθόλου (γενικά) πάντα τα ωφελούντα τον βίον ημών οι παλαιοί θεούς ενόμισαν είναι δια την απ’ αυτών ωφέλειαν» (Πρόδικος ο Κείος, από το βιβλίο του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Η Αρχαία Σοφιστική, εκδ. «Γνώση», σελ. σελ. 324-327).
Ο Πρόδικος είχε δίκιο: όπως ακριβώς κάνει και ένα νήπιο, ο πρωτόγoνος άνθρωπος απέδιδε όποιο φαινόμενο δεν κατανοούσε σε κάποιαν υπερφυσική δύναμη, κάποια θεότητα ή δύναμη της φύσης που ήταν μεγαλύτερη, αποτελεσματικότερη από τον ίδιο και ασύλληπτη στις ιδιότητές της. Και θεωρούσε πως ο θεός το έφτιαξε αυτό το φαινόμενο ΕΙΔΙΚΑ για να εξυπηρετήσει τον άνθρωπο! Επίσης, στην αντίληψή του για το ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ περιλάμβανε τις έννοιες του Χώρου και του Χρόνου: δηλαδή έλεγε πως "οι θεοί κατοικούν στον Όλυμπο" , ή "οι θεοί κατοικούν στον Κάτω Κόσμο", και ούτω καθ'εξής. Όμως ο Χώρος και ο Χρόνος των θεών ήταν διαφορετικός από τον Χώρο και τον Χρόνο των ανθρώπων. Ο Χώρος των θεών βρισκόταν κάπου ψηλότερα, κάπου μακρύτερα, σε ένα απρόσιτο και απροσπέλαστο απο τον άνθρωπο σημείο (π.χ. τον Όλυμπο), ενώ ο Χρόνος των θεών δεν ήταν πεπερασμένος, δεν τελείωνε ποτέ και προϋπήρχε ανέκαθεν: οι θεοί δεν έχουν τέλος στη χρονική προθεσμία της ύπαρξής τους, είναι αθάνατοι, αιώνιοι. Θεωρείται, και αυτό το επιβεβαιώνουν κάποια ευρήματα στην Αφρική (Μποτσουάνα), πως η πρώτη πραγματική λατρεία θεών έγινε από τον άνθρωπο 70,000 πριν: επρόκειτο για τη λατρεία ενός θεού-Πύθωνα.
Το ίδιο ισχύει για τον θεό Τσακ των Μάγιας.
Το ίδιο ισχύει για τον ηλιακό θεό Μίθρα.
ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Βλέπετε τον θεό Άνουβι των Αιγυπτίων. Τι παρατηρήσεις έχετε να κάνετε;
Παρατηρήστε τη Μητέρα-Θεά του Κατάλ Χουγιούκ της Μικράς Ασίας.
Παρατηρήστε το τέρας Χάος και τον ηλιακό θεό της Μεσοποταμίας
Με ανθρώπινη φωνή αφηγείται το έπος "Μαχαμπχαράτα" ο Γκανέσα, ο Αφηγητής-θεός της Ινδίας.
Στα καθ'ημάς, ανθρωποκεντρικά λειτουργεί (και απεικονίζεται, φυσικά) και ο εκστατικός θεός Διόνυσος, θρακοφρυγικής καταγωγής θεότητα που οι Έλληνες υιοθέτησαν και προσάρμοσαν στα δικά τους δεδομένα.
ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ: Από ό,τι ξέρετε από την εισαγωγή στην Τραγωδία , ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του θεού Διονύσου;
Το καθιερωμένο, συμβατικό δωδεκάθεο των Ελλήνων, που κατοικεί στον γεωγραφικό "χώρο" του Ολύμπου. Ο Όλυμπος των θεών είναι ένας ιδεατός χώρος και δεν ταυτίζεται με το όρος Όλυμπος όπου αναρριχώνται οι αλπινιστές, φυσικά. Μάλιστα,αναπαριστά μια "πολιτική" κοινωνία που μοιάζει με την πολιτική κοινωνία των ανθρώπων.
Είδαμε πως ο Όλυμπος, ως χώρος κατοικίας των θεών, δεν είναι μόνο ένα βουνό, αλλά και μια έννοια. Ταυτίζεται με την Αθανασία. Είναι ο χώρος της αθανασίας, που ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση ούτε να κατακτήσει, ούτε καν να προσεγγίσει.
Εδώ αξίζει να προσθέσουμε πως το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο περιλάμβανε τρία επίπεδα: τον χώρο των θεών (τον Όλυμπο), τον χώρο των θνητών (τη Γη) και τον χώρο των νεκρών (Κάτω Κόσμο).
Πριν γίνει αντικείμενο της εννοιακής σκέψης των Ιώνων φιλοσόφων, ο χώρος γινόταν «μυθικά» αντιληπτός από τον άνθρωπο στην προσπάθειά του να συνάψει σχέσεις αναφοράς προς κάποιες συντεταγμένες, λόγου χάριν σε σχέση με την κίνηση. Αντίστοιχα, ο μαθητής επιχειρεί να κατακτήσει κάθε έννοια επινοώντας ένα είδος «προσωπικής μυθολογίας»: αυτή απηχεί τόσο το στάδιο εξέλιξης στο οποίο βρίσκεται, όσο και την ποιότητα των οντολογικών βεβαιοτήτων του.
“Eίναι γεγονός ότι στην αρχή η επιστήμη και η φιλοσοφία ήταν ενωμένες και μονάχα με το πέρασμα των αιώνων η φυσική, η χημεία, η αστρονομία ή η ψυχολογία απέκτησαν σιγά σιγά την ανεξαρτησία τους από την κοινή φιλοσοφική μήτρα. Σήμερα οι επιστήμες φιλοδοξούν να μας εξηγήσουν πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος γύρω μας και πώς λειτουργεί, ενώ η φιλοσοφία ενδιαφέρεται κυρίως για τη σημασία που έχει ο κόσμος για μας. Η επιστήμη, για οποιοδήποτε θέμα κι αν μιλήσει, υιοθετεί την απρόσωπη οπτική γωνία (ακόμα κι όταν ερευνά τον ίδιο τον άνθρωπο!), ενώ η φιλοσοφία έχει πάντοτε υπόψη της ότι η γνώση έχει αναγκαστικά ένα υποκείμενο: τον άνθρωπο- πρωταγωνιστή.
Η επιστήμη επιδιώκει να γνωρίσει αυτό που υπάρχει κι αυτό που συμβαίνει. Η φιλοσοφία μελετά το πώς μας επηρεάζει αυτό που υπάρχει κι αυτό που γνωρίζουμε ότι συμβαίνει. Η επιστήμη πολλαπλασιάζει τις προοπτικές και τις περιοχές της γνώσης, που σημαίνει ότι τεμαχίζει και εξειδικεύει τη γνώση. Η φιλοσοφία πασχίζει να συσχετίσει το καθετί με όλα τα υπόλοιπα, προσπαθεί να συγκεντρώσει το σύνολο των γνώσεων σ’ ένα κοινό θεωρητικό πλαίσιο, ικανό να υπερβεί την πολυμορφία αυτής της ενιαίας και αδιαίρετης περιπέτειας που είναι η σκέψη ή, μ’ άλλα λόγια, η ανθρώπινη ύπαρξη. Η επιστήμη αποσυνθέτει τις εμφανείς μορφές του πραγματικού σε αόρατα θεωρητικά στοιχεία, με κυματικό ή σωματιδιακό χαρακτήρα, που μπορούν να εκφραστούν μαθηματικά σε στοιχεία αφηρημένα και απρόσιτα. Χωρίς να αγνοεί ή να περιφρονεί αυτή την ανάλυση, η φιλοσοφία διασώζει τη ζωτική για τον άνθρωπο εμφανή πραγματικότητα, μέσα στην οποία εκτυλίσσεται η περιπέτεια της ύπαρξής μας (π.χ. η επιστήμη μάς αποκαλύπτει ότι τα τραπέζια και τα δέντρα αποτελούνται από ηλεκτρόνια, νετρόνια κτλ., ενώ η φιλοσοφία, χωρίς να υποτιμά αυτή την αποκάλυψη, μας επαναφέρει σε μια ανθρώπινη πραγματικότητα ανάμεσα σε τραπέζια και δέντρα). Η επιστήμη αναζητεί γνώσεις και όχι απλές εικασίες. Η φιλοσοφία θέλει να μάθει τη σημασία που έχουν για μας οι γνώσεις μας στο σύνολό τους, και μάλιστα αν είναι γνώσεις πραγματικές ή μεταμφιεσμένη άγνοια! Γιατί η φιλοσοφία συνηθίζει να προβληματίζεται για ζητήματα που οι επιστήμονες (και φυσικά και ο απλός κόσμος) θεωρούν δεδομένα ή προφανή”.
(Φερνάντο Σαμπατέρ, Οι ερωτήσεις της ζωής, μτφρ. Κ. Φιλιππίδης, εκδ. Αίολος, Αθήνα 2003, σ. 21)
ΕΡΓΑΣΙΑ : να συζητήσετε στην τάξη τις απόψεις του Φερνάντο Σαμπατέρ που διαβάσατε πιο πάνω
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΧΩΡΟΥ
: «Πρόδικος φησίν ήλιον και σελήνην και ποταμούς και κρήνας και καθόλου (γενικά) πάντα τα ωφελούντα τον βίον ημών οι παλαιοί θεούς ενόμισαν είναι δια την απ’ αυτών ωφέλειαν» (Πρόδικος ο Κείος, από το βιβλίο του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Η Αρχαία Σοφιστική, εκδ. «Γνώση», σελ. σελ. 324-327).
ΕΙΔΗΣΗ: Η ανακάλυψη εξωπλανητών είναι πλέον σχεδόν καθημερινή υπόθεση. Ο αριθμός τους έχει ξεπεράσει πλέον τους έξι χιλιάδες και όταν τεθούν λειτουργία τα νέας γενιάς διαστημικά και επίγεια τηλεσκόπια ο αριθμός τους αναμένεται να εκτοξευθεί. Το τελευταίο διάστημα η προσπάθεια των αστρονόμων έχει επικεντρωθεί στην προσπάθεια εντοπισμού πλανητών με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Γης.
Μια τέτοια περίπτωση ανακοινώθηκε πριν από λίγα 24ωρα από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ και του Πανεπιστημίου του Τέξας. Χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο του αστεροσκοπείου La Silla στην Χιλή οι ερευνητές εντόπισαν ένα εξωπλανήτη σε απόσταση 111 ετών φωτός από εμάς. Ο K2-18b όπως ονομάστηκε ο εξωπλανήτης είναι μια Σούπερ Γαία ή Υπερ Γαία, όρος που χαρακτηρίζει πλανήτες με μέγεθος 1-10 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Γης. Οι πρώτες αναλύσεις δείχνουν ότι ο εξωπλανήτης είναι πιθανότατα βραχώδης και βρίσκεται στην λεγόμενη κατοικήσιμη ζώνη του συστήματος του. Είναι δηλαδή σε απόσταση τέτοια από το μητρικό του άστρο να υπάρχουν ευνοϊκές για την ζωή συνθήκες όπως νερό σε υγρή μορφή στην επιφάνεια του.
Ο πλανήτης διαθέτει και μια ατμόσφαιρα που και αυτή δείχνει φιλική στην ύπαρξη κάποιων μορφών ζωής έστω και σε μικροβιακό επίπεδο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι κοντά στον K2-18b βρίσκεται άλλη μια Σούπερ Γαία. Οπως είναι ευνόητο τόσο ο εξωπλανήτης όσο και το σύστημα αυτό γενικότερα θα αποτελέσει τώρα στόχο των επιστημόνων αφού δείχνουν αφού βάζουν σοβαρή υποψηφιότητα να διαθέτουν ζωή.
ΕΡΩΤΗΜΑ: Σε τι σκέψεις σάς βάζει ο εντοπισμός ενός πλανήτη εκτός της Γης που φέρει τις προϋποθέσεις ζωής;
Με την "τοποθέτηση" των πληροφοριών σε έναν οπτικά αντιληπτό χώρο (χάρτη, απεικόνιση, σχέδιο, αναπαράσταση, μικρογραφία) αλλά και με την προβολή εκπαιδευτικών ντοκιμαντέρ, η διδασκαλία της Ιστορίας μάς δημιουργεί, σταδιακά, μιαν ΟΠΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ του ιστορικού ΧΩΡΟΥ.
Ο Χώρος, ως φυσική πραγματικότητα, εκφράζει ένα «τρόπον» του γίγνεσθαι, δηλαδή το Όν της Φιλοσοφίας απαρεγκλίτως τοποθετείται «κάπου»: για τη Φιλοσοφία, ό,τι δεν «είναι» κάπου, δεν υπάρχει. Η εξατομικευμένη νοητική εικόνα της έννοιας διασταυρώνεται προς το αντικειμενικό της σύστοιχο, που είναι η εμπειρία: έτσι οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές της Ελλάδας διαφοροποιήθηκαν σε ό,τι αφορά το ζήτημα Χώρος/Χρόνος γιατί θέσπισαν και διαφορετικές προσεγγίσεις του Όντος. Αντίστοιχα, κάθε παιδί που σπουδάζει στο σχολείο σημασιοδοτεί με φιλοσοφικό τρόπο τον Χώρο όπου κινείται ως παρατηρητής και καλείται να τον μεταβάλει, «κατανοώντας» τον, μετατρέποντάς τον, δηλαδή, σε ΕΝΝΟΙΑ.
ΘΕΜΑ: Δώσε έναν προσωπικό σου ορισμό της έννοιας του Χώρου
Η καθιερωμένη αντίληψη για τον Χώρο (με τις συντεταγμένες, δηλαδή, του ευκλείδειου επιπέδου) είναι ότι ο (φυσικός) κόσμος απαρτίζεται από ξεχωριστά κομμάτια, που τα ονομάζουμε (φυσικά) αντικείμενα: μια πέτρα, ένα δέντρο, ο άνθρωπος, ο Ήλιος και τα άλλα αστέρια είναι φυσικά αντικείμενα. O Ήλιος, για παράδειγμα, είναι "απέναντι" και ο άνθρωπος τον παρατηρεί. Όταν ξεπεράσει τη "νηπιακή" εντύπωση πως ο Ήλιος είναι ο Απόλλων που περνά πάνω στο άρμα του, όταν δηλαδή ο άνθρωπος αρχίσει να φιλοσοφεί, χαρακτηρίζει τον Ήλιο ως ένα φωτεινό αντικείμενο που κινείται στον ουράνιο θόλο. Ως μέρος της δημιουργίας, ως μέρος της φύσης.
Η αντίληψή μας για τον Χώρο εξαρτάται από την ΟΠΤΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ του Χώρου. Κατατάσσοντας την κάθε έννοια βάσει αυτής της παραδοχής, έχουμε τις εξής τέσσερεις προσεγγίσεις της πραγματικότητας (άρα: ΚΑΙ του Χώρου):
Στο πάνω αριστερά μέρος του σχήματος έχουμε την "ουσιαστική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Στο κάτω αριστερά μέρος έχουμε τη "σχετικιστική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Στο πάνω δεξιά μέρος έχουμε τη "νατουραλιστική" ή "φυσιοκρατική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Και στο κάτω δεξιά μέρος έχουμε την "υπερβατολογική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Το ίδιο ισχύει για όλες τις φιλοσοφικές έννοιες.
Υπάρχει, αντίστοιχα, η ιδεαλιστική προσέγγιση (πάνω αριστερά), η προσέγγιση που σχετικοποιεί την αλήθεια με βάση την οπτική γωνία του παρατηρητή (κατω αριστερά), η φυσιοκρατική προσέγγιση, που μεταβάλλει τα αντικείμενα του χώρου με κριτήριο τις φυσικές δυνάμεις που επιδρούν πάνω τους και τα μετασχηματίζουν, και, τέλος, υπάρχει η υπερβατολογική προσέγγιση, που δεν εμπιστεύεται την παρέμβαση του ανθρώπινου νου, αλλά προτρέπει να "αφήσουμε τα πράγματα να υπάρχουν από μόνα τους, όπως είναι"
Στους απόλυτα ιδεαλιστές φιλοσόφους κατατάσσονται ο Πλάτωνας, ο Καντ και οι φονταμενταλιστές ερμηνευτές των διαφόρων θρησκειών.
Στους σχετικιστές φιλοσόφους κατατάσσονται ο Πρωταγόρας, ο Πύρρων ο Ηλείος, ο Ντεκάρτ (Καρτέσιος), ο Χέγκελ (Έγελος), ο Μαρξ, οι ανθρωπολόγοι σαν τον Ανρί Λέβι-Στρως, οι φιλόσοφοι του Μεταμοντερνισμού όπως ο Λυοτάρ και ο Ντεριντά, οι "ερμηνευτικές" πτυχές της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ, κάποιοι εθνικιστές φιλόσοφοι και οι κοινωνιολόγοι οπαδοί του Δομολειτουργισμού.
Στους νατουραλιστές (φυσιοκράτες ) κατατάσσονται ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος και ο Επίκουρος, ο εξελικιστής Κάρολος Ντάργουιν (Δαρβίνος), η πλειονότητα των φυσικών επιστημόνων, ο Φρόιντ, ο Σκίννερ και άλλοι ψυχολόγοι, ο πρώιμος Βίτγκενστάιν και ο Ντιούι.
Στους υπερβατολογικούς φιλοσόφους κατατάσσονται ο Βούδας (Γκαουντάμα Σιντάρτα), ο Ηράκλειτος, ο Νίτσε, ο ένθεος υπαρξιστής Σέρεν Κίργκεγκωρ, ο άθεος υπαρξιστής Ζαν Πωλ Σαρτρ και ο Χάιντεγκερ.
Τελικά, η κατανόηση του Ανθρώπου ως έννοιας είναι ανάλογη με την κατανόηση του Χώρου όπου κινείται και τον οποίον παρατηρεί ο άνθρωπος: έτσι,τηρώντας τις αναλογίες, ο άνθρωπος γίνεται αντιληπτός είτε ως μια αναλλοίωτη έννοια (ουσία) της οποίας κύρια ιδιότητα είναι ο Λόγος, είτε ως προϊόν της κοινωνικής του ύπαρξης (σχετικιστές), προϊόν δηλαδή της κουλτούρας, είτε ως "είδος" φυσικό, μέρος της φυσικής πραγματικότητας, που υπερέχει "φυσικώ τω τρόπω" των άλλων ειδών, είτε, τέλος , ως ένα ον που μετέχει μιας ευρύτερης Ουσίας με βάση την τυχαιότητα, προσδίδοντας ο ίδιος νόημα στην ύπαρξή του.
Προσεγγίζοντας την έννοια του Χώρου, αρχικά την αντιλαμβανόμαστε ως "δ ι ά σ τ η μ α" (space, espace), δηλαδή ως μια φιλοσοφική έννοια διπλή: Χώρος και Χρόνος μαζί, χωροχρόνος. Δεν υπάρχει άλλος πιθανός τρόπος για να συζητήσουμε τη φιλοσοφική/μαθηματική έννοια του χώρου.
Mια πρόσφατη θεωρία είναι πως το Σύμπαν αποτελείται από "χορδές" ενεργείας. Ο Χώρος και ο Χρόνος δεν είναι φυσικές παράμετροι. Κανένα πείραμα δεν έχει μέχρι στιγμής αποδείξει το αντίθετο. Είναι φιλοσοφικές συλλήψεις του ανθρώπινου νου.
Ο Νικόλαος Κοπέρνικος (1473 – 1543) γεννήθηκε και πέθανε στην Πολωνία, όμως σπούδασε Νομική και Ιατρική στην Ιταλία. Όταν ο θείος του έγινε επίσκοπος του Φράουενμπουργκ, ο Κοπέρνικος προσελήφθη στον καθεδρικό ναό και εξασφάλισε με αυτό τον τρόπο ένα σταθερό εισόδημα και έτσι επέστρεψε στην Ιταλία για να συνεχίσει το πάθος του: τη μελέτη του ουρανού.
Έχτισε έναν πύργο χωρίς οροφή όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αστρονομικά όργανά του. Τα συγκεκριμένα όργανα απλώς του επέτρεπαν να μετρήσει τις γωνίες μεταξύ διάφορων ουράνιων αντικειμένων και ορίζοντα, καθώς και τις φάσεις της Σελήνης. Έδειξε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον για τις εκλείψεις.
Το ηλιοκεντρικό σύστημα
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς ο Κοπέρνικος έκρινε ότι το μοντέλο του για τον ουρανό και το ηλιακό σύστημα, εξηγούσε καλύτερα τις παρατηρήσεις που οι άνθρωποι έκαναν για χιλιάδες χρόνια. Γνωρίζουμε όμως ότι το 1514 έγραψε ένα σύντομο κείμενο που έδειξε σε λιγοστούς έμπιστους φίλους. Δεν τόλμησε όμως να το δημοσιεύσει. Σε αυτό δήλωνε αρκετά ξεκάθαρα ότι «το κέντρο της Γης δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος» και ότι «περιφερόμαστε γύρω από τον Ήλιο όπως κάθε άλλος πλανήτης». Επρόκειτο για αρκετά κατηγορηματικά συμπεράσματα και κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών δεκαετιών, ο Κοπέρνικος εργάστηκε σιωπηρά πάνω στη θεωρία του σύμφωνα με την οποία ο Ήλιος και όχι η Γη, είναι το κέντρο του Σύμπαντος. Παρότι αφιέρωσε πολλές ώρες στην παρατήρηση του ουρανού, οι εξαιρετικές του ικανότητες ξεδιπλώθηκαν όταν μελέτησε τις παρατηρήσεις των άλλων αστρονόμων και τον τρόπο με τον οποίο θα εξομαλύνονταν οι δυσκολίες εάν τοποθετούσε τον Ήλιο στο κέντρο και υπέθετε ότι οι πλανήτες περιφέρονταν γύρω από αυτόν.
Το μοντέλο του Κοπέρνικου είχε μία ακόμη πολύ σημαντική συνέπεια: συνεπαγόταν ότι τα άστρα βρίσκονταν πολύ πιο μακριά από τη Γη απ’ ότι είχαν υποθέσει ο Αριστοτέλης και άλλοι προγενέστεροι στοχαστές. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο χρόνος είναι άπειρος και ο χώρος σταθερός και καθορισμένος. Η Εκκλησία δίδασκε ότι ο χρόνος ήταν καθορισμένος, όπως και ο χώρος, με εξαίρεση τον Παράδεισο. Ο Κοπέρνικος αποδεχόταν τις ιδέες της Εκκλησίας για τον χρόνο και τη δημιουργία, αλλά σύμφωνα με τις μετρήσεις του, η Γη βρισκόταν πολύ πιο κοντά στον Ήλιο απ’ ότι ο Ήλιος στους άλλους αστέρες. Υπολόγισε επίσης κατά προσέγγιση τις αποστάσεις του Ήλιου από τους πλανήτες και της Σελήνης από τη Γη. Τελικά το Σύμπαν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι πίστευαν οι άνθρωποι.
Ο πρόλογος που έσωσε τον Κοπέρνικο
Ο Κοπέρνικος γνώριζε ότι η έρευνά του θα σόκαρε τους ανθρώπους, αλλά μεγαλώνοντας αποφάσισε ότι έπρεπε τελικά να δημοσιεύσει τις ιδέες του. Το 1542 ολοκλήρωσε το σπουδαίο βιβλίο του «Περί της περιστροφής των ουρανίων σφαιρών». Ήταν όμως πλέον ένας άρρωστος, γερασμένος άντρας. Έτσι εμπιστεύθηκε την εκτύπωσή του στον φίλο του και επίσης ιερέα Ρέτικους, ο οποίος γνώριζε τις ιδέες του. Ο Ρέτικους ξεκίνησε τις διαδικασίες, αλλά στη συνέχεια χρειάστηκε να αναλάβει ένα πανεπιστημιακό πόστο στη Γερμανία, έτσι εμπιστεύθηκε με τη σειρά του την εκτύπωση σε έναν άλλο ιερέα, τον Αντρέας Οσιάντερ. Ο Οσιάντερ έβρισκε τις ιδέες του Κοπέρνικου επικίνδυνες, γι’ αυτό πρόσθεσε τη δική του εισαγωγή σε αυτό το σπουδαίο βιβλίο, το οποίο τελικά εκτυπώθηκε το 1543. Εκεί ανέφερε πως, στην πραγματικότητα, οι ιδέες του Κοπέρνικου δεν ήταν αληθείς, αλλά απλώς ένας τρόπος να επιλυθούν ορισμένες από τις δυσκολίες που οι αστρονόμοι συναντούσαν εδώ και καιρό κατά τη μελέτη του γεωκεντρικού μοντέλου του Σύμπαντος. Ο Οσιάντερ έγραψε τον πρόλογο, αλλά ουσιαστικά παρουσίασε ως συγγραφέα του τον Κοπέρνικο. Εφόσον δεν έφερε την υπογραφή κανενός, οι αναγνώστες θα θεώρησαν φυσικά ότι είχε γραφτεί από τον συγγραφέα. Τότε ο Κοπέρνικος πλησίαζε προς τον θάνατό του, άρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να διορθώσει την εσφαλμένη εντύπωση που ο συγκεκριμένος πρόλογος είχε δημιουργήσει. Κατά συνέπεια, για σχεδόν εκατό χρόνια, οι αναγνώστες αυτού του υπέροχου βιβλίου υπέθεταν ότι ο Κοπέρνικος απλώς πειραματιζόταν με διάφορους τρόπους εξηγήσεις των παρατηρήσεών του, χωρίς πραγματικά να ισχυρίζεται ότι η γη περιφερόταν γύρω παό τον Ήλιο. Εξαιτίας αυτού του προλόγου, οι περισσότεροι αγνόησαν το επαναστατικό μήνυμα του βιβλίου του Κοπέρνικου. Βέβαια, ο πρόλογος έσωσε τον Κοπέρνικο από την Καθολική Εκκλησία. Αν και η θεωρία ήταν ανατρεπτική, ο Κοπέρνικος δεν διώχθηκε, επειδή φάνηκε να αποδέχεται πλήρως τον ρόλο του Θεού και της εκκλησίας στη δημιουργία του κόσμου. Αντιθέτως, ο Γαλιλαίος την παρουσίασε ως τη μοναδική αλήθεια και τιμωρήθηκε σκληρά από τον Πάπα, που τον υποχρέωσε σε κατ” οίκον φυλάκιση μέχρι τον θάνατό του....
Κέπλερ
Ο γερμανός μαθηματικός, αστρονόμος και αστρολόγος Γιόχαν Κέπλερ γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1571. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα ουράνια φαινόμενα και την παρατήρησή τους. Σπούδασε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν και μετά την αποφοίτησή του το 1591 παρακολούθησε μαθήματα θεολογίας. Πριν δώσει, όμως, τις τελικές εξετάσεις, του προτάθηκε να διδάξει μαθηματικά στο Γκρατς της Αυστρίας, θέση την οποία και αποδέχτηκε.
Το 1596 ο Κέπλερ δημοσίευσε το πρώτο κοσμολογικό βιβλίο του υπό τον τίτλο «Mysterium Cosmographicum», με το οποίο θεμελίωσε την υπόθεση του Κοπέρνικου για το ηλιοκεντρικό πλανητικό σύστημα.
Με τους τρεις νόμους που πήραν αργότερα το όνομά του και δημοσιεύτηκαν το 1609 στο βιβλίο «Astronomia nova» και το 1619 στο βιβλίο«Harmonia mundi» εισήγαγε την Ουράνια Μηχανική, δηλαδή την επιστήμη που περιγράφει τους νόμους κινήσεως των πλανητών γύρω από τον ήλιο.Αλλά και στην Οπτική, ο Κέπλερ προσέφερε σημαντικά, διατυπώνοντας θεωρίες για τους οπτικούς φακούς και το τηλεσκόπιο με δύο κυρτούς φακούς.
Ο Κέπλερ έζησε σε μια περίοδο όπου δεν υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ της αστρονομίας και της αστρολογίας αλλά υπήρχε ένας μεγάλος διαχωρισμός μεταξύ της αστρονομίας (ένας κλάδος των μαθηματικών εντός των ελευθέρων τεχνών) και της φυσικής (ένας κλάδος της φυσικής φιλοσοφίας). Ο Κέπλερ ενσωμάτωσε θρησκευτικά και συλλογιστικά επιχειρήματα στο έργο του, υποκινούμενος από την θρησκευτική πεποίθηση και πίστη ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σύμφωνα με ένα κατανοητό σχέδιο που είναι προσβάσιμο μέσω της λογικής. Ο Κέπλερ περιγράφει τη νέα αστρονομία του ως «ουράνια φυσική», μετατρέποντας την αρχαία παράδοση της κοσμολογίας με το να χειρίζεται την αστρονομία ως μέρος της καθολικής μαθηματικής φυσικής.
Οι τρεις νόμοι που διατύπωσε ο Κέπλερ για τα ουράνια σώματα είναι οι εξής:
1.Οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από το κεντρικό άστρο(ήλιος) και διαγράφουν κατά την περιστροφή τους ελλείψεις. Στην μία από τις δύο εστίες της έλλειψης βρίσκεται ο ήλιος
2. Η νοερή ευθεία που συνδέει το κέντρο του κάθε πλανήτη με το κέντρο του Ήλιου διαγράφει εμβαδά ανάλογα με το χρόνο. Αν διαγράφει συγκεκρίμενο εμβαδόν σε δεδομένο χρονικό διάστημα, σε διπλάσιο χρόνο διαγράφει το διπλάσιο εμβαδόν.
3. Τα τετράγωνα των χρόνων περιφοράς των πλανητών γύρω από τον Ήλιο έχουν μεταξύ τους την ίδια σχέση που έχουν οι κύβοι των αποστάσεων.
Ο Σερ Ισαάκ Νιούτον (Νεύτων , 1643-1727) ήταν Άγγλος φυσικός, μαθηματικός, αστρονόμος, φιλόσοφος, αλχημιστής και θεολόγος. Ο Νεύτων θεωρείται πατέρας της Κλασικής Φυσικής, καθώς ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις του Γαλιλαίου, αλλά και τους νόμους του Κέπλερ για την κίνηση των πλανητών διατύπωσε τους τρεις μνημειώδεις νόμους της κίνησης και τον περισπούδαστο «νόμο της βαρύτητας» (που ο θρύλος αναφέρει πως αναζήτησε μετά από πτώση μήλου από μια μηλιά). Με την θεωρία της παγκόσμιας έλξης, ο Νεύτων αντιμετώπισε θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούσαν τη φυσική για καιρό και πρόσφερε μία σαφή και γόνιμη κοσμολογική αντίληψη, που γρήγορα υπερίσχυσε της αντίστοιχης καρτεσιανής. Ακόμη, συνεισέφερε με ουσιαστικό τρόπο στην οπτική και συγκεκριμένα στη θεωρία χρωμάτων, όπου απέδειξε πειραματικά ότι το ηλιακό φως αποτελείται από επιμέρους χρώματα παρέχοντας την πιο σαφή θεωρία του 17ου αιώνα στον κλάδο αυτό.
Με την επινόηση του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού εισήγαγε στα μαθηματικά ένα εργαλείο έτοιμο να δώσει άμεσες λύσεις σε πολλά μαθηματικά και φυσικά προβλήματα. Τις περισσότερες φορές χάρη σε απειροστικές μεθόδους, ο Νεύτων εργάστηκε αποτελεσματικά επάνω σε προβλήματα που σήμερα φιλοξενούνται σε διακεκριμένα πεδία των μαθηματικών. Ασχολήθηκε ακόμη με την γεωμετρία, κλασική και αναλυτική, τη θεωρία αριθμών και την άλγεβρα.
Σύμφωνα με τον Νεύτωνα, αρχή και τέλος της επιστημονικής έρευνας αποτελεί η ακριβής παρατήρηση των φαινόμενων που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. Για την ακρίβεια, όχι των φαινομένων συνολικά αλλά μόνο εκείνων των πλευρών των φαινομένων που είναι δυνατόν να ελεγχθούνε πειραματικά. Ο Νεύτωνας προσπάθησε να περιορίσει τις φιλοσοφικές προεκτάσεις των γεγονότων στα πλαίσια των προτάσεων και αναζητήσεων που προκύπτουν άμεσα από την έρευνα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσπάθησε να αποκλείσει ή να περιορίσει το ρόλο των υποθέσεων από τις μεθόδους του. Δεν δέχτηκε ποτέ τον όρο «υπόθεση» για τις πειραματικά επιβεβαιωμένες θεωρίες του. Για παράδειγμα, στην περίφημη μελέτη του φάσματος του λευκού φωτός περιόρισε τη διατύπωσή του στο ότι το ηλιακό φως περιλαμβάνει ακτινοβολία που αντιστοιχεί σε διάφορα χρώματα, η οποία μπορεί να υποστεί διάθλαση, και όχι σε θεωρίες σχετικές με την κυματική ή σωματιδιακή φύση της ύλης που είναι δυνατό να ερμηνεύουν τις παρατηρήσεις αυτές. Κατά μια έννοια, οι ερμηνευτικές απόπειρες υπό τη μορφή των υποθέσεων θα υπονόμευαν ευθέως, σε περίπτωση αποτυχίας τους, και την ευστάθεια της αρχικής θεωρίας. Και αυτό το ρίσκο δεν είχε θέση στην επιστημονική μέθοδο.
Yπό το βάρος της νέας φυσικής του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Kepler, έγινε αποδεκτή η πραγματικότητα του κενού, όπως επίσης και η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου, άπειρου και χωρίς δομή χώρου. Ο Νεύτωνας ενσωμάτωσε αυτές τις ιδιότητες στην αντίληψή του για το χώρο. Ισχυρίστηκε στη βάση θεολογικών και φυσικών επιχειρημάτων ότι οι θεμελιώδεις νόμοι της μηχανικής καθορίζουν την κίνηση των σωμάτων εντός ενός ακίνητου και καθολικού πλαισίου, του απόλυτου χώρου και χρόνου. Θεώρησε την ύπαρξη τους ως οντολογικά ανεξάρτητη και χρονικά πρότερη της ύπαρξης της ύλης και των αλληλεπιδράσεων της. Ίσως αυτό είναι και το μοναδικό πεδίο στο οποίο δεν μπόρεσε να κρατήσει χωριστά τη φυσική και τη μεταφυσική.
Η διάκριση ανάμεσα στην αληθινή κίνηση των σωμάτων στον απόλυτο χώρο και χρόνο και στον αισθητηριακά αποδεκτό κόσμο επαναφέρει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της θεωρίας του Πλάτωνα: τη διχοτόμηση μεταξύ της πραγματικότητας και των φαινομένων.
Η διατύπωση των τριών νόμων του Νεύτωνα προτείνει ένα διαχωρισμό μεταξύ των απόλυτων και των πειραματικά προσδιοριζόμενων μεγεθών. Οι τρεις θεμελιώδεις νόμοι περιγράφουν τις κινήσεις των σωμάτων στον απόλυτο χώρο, ο οποίος αποτελεί την οντολογική αναγκαιότητα για την εγκυρότητά τους. Ο Νεύτωνας δέχθηκε ως «υπόθεση», ως μια πρόταση δηλαδή που δεν μπορούσε να αποδείξει, ότι στον απόλυτο χώρο το κέντρο του σύμπαντος θα βρίσκεται για πάντα σε κατάσταση ηρεμίας. Έτσι, το σημείο αναφοράς για τον ακριβή προσδιορισμό των απολύτων αποστάσεων είχε προσδιορισθεί. Ο απόλυτος χώρος υπάρχει ανεξάρτητα από τα υλικά αντικείμενα, ενώ ο σχετικός χώρος προσδιορίζεται από τη σχετική θέση των υλικών σωμάτων.
Γίνεται λοιπόν φανερή η διάκριση μεταξύ των παραδοχών του ιδεατού αξιωματικού συστήματος του Νεύτωνα και των εμπειρικών του εφαρμογών, μια διάκριση που καθολικά διέπει το έργο του. Οι σχέσεις χώρου, χρόνου και ύλης είναι εξωγενείς. Δεν υπάρχει αλληλεξάρτηση ανάμεσά τους. Για να είναι όμως αξιόπιστο ένα τέτοιο αξιωματικό σύστημα έπρεπε να διασφαλιστεί η σύνδεσή του με τον φυσικό κόσμο. Αυτό ακριβώς έπραξε ο Νεύτωνας με τη διατύπωση των Κανόνων Αντιστοίχισης, οι οποίοι συγκροτούν ένα πλαίσιο ικανό να συσχετίζει τις κινήσεις του απόλυτου χώρου με αυτές του φυσικού.
Στη Νευτώνεια Φυσική έχει τεθεί ένα αξίωμα: πως τα φυσικά σώματα δείχνουν να κινούνται σε ευθεία κίνηση, σε ευθείες γραμμές (ανύσματα) και με σταθερή ταχύτητα. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι φυσικοί θεωρούσαν τη ΜΑΖΑ και την ΕΝΕΡΓΕΙΑ σαν δύο ξεχωριστές «πόλεις», καθεμία τους να είναι κλεισμένη μέσα σε ένα «θόλο».
Η μια, η ΜΑΖΑ είχε άστρα, λουλούδια, πετρώματα, θάλασσες, κατσαβίδια, κοτσύφια, οξέα, βάσεις, κορίτσια, φρούτα, άλατα και όλα τα άλλα φυσικά σώματα.
Η άλλη, η ΕΝΕΡΓΕΙΑ, περιείχε φωτεινά σήματα, αόρατες ακτίνες, ζεστασιά, δύναμη κρυμμένη μέσα στις χημικές αντιδράσεις, εκρήξεις ηφαιστείων, φωτιές και κυρίως δυνατότητα για κίνηση.
Καθεμιά από τις δύο πόλεις μπορούσε να εγγυηθεί πως οτιδήποτε και να συνέβαινε η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΜΕΝΕ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ, ακόμα κι αν οι μορφές που θα έπαιρναν τα ποικίλα γεγονότα ήταν εντελώς διαφορετικές. Αν κάποιος επιχειρούσε να εξαφανίσει μια ποσότητα μάζας, βάζοντας λόγου χάρη φωτιά, μια ίση ποσότητα μάζας θα έκανε την εμφάνισή της. Κάτι απολύτως παρόμοιο συνέβαινε και με την ενέργεια. Η Διατήρηση της ΜΑΖΑΣ και η Διατήρηση της ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ έλεγαν οι φυσικοί. Και όχι μόνο αυτό. Η "θρησκευτικού χαρακτήρα" αυτή πίστη στους δύο νόμους Διατήρησης ήταν ένα από τα θεμέλια πάνω στα οποία είχαν οικοδομηθεί η Φυσική και η Χημεία.
ΟΛΟΙ ανεξαιρέτως οι φυσικοί των αρχών του 20ου αιώνα πίστευαν ότι τίποτε δεν συνέδεε τη «χώρα» της ΜΑΖΑΣ με τη «χώρα» της ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ. Ήταν βέβαιοι ότι δεν υπήρχε κανενός είδους σήραγγα ανάμεσά τους. Αυτό διδάσκονταν οι μαθητές και οι πανεπιστημιακοί φοιτητές της δεκαετίας του 1890. Αυτό διδάχθηκε και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Οι πράσινες γραμμές στο παραπάνω σχήμα αναπαριστούν τα "κομμάτια" χώρου που δείχνουν να μην επηρεάζονται από την παρουσία και τις ιδιότητες των φυσικών σωμάτων μέσα στον ευρύτερο χώρο. Όμως η νευτώνεια φυσική αποδειχθηκε ανεπαρκής. Στις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, από το 1905 ως το 1925, τρία τελείως νέα πλαίσια σκέψης κατασκευάστηκαν από τους φυσικούς επιστήμονες και τους μαθηματικούς, που αντικατέστησαν τη νευτώνεια φυσική. Η ειδική και η γενική θεωρία της Σχετικότητας και η κβαντομηχανική.
Αυτή η πιο διάσημη από όλες τις εξισώσεις, πρωτογράφτηκε στο χαρτί από τον Αλμπερτ Αϊνστάιν το 1905 ως ένα μικρό μέρος των θεωριών του περί σχετικότητας. Μεταξύ πολλών άλλων, ο Αϊνστάιν ανακάλυψε ότι υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ μάζας και ενέργειας.
Ο Αϊνστάιν ανακάλυψε ότι ενέργεια και μάζα είναι πράγματι δύο διαφορετικές αλλά εναλλασσόμενες όψεις της ίδιας παγκόσμιας ύλης, την οποία μπορούμε να ονομάσουμε μάζα-ενέργεια επειδή δεν υπάρχει πιο κατάλληλος όρος. Η εκπληκτικά απλή εξίσωση του Αϊνστάιν είναι ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού τού πόση ενέργεια είναι ισοδύναμη με πόση μάζα, και αντίστροφα.
Αν m είναι μια ποσότητα μάζας και Ε είναι η ισότιμη ποσότητα ενέργειας, η εξίσωση λέει ότι μπορείς να υπολογίσεις αυτή την ποσότητα ενέργειας πολλαπλασιάζοντας απλώς το m επί έναν αριθμό που συμβολίζεται ως c , Ο αριθμός c είναι αδιανόητα τεράστιος — αντιπροσωπεύει την ταχύτητα του φωτός στο τετράγωνο — άρα μπορείς να πάρεις μια τεράστια ποσότητα ενέργειας από μια μικροσκοπική ποσότητα μάζας.
Αυτό που ανακάλυψε ο Αϊνστάιν ήταν ότι οι δύο «πόλεις» (ΕΝΕΡΓΕΙΑ και ΜΑΖΑ) δεν ήταν κλειστές. Υπήρχε μια υπόγεια οδός που τις συνέδεε. Και ο δρόμος που τον οδήγησε εκεί ήταν μονοπάτι επιστημονικής φαντασίας. Δεν έφθασε δηλαδή εκεί ζυγίζοντας και μετρώντας ποσότητες ενέργειας. Ξεκίνησε εξετάζοντας την ταχύτητα του φωτός.
Η Εξίσωση Ε = mc2 στην οποία κατέληξε μας λέει πώς να υπολογίσουμε την ενέργεια που κρύβεται μέσα σε κάθε αντικείμενο του Σύμπαντος. Και δεν μας λέει τίποτε για το «τι θα είναι αυτό το αντικείμενο» . Υπό κατάλληλες συνθήκες οποιαδήποτε αντικείμενο - ένας κύβος ζάχαρης, μια σελίδα βιβλίου ένα άδειο φλιτζάνι, ένα κομμάτι ουράνιο, ο αέρας μέσα σε ένα δωμάτιο - μπορεί να μετατρέψει τη μάζα του σε ενέργεια και σε κάθε περίπτωση για να έχουμε την απάντηση στο «πόση ενέργεια;» πρέπει να πολλαπλασιάσουμε τη μάζα του αντικειμένου με το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός. Από τη μάζα ενός μήλου 200 γραμμαρίων παίρνουμε ενέργεια 1,8. 1016 τζάουλ, ίση με 5 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες. Είναι η ενέργεια που μπορεί να δώσει μια θερμοηλεκτρική εγκατάσταση 5000 μεγαβάτ επί 20 ημέρες.
Ήδη ο Γαλιλαίος είχε πει πως, για όλα τα συστήματα που υπόκεινται σε αδράνεια:
1) Οι φυσικοί νόμοι είναι αναλλοίωτοι και η ταχύτητα του φωτός έχει την ίδια τιμή
Τώρα, με τη θεωρία της Σχετικότητας προστίθεται και το ότι: Όταν αυξάνεται η ταχύτητα, ο χρόνος διαστέλλεται και η μάζα αυξάνεται.
Όταν σε ένα σώμα μεταβιβάζεται ενέργεια αυξάνεται η μάζα του. Όταν ένα σώμα μεταβιβάζει ενέργεια ελαττώνεται η μάζα του
.
Ο Αριστοτέλης τονίζει τη σημασία της λειτουργίας του νου για την επίτευξη επιστημονικής γνώσης της πραγματικότητας και πιστεύει πως η γνώση αυτή προϋποθέτει επαγωγική πορεία, δηλαδή μετάβαση από το μερικό και συγκεκριμένο στο γενικό και αφηρημένο. Ωστόσο, η σύλληψη του μερικού και συγκεκριμένου δεν είναι δυνατή χωρίς τη λειτουργία των αισθήσεων που μας συνδέουν άμεσα με τον φυσικό κόσμο. Στον δέκατο έβδομο και στον δέκατο όγδοο αιώνα, ο απλοϊκός εμπειρισμός του Αριστοτέλη εξελίσσεται στον νεώτερο ευρωπαϊκό εμπειρισμό των Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ.
Παράλληλα με την αισθητηριακή αποτύπωση στον νου μας των αντικειμένων του εξωτερικού – ως προς τον νου – κόσμου, ο Τζον Λοκ (17ος αιώνας) εμπλουτίζει τη συλλογή θεμελιωδών γνώσεων με τη λειτουργία μιας εσωτερικής αίσθησης, ενός αναστοχασμού. Αυτή η εσωτερική αίσθηση αποτυπώνει ως "αντικείμενα" και τις καταστάσεις της εσωτερικής λειτουργίας του νου, το τι συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε, πιστεύουμε, επιθυμούμε, αμφιβάλλουμε κτλ.
Πέρα από αυτή την εσωτερική αίσθηση δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης του κόσμου που να μπορούν να θεωρηθούν a priori, να είναι δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία. O νους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας "άγραφος χάρτης" (tabula rasa), στον οποίο αποτυπώνεται το υλικό της εξωτερικής και της εσωτερικής αίσθησης.
Nihil est in intellectu quod non prius fuerit in sensu
Η συγκεκριμένη δήλωση πρέπει να αντιπαραβληθεί προς τα διδάγματα του αρχαιοελληνικού εμπειρισμού
(*An Essay concerning human understanding, ed. by A.C. Frazer, New York, London, 1959. Book 2, Chapter 1, par. 23, originally published 1690 )
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς σας φαίνεται η θεωρία της "άγραφης πλάκας" (tabula rasa); Νομίζετε πως το παιδί τα μαθαίνει όλα από τους γονείς του και το σχολείο; Δεν υπάρχουν στοιχεία της γνώσης που βρίσκονται καταγεγραμμένα a priori στον ανθρώπινο εγκέφαλο;
"Συνεπέστερος" εμπειριστής από τον Λοκ υπήρξε ο Ιρλανδός επίσκοπος Τζορτξ Μπέρκλεϋ (17ος-18ος αιώνας). O Μπέρκλεϋ υποστήριξε ότι ο Λοκ έκανε το λάθος να δεχτεί ιδέες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά, όπως εκείνες των εξωτερικών ως προς τον νου αντικειμένων, θεωρώντας ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο υλικό υπόστρωμα με ιδιότητες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε άμεσα πίσω από τις εντυπώσεις των αισθήσεων. O Μπέρκλεϋ προχώρησε αποφασιστικά στην ταύτιση των ιδεών του ανθρώπινου νου με την πραγματικότητα. H παράδοξη θέση του συνοψίζεται στο απόφθεγμα: "το να υπάρχει κάτι συνίσταται στο να αντιλαμβάνεται ή να γίνεται αντιληπτό" ( "esse est percipere aut percipi").
Με άλλα λόγια, υπάρχουν μόνο πνεύματα και ιδέες ή παραστάσεις μέσα σε αυτά τα πνεύματα. Βέβαια, κατά τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα του κόσμου που μας περιβάλλει -και που σε τελευταία ανάλυση είναι άυλα-εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στον νου του υπέρτατου πνεύματος, δηλαδή του Θεού, ακόμη και όταν δε γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους. Οι κανονικές σχέσεις που τα συνδέουν, δηλαδή οι φυσικοί νόμοι που έχει εγκαθιδρύσει ο Θεός, μας επιτρέπουν να τα διακρίνουμε από τα ανύπαρκτα πλάσματα της φαντασίας μας.
H επιχειρηματολογία του Μπέρκλεϋ στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου στην κατάδειξη ότι η πραγματικότητα είναι μία -συγκεκριμένη όπως και οι ιδέες μας- με χρώματα, γεύσεις, ήχους, οσμές. Οι αφηρημένες έννοιες είναι απλώς κατασκευές της γλώσσας, όπως η έννοια "ύλη", της οποίας το νόημα εξαντλείται στις εκάστοτε αναφορές μας σε κάτι που βλέπουμε, ακούμε, αγγίζουμε κτλ.
Η Επιστήμη λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικά με Ε Μ Π Ε Ι Ρ Ι Κ Ο τρόπο. Έλεγχος και πείραμα είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο της επιστημονικής έρευνας. Η διάκριση επομένως της επιστημονικής θεωρίας από άλλου είδους θεωρήσεις εξαρτάται κατ’ αρχήν από τη δυνατότητα της επιστημονικής θεωρίας να ελεγχθεί μέσω πειραμάτων. Και η επιστημονική θεωρία δεν είναι παρά ένα σύνολο από επιστημονικούς "νόμους" που έχουν διατυπωθεί ανά εποχές, και οι οποίοι, βεβαίως, ανατρέπονται διαρκώς από επιστημονικούς νόμους των μεταγενέστερων εποχών.
Πώς κατασκευάζεται, φερ'ειπείν, ο νόμος περί θερμικής διαστολής;
Ας δούμε, για παράδειγμα, την επιστημονική διαπίστωση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”.
Η απλή υπόθεση περί μετάλλων προσφέρεται για πειραματικό έλεγχο, εφόσον είναι σαφής η διαδικασία διεξαγωγής των σχετικών πειραμάτων: επιλέγουμε ένα συγκεκριμένο μεταλλικό αντικείμενο, το φέρνουμε σε επαφή με μια πηγή θερμότητας και μετράμε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα την τυχόν μεταβολή των διαστάσεών του. Αν οι διαστάσεις του μεταλλικού αντικειμένου έχουν αυξηθεί, το πείραμα θεωρείται επιτυχές. Η διεξαγωγή πειράματος στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή, επειδή είναι απολύτως σαφή τρία πράγματα: 1. το τι είναι πηγή θερμότητας, 2. το τι είναι μέτρηση θερμοκρασίας και 3. το τι είναι μέτρηση των διαστάσεων του μεταλλικού αντικειμένου πριν και μετά τη θέρμανση/
Αυτή ακριβώς η δυνατότητα της αισθητηριακής παρατήρησης μας επιτρέπει να “μεταφράσουμε” τη γενική διατύπωση της υπόθεσης “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” σε μια σύνθετη πρόταση, που περιγράφει βήμα προς βήμα τη διεξαγωγή κάθε συγκεκριμένου πειράματος. Θεωρώντας δεδομένο τον ορισμό των τριών αυτών πραγμάτων (δηλαδή: τον ορισμό της "πηγής θερμότητας", τον ορισμό της "θερμοκρασίας" και τον ορισμό των "διαστάσεων" ενός αντικειμένου, είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε ένα νόμο περί της θερμικής διαστολής του.
Η σαφήνεια της πειραματικής διαδικασίας προκύπτει βασικά από τη δυνατότητα που μας παρέχουν τα “στοιχεία” της -στοιχεία που αποτελούν το κριτήριο αυτής της διαδικασίας- ώστε να τα παρατηρήσουμε, να τα καταγράψουμε με τις αισθήσεις μας. Το κριτήριο αυτό ισχύει εξίσου για πολυσύνθετες θεωρίες, όπως είναι η νευτώνεια μηχανική, αλλά και για πολύ απλούστερες υποθέσεις ή “εμπειρικούς νόμους”.
Ένα πείραμα δεν είναι παρά μία μόνο περίπτωση της θεωρίας ή του φυσικού “νόμου” που ελέγχουμε σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με συγκεκριμένα υλικά και εργαστήρια και υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η υπόθεση όμως ή ο “νόμος” που θέλουμε να επαληθεύσουμε είναι μια γενική πρόταση, η οποία δεν αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση αλλά όλες τις περιπτώσεις. Έτσι, ένα πείραμα δεν επαρκεί για να επαληθεύσουμε την υπόθεση ότι “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται”. Χρειαζόμαστε ίσως πολλά πειράματα με όλα τα είδη των μετάλλων και κάτω από όλες τις δυνατές συνθήκες. Αλλά και πάλι θα έχουμε έναν πεπερασμένο αριθμό πειραμάτων, ενώ η υπόθεση “όλα τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται” αφορά όλες τις περιπτώσεις διαστολής μετάλλων, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Αυτές όμως οι περιπτώσεις είναι άπειρες. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν από πεπερασμένα πειράματα ή παρατηρήσεις να βγάλουμε ένα συμπέρασμα που να ισχύει για άπειρες περιπτώσεις; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα βρεθεί στο μέλλον κάποια περίπτωση μετάλλου που, υπό κάποιες συνθήκες, δε θα διαστέλλεται, όταν το θερμαίνουμε; Η επαλήθευση επομένως δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με λογική αυστηρότητα - ο έλεγχος με στόχο την επαλήθευση σταματά υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ά στον έλεγχο ενός σχετικά μικρού μέρους των περιπτώσεων. Η επαλήθευση, τελικά, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο ενδεικτική.
Βέβαια, οι ίδιοι οι φυσικοί επιστήμονες, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, εξακολουθούν να διατυπώνουν ή να “επαληθεύουν” φυσικούς “νόμους” με επαγωγική διαδικασία, δηλαδή από μερικές περιπτώσεις να διατυπώνουν γενικές, καθολικές προτάσεις. Ήδη όμως από τον 18ο αιώνα ο Βρετανός εμπειριστής φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ είχε ασκήσει αυστηρή -και επιτυχή- κριτική στον “νόμο της επαγωγής” και στη λογική της επαγωγικής γενίκευσης. Υποστήριξε ότι ο ίδιος ο “νόμος της επαγωγής”, που μας επιτρέπει να γενικεύουμε μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων παρατηρήσεων ή πειραμάτων, δεν είναι επαληθεύσιμος, ούτε καν εξάγεται από την εμπειρία, αλλά είναι μάλλον μια μεταφυσική πίστη.
O σκωτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ (18ος αιώνας) περιγράφοντας τις σκεπτικιστικές αμφιβολίες του, ήταν ο αυστηρότερος από όλους τους εμπειριστές. Θεώρησε ότι η αποτύπωση στον νου αισθητηριακών εντυπώσεων είναι αυτάρκης, όσον αφορά τη συλλογή στοιχειωδών και θεμελιωδών γνώσεων, και επομένως δε χρειάζεται υποστήριξη από μια πρόσθετη λειτουργία όπως αυτή της εσωτερικής αίσθησης ή του αναστοχασμού, την οποία επιστράτευσε ο Λοκ για τις "εσωτερικές γνώσεις" των λειτουργιών του νου.
O Χιουμ έμεινε πιστός, από την αρχή ως το τέλος, στην περιορισμένη γνωστική δυνατότητα που του παρείχε η συλλογή των δεδομένων του εξωτερικού κόσμου χάρη στη λειτουργία των πέντε αισθήσεων. H προσήλωση του στον αμιγή αυτό εμπειρισμό είχε όμως τις παρενέργειες της, οι οποίες, κληροδότησαν στη φιλοσοφία περισσότερα από ένα σοβαρά προβλήματα.
Πράγματι ο Χιουμ οδηγήθηκε σε σκεπτικισμό για τη δυνατότητα μας να αποκτήσουμε γνώση για την ύπαρξη και την υφή του συνόλου σχεδόν των όντων του εξωτερικού κόσμου και των αιτιακών σχέσεων που πιστεύουμε ότι τα συνδέουν, αλλά και οποιασδήποτε εσωτερικής, πνευματικής οντότητας. Τα υλικά αντικείμενα, η ενιαία ανθρώπινη ψυχή, η κανονικότητα που διέπει τη φύση δεν μπορεί, κατά τον Χιουμ, να αποδειχτεί πως έχουν αντικειμενική υπόσταση, επειδή συνθέτουμε τις παραστάσεις τους στη βάση στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων. Και οι επαγωγικές γενικεύσεις, οι οποίες υποτίθεται πως μας επιτρέπουν να προβλέψουμε ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν και ότι οι φυσικοί νόμοι θα εξακολουθήσουν να ισχύουν, δεν έχουν πραγματική λογική ισχύ. Γίνονται αποδεκτές μόνο χάρη στη συνήθεια και στις ενστικτώδεις προσδοκίες μας, χωρίς τις οποίες δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε.
Σύμφωνα με τον Χιουμ, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις μας. Τα βασικά στοιχεία αυτής της γνώσης είναι τα δεδομένα των αισθήσεων, όπως η εντύπωση ενός χρώματος, ενός ήχου, μιας μυρωδιάς. Το πρόβλημα είναι ότι από αυτές τις επιμέρους, ατομικές παραστάσεις στον νου μας δεν μπορούμε να συμπεράνουμε με σιγουριά πως υπάρχουν συνεχή και συμπαγή υλικά αντικείμενα που τις προκαλούν.
AΠΟΡΙΑ: Προσπαθήστε να βρείτε ένα παράδειγμα που να υποστηρίζει την άποψη του Hume ότι συνθέτουμε τις "παραστάσεις" των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου βάσει στοιχειωδών, ατομικών εντυπώσεων.
ΤΟ ΠΡΟΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Η ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ;
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο
Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ρασιοναλιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο, όπως θα δούμε στα επόμενα μαθήματα.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο, είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι ορίζουμε ως δ ι ά σ τ η μ α , σύμφωνα με την Ευκλείδεια Γεωμετρία;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σύμφωνα με την Ευκλείδεια Γεωμετρία, ορίζουμε ως δ ι ά σ τ η μ α (space/espace) την απόσταση από ένα σημείο ως ένα άλλο. Αυτό ισχύει τόσο για την έννοια του Χώρου (απόσταση από ένα σημείο Α του επίπεδου χώρου ως ένα σημείο Β επίσης του επίπεδου χώρου),όσο και για την έννοια του Χρόνου (απόσταση από μια χρονική στιγμή Α του συμβατικού χρόνου ως μια χρονική στιγμή Β επίσης του συμβατικού χρόνου).
Λειτουργώντας με αφηρημένο τρόπο, η Γεωμετρία δέχεται ότι η εμπειρία καθορίζει την κατανόηση των πρωταρχικών εννοιών. Κατόπιν τούτου, οι έννοιες της ευκλείδειας γεωμετρίας υπόκεινται στα αξιώματα ότι «από δύο σημεία μία και μόνον ευθεία διέρχεται», ακόμη «για κάθε ευθεία υπάρχει τουλάχιστον ένα σημείο του επιπέδου που δεν ανήκει σ’αυτήν» και τέλος «κάθε ευθεία έχει άπειρα σημεία κι εκτείνεται απεριόριστα και προς τις δύο κατευθύνσεις χωρίς διακοπές και κενά».
Τα βιβλία της Ευκλείδειας Γεωμετρίας του Λυκείου προσεγγίζουν τις έννοιες "σημείο", "ευθεία" και "επίπεδο" ως πρωταρχικές έννοιες, που ορίζουν, τρόπον τινά, τον Χώρο, το σύνολο δηλαδή των σημείων που υφίστανται στη φύση. Τα πρώτα αξιώματα της Στερεομετρίας είναι αντλημένα επίσης από ευκλείδειες κατηγορίες. Παραδείγματος χάριν η φράση: «ο γεωμετρικός χώρος είναι ευρύτερος από οποιοδήποτε επίπεδο», ή η φράση: «τρία σημεία που δεν ανήκουν στην ίδια ευθεία ορίζουν ένα επίπεδο», κοκ. θεσπίζουν ένα σύστημα αναφορών που σχηματοποιεί θεωρητικά τη χωροχρονική τάξη του Σύμπαντος. Ο μαθητής καλείται να εντάξει το σύνολο των αισθητηριακά αντιληπτών μορφών, καθώς και το σύνολο των συμβολικών μορφοποιήσεων των γεωμετρικών εννοιών, σε αυτό το Σύμπαν. Πρέπει να μάθει, φερ'ειπείν, ότι ο γεωμετρικός χώρος έχει τρεις διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) και ότι εκτείνεται απεριόριστα προς κάθε κατεύθυνση: ως εκ τούτου, πρέπει να εντάξει σε αυτές τις τρεις διαστάσεις το σύνολο των σημείων , καθώς και κάποια θεμελιώδη γεωμετρικά στοιχεία, καθώς και τα «στερεά σχήματα». Έτσι αντιλαμβάνεται ο μέσος άνθρωπος την έννοια του Χ Ω Ρ Ο Υ και την έννοια του Ε Π Ι Π Ε Δ Ο Υ.
Στην εξέλιξη, όμως, της μαθηματικής σκέψης του ανθρώπου, άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται και άλλες Γεωμετρίες, πέραν της Ευκλείδειας: η Υπερβολική Γεωμετρία, η Ελλειπτική Γεωμετρία, η Προβολική Γεωμετρία. Η αρχή του 19ου αιώνα θα έκανε αποφασιστικά βήματα για τη δημιουργία της μη Ευκλείδειας γεωμετρίας. Γύρω στο 1813, ο Καρλ Φρίντριχ Γκάους και το 1818, ο Γερμανός καθηγητής της Νομικής Φέρντιναντ Καρλ Σβάικαρτ είχαν τις πρωτογενής ιδέες της μη Ευκλείδειας γεωμετρίας, αλλά κανένας από τους δύο δεν δημοσίευσε κανένα αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, γύρω στο 1830, ο Ούγγρος μαθηματικός Γιάνος Μπολιάι και ο Ρώσος μαθηματικός Νικολάι Ιβάνοβιτς Λομπατσέφσκι δημοσιεύουν χωριστά πραγματείες για την Υπερβολική Γεωμετρία.
Στην Ευκλείδεια Γεωμετρία οι ευθείες διατηρούν σταθερή απόσταση η μία από την άλλη ακόμα και αν επεκταθούν στο άπειρο, και είναι γνωστές ως παράλληλες.
Στην υπερβολική γεωμετρία "καμπυλώνουν" απομακρύνοντας η μία από την άλλη, αυξάνοντας την μεταξύ τους απόσταση καθώς η μία απομακρύνεται από τα σημεία τομής με την κοινή κάθετη; τέτοιες ευθείες συχνά αποκαλούνται υπερπαράλληλες.
Στην ελλειπτική γεωμετρία "καμπυλώνουν" η μία προς την άλλη και τέμνονται.
Ο προβληματισμός που ανέκυψε μετά τη διατύπωση της Θεωρίας της Σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν εστιαζόταν στο κατά πόσον οι «θετικές» επιστήμες ήταν σε θέση να προσεγγίσουν τον Χώρο με μεγαλύτερη ελαστικότητα απ΄ό,τι η Φιλοσοφία. Διάφορες ενστάσεις άρχισαν ν’αναφύονται σχετικά με την ακρίβεια των φιλοσοφικών ορισμών του Χώρου. Η απλή οντολογική αναζήτηση παλαιότερων εποχών παρέδιδε ανεπιστρεπτί τα ηνία στη Διαλεκτική, μεταθέτοντας την ορολογία της Φιλοσοφίας στα χωράφια των φυσικών επιστημών.
Οι λεγόμενες «μαθηματικές» επιστήμες (Κοσμογραφία, Διαστημική, Κβαντομηχανική, κοκ) καλούνταν να χρησιμοποιήσουν εννοιολόγιο κατάλληλο στο να απηχεί τις νέες «στάσεις» (attitudes) της ανθρωπότητας έναντι της φυσικής πραγματικότητας. Ο Χώρος αίφνης ξεπερνά τον αξιωματικό ορισμό των τριών διαστάσεων, της ευθείας, του επιπέδου, και τείνει να εκταθεί. Η θεωρία των κβάντα καθιστά προβληματική κάθε πειραματική επικύρωση του «παραδοσιακού» Χώρου, αυτού που όλοι διδαχθήκαμε στα γυμνασιακά μας χρόνια.
Κβαντομηχανική:
Ο Χώρος ξεπερνά τον αξιωματικό ορισμό των τριών διαστάσεων, της ευθείας, του επιπέδου, και τείνει να εκταθεί. Η θεωρία των κβάντα καθιστά προβληματική κάθε πειραματική επικύρωση του «παραδοσιακού» Χώρου, αυτού που όλοι διδαχθήκαμε στα γυμνασιακά μας χρόνια. Η διαλεκτική σχέση ατόμου και κόσμου είναι στενά συναρτημένη προς το πρότυπο διάρθρωσης του κόσμου που η Επιστήμη προσφέρει. Ειδικότερα για το ζήτημα του Χώρου, ο «υπολογιστικός» (μετρήσιμος) χαρακτήρας των παραδοσιακών επιστημονικών του ορισμών δεν αρκεί ώστε να κατακτηθεί η τεράστια ποικιλία εκφάνσεων, διατυπώσεων και θεωρήσεών του. Η Κβαντομηχανική απέδειξε την ύπαρξη του αντισωματίδιου: σε κάθε σωματίδιο αντιστοιχεί άλλο ένα, με ίδια μάζα και αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο. Ετσι ο συνολικός αριθμός των σωματιδίων που συνθέτουν την υπαρκτή ύλη διπλασιάζεται. Mαζί με την αλλαγή κατανόησης της ύλης αλλάζει και η κατανόησή μας του Αριθμού και του Χώρου. Η ευμεταβλητότητα της οπτικής γωνίας της ανθρωπότητας και ο νέος, βιωματικός χαρακτήρας που προσλαμβάνει η έννοια επιβάλλουν μια νέα, ανθρωποκεντρική διάσταση στη σύγχρονη διδασκαλία.
Λεύκιππος-Δημόκριτος: μεταξύ των ατόμων της ύλης υπάρχει το κενό (μη Όν), το οποίο έχει υλική υπόσταση
Ο «αφηρημένος» Χώρος γίνεται αντιληπτός από το υποκείμενο σε συγκεκριμένο στάδιο της νοητικής του εξέλιξης. Όμως, η αντίληψη του ατόμου για τον χώρο εξαρτάται άμεσα από τον "χάρτη" του κόσμου όπως έχει διαμορφωθεί στην εποχή του. Για παράδειγμα, στην εποχή του Εκαταίου του Μιλήσιου οι Έλληνες θεωρούσαν πως η Γη είναι κάπως έτσι:
Σήμερα ξέρουμε πως ο "σωστός" χάρτης της Γης (που από την εποχή του Εκαταίου ως σήμερα ελάχιστα άλλαξε) είναι ο ακόλουθος:
Η λογικο-μαθηματική προσέγγιση του γεωγραφικού χώρου δεν είναι παρά μια φιλοσοφική σύλληψη. Δεν πρόκειται για μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά για μια κατασκευή του ανθρώπινου νου, στα πλαίσια της συγκεκριμένης κουλτούρας και του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και ιστορικού χρόνου.
ΑΣΚΗΣΗ: Συγκρίνοντας τον "λάθος" χάρτη της εποχής του Εκαταίου με τον "ορθό" χάρτη όπως τον ξέρουμε σήμερα, να συμπεράνετε κάποια πράγματα για την εικόνα του κόσμου που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Σε τι συνίσταται, όμως, η "εικόνα του κόσμου" που έχει ο άνθρωπος της κάθε ιστορικής περιόδου; Την απάντηση μάς τη δίνουν τόσο τα κείμενα των ιστορικών, όσο και τα κείμενα των φιλοσόφων. Ας φτιάξουμε ένα πίνακα , όπου θα αναγράψουμε τους κύριους φιλοσόφους κάθε εποχής, και ας σημειώσουμε από κάτω τις απόψεις τους για τον ΧΩΡΟ γενικά. Ποια είναι η έννοια του χώρου κατά τον Πλάτωνα, ποια κατά τον Αριστοτέλη;
Ανάλογα με την απάντηση που θα δώσεις σε αυτά τα ερωτήματα, σταδιακά θα κατανοήσεις την έννοια ΧΩΡΟΣ όπως την αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής. Κατά προσέγγισιν, τουλάχιστον. Ένα νεώτερο αρχαιολογικό εύρημα μπορεί κάλλιστα να ανατρέψει τα συμπεράσματά σου. Οφείλεις όμως, αν θέλεις να λέγεσαι μορφωμένος άνθρωπος, να καταλήξεις σε κάποια συμπεράσματα, ήδη από τα μαθητικά σου χρόνια. Και το καλύτερο θα είναι να κάνεις αυτήν τη συζήτηση μέσα στην τάξη, με τους συμμαθητές σου.
ΕΙΔΗΣΗ: Η ανακάλυψη εξωπλανητών είναι πλέον σχεδόν καθημερινή υπόθεση. Ο αριθμός τους έχει ξεπεράσει πλέον τους έξι χιλιάδες και όταν τεθούν λειτουργία τα νέας γενιάς διαστημικά και επίγεια τηλεσκόπια ο αριθμός τους αναμένεται να εκτοξευθεί. Το τελευταίο διάστημα η προσπάθεια των αστρονόμων έχει επικεντρωθεί στην προσπάθεια εντοπισμού πλανητών με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Γης.
Μια τέτοια περίπτωση ανακοινώθηκε πριν από λίγα 24ωρα από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ και του Πανεπιστημίου του Τέξας. Χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο του αστεροσκοπείου La Silla στην Χιλή οι ερευνητές εντόπισαν ένα εξωπλανήτη σε απόσταση 111 ετών φωτός από εμάς. Ο K2-18b όπως ονομάστηκε ο εξωπλανήτης είναι μια Σούπερ Γαία ή Υπερ Γαία, όρος που χαρακτηρίζει πλανήτες με μέγεθος 1-10 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Γης. Οι πρώτες αναλύσεις δείχνουν ότι ο εξωπλανήτης είναι πιθανότατα βραχώδης και βρίσκεται στην λεγόμενη κατοικήσιμη ζώνη του συστήματος του. Είναι δηλαδή σε απόσταση τέτοια από το μητρικό του άστρο να υπάρχουν ευνοϊκές για την ζωή συνθήκες όπως νερό σε υγρή μορφή στην επιφάνεια του.
Ο πλανήτης διαθέτει και μια ατμόσφαιρα που και αυτή δείχνει φιλική στην ύπαρξη κάποιων μορφών ζωής έστω και σε μικροβιακό επίπεδο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι κοντά στον K2-18b βρίσκεται άλλη μια Σούπερ Γαία. Οπως είναι ευνόητο τόσο ο εξωπλανήτης όσο και το σύστημα αυτό γενικότερα θα αποτελέσει τώρα στόχο των επιστημόνων αφού δείχνουν αφού βάζουν σοβαρή υποψηφιότητα να διαθέτουν ζωή.
ΕΡΩΤΗΜΑ: Σε τι σκέψεις σάς βάζει ο εντοπισμός ενός πλανήτη εκτός της Γης που φέρει τις προϋποθέσεις ζωής;
Η κατανόηση του Ανθρώπου ως έννοιας είναι ανάλογη με την κατανόηση του Χώρου όπου κινείται και τον οποίον παρατηρεί ο άνθρωπος: έτσι,τηρώντας τις αναλογίες, ο άνθρωπος γίνεται αντιληπτός είτε ως μια αναλλοίωτη έννοια (ουσία) της οποίας κύρια ιδιότητα είναι ο Λόγος, είτε ως προϊόν της κοινωνικής του ύπαρξης (σχετικιστές), προϊόν δηλαδή της κουλτούρας, είτε ως "είδος" φυσικό, μέρος της φυσικής πραγματικότητας, που υπερέχει "φυσικώ τω τρόπω" των άλλων ειδών, είτε, τέλος , ως ένα ον που μετέχει μιας ευρύτερης Ουσίας με βάση την τυχαιότητα, προσδίδοντας ο ίδιος νόημα στην ύπαρξή του.
Προσεγγίζοντας φιλοσοφικά την έννοια του Χώρου, μιλήσαμε για την προσέγγιση των εμπειριστών και για την αντίστοιχη προσέγγιση των νοησιαρχών .
Στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης της Κριτικής του καθαρού λόγου (Β XXXIX) ο Καντ λέει: “Αποτελεί σκάνδαλο της φιλοσοφίας και γενικά του κοινού νου το ότι είναι υποχρεωμένος να δέχεται υπό μορφή πίστεως την ύπαρξη των πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου […] και ότι, αν θελήσει κανείς να την αμφισβητήσει, δεν μπορούμε να του αντιτάξουμε καμιά επαρκή απόδειξη”. Στο έργο του Είναι και Χρόνος (Ι, 6) ο Γερμανός φιλόσοφος του 20ού αιώνα Μάρτιν Χάιντεγκερ σχολιάζει: “Το σκάνδαλο της φιλοσοφίας δεν είναι ότι αυτή η απόδειξη δεν έχει δοθεί, αλλά ότι τέτοιες αποδείξεις αναμένονται και επιχειρούνται ξανά και ξανά”. Συζητήστε τις δύο αυτές απόψεις συσχετίζοντάς τες με την πρόταση του Στρόσον για τη στάση που πρέπει να υιοθετήσουμε απέναντι στον σκεπτικισμό (απόσπασμα 11).
Ο Kant, όταν διατυπώνει την πρόταση «ο ήλιος θερμαίνει την πέτρα», θεωρεί ότι δημιουργείται αυτόματη σύνδεση ανάμεσα σε δύο
αισθητηριακές εποπτείες: την εποπτεία του ήλιου και αυτήν της θερμότητας της πέτρας. H σχέση αυτή είναι σχέση αιτίας. Ιδρύοντάς
την όμως, έχει ήδη ξεπεραστεί το στάδιο της εποπτείας, δηλαδή ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται μόνο τα αντικείμενα, αλλά
παράλληλα,τα σκέφτεται. “Σκέφτομαι”, συνεπώς, σημαίνει “εφαρμόζω στον συγκροτημένο από τις μορφές του χώρου και του
χρόνου κόσμο των αισθήσεων, σχέσεις σαν αυτή της αιτιότητας.
Η εμπειρία προσφέρει το “υλικό” το οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων, αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες παραστάσεις. Επομένως η εμπειρική αντιληπτική διάσταση του νου δεν είναι πλέον παθητική, επεξεργάζεται ενεργητικά το υλικό που παραλαμβάνει, το οποίο μορφοποιεί με στοιχεία που διαθέτει ο νους από πριν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενείς μορφές της εποπτείας· αποτελούν ανεξάρτητους από την εμπειρία τρόπους λειτουργίας της αντιληπτικής μας ικανότητας, καθώς και απαραίτητες προϋποθέσεις της. Δεν μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τον χώρο και τον χρόνο εμπειρικά, εφόσον αποτελούν προϋποθέσεις της εμπειρικής αντίληψης - ο χώρος και ο χρόνος είναι αρχές, δεν προκύπτουν από αφαίρεση ή σύνθεση, αφού έχουμε πρώτα συγκρίνει επιμέρους “διαστήματα” και “διάρκειες”.
Συμπεραίνουμε ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου, “παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο “φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθεαυτά. Αντίθετα με ό,τι πίστευαν οι παλαιότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, ο ορθός λόγος δε μας παρέχει a priori θεωρητική γνώση για τα πράγματα καθεαυτά, για τη βαθύτερη υφή του κόσμου, για την ύπαρξη του Θεού ή την αθανασία της ψυχής. Αυτός ο περιορισμός είναι προφανώς και το τίμημα για την εξασφάλιση της συνεργασίας εμπειρίας και ορθού λόγου, ο οποίος παρέχει βέβαιη γνώση μόνο για τη δομή του κόσμου των φαινομένων. Για τον Καντ η φιλοσοφική αναζήτηση δεν μπορεί να είναι υπερβατική, δηλαδή να προχωρεί με τη βοήθεια του λόγου πέρα από τα όρια της δυνατής ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά μόνο υπερβατολογική, δηλαδή να διερευνά τις αναγκαίες συνθήκες αυτής της εμπειρίας. Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης.
Οι γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία.
Η καντιανή προσέγγιση, παρά τις επιμέρους δυσκολίες της και τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτελεί την αφετηρία για κάθε νεότερη προσπάθεια συνθετικής αντιμετώπισης γνωσιολογικών προβλημάτων. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη διάφοροι εκπρόσωποι λιγότερο ή περισσότερο καθαρών ορθολογιστικών και εμπειριστικών θεωρήσεων, κυρίως στον χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και σε εκείνον της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών αντίστοιχα. Ωστόσο, κανείς δεν υποτιμά τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το καντιανό φιλοσοφικό εγχείρημα.
“Η όψη των χιονισμένων κορυφών μιας οροσειράς που υψώνονται πάνω από τα σύννεφα", σημειώνει ο Immanuel Kant, "... μας
παρέχει μια απόλαυση ανάμεικτη με τρόμο. Η θέα (αντίθετα) των ανθισμένων λιβαδιών, οι ελικώσεις των ποταμών και τα βοσκοτόπια μας
προξενούν ευχάριστα συναισθήματα.”
EΡΓΑΣΙΑ: Να σχολιάσετε την παρακάτω πρόταση του Ιμμάνιουελ Καντ:
«Ούτε ο χώρος ούτε οποιοσδήποτε γεωμετρικός προσδιορισμός του είναι υπερβατική παράσταση a priori, παρά μόνη η επίγνωση ότι οι παραστάσεις αυτές δεν έχουν καθόλου εμπειρική προέλευση και η δυνατότητα που παρόλα αυτά έχουν να μπορούν να αναφέρονται a priori σε αντικείμενα της εμπειρίας, αυτή μπορεί να ονομάζεται υπερβατική».
(Καντ, Κριτική του Καθαρού Λόγου, μτφρ. Αναστάσιου Γιανναρά, Αθήνα, Παπαζήσης, 1979)
ΜΗΠΩΣ Ο ΚΑΝΤ ΤΕΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ;
ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ: Ο ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΟΣ ΤΩΝ ΝΟΗΣΙΑΡΧΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ
Ο Χώρος, ως φυσική πραγματικότητα, εκφράζει ένα «τρόπον» του γίγνεσθαι, δηλαδή το Όν της Φιλοσοφίας απαρεγκλίτως τοποθετείται «κάπου»: για τη Φιλοσοφία, ό,τι δεν «είναι» κάπου, δεν υπάρχει. Η εξατομικευμένη νοητική εικόνα της έννοιας διασταυρώνεται προς το αντικειμενικό της σύστοιχο, που είναι η εμπειρία: έτσι οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές της Ελλάδας διαφοροποιήθηκαν σε ό,τι αφορά το ζήτημα Χώρος/Χρόνος γιατί θέσπισαν και διαφορετικές προσεγγίσεις του Όντος. Αντίστοιχα, κάθε παιδί που σπουδάζει στο σχολείο σημασιοδοτεί με φιλοσοφικό τρόπο τον Χώρο όπου κινείται ως παρατηρητής και καλείται να τον μεταβάλει, «κατανοώντας» τον, μετατρέποντάς τον, δηλαδή, σε ΕΝΝΟΙΑ.
ΘΕΜΑ: Δώσε έναν προσωπικό σου ορισμό της έννοιας του Χώρου
Ο Ιμμάνιουελ Καντ, στην "Κριτική του Καθαρού Λόγου", θα ισχυρισθεί ότι ο χώρος αποτελεί μια μορφή ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ, η οποία βάζει τάξη στην πληθώρα των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από την εμπειρία και με τον τρόπο αυτό τοποθετεί την κατηγορία του χώρου στο πνευματικό πεδίο δια του οποίου το υποκείμενο κατηγοριοποιεί τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για τον χρόνο. Προϋποθέτει δε, ότι το υποκείμενο έχει προηγουμένως μια παράσταση του χώρου την οποία επεξεργάζεται διανοητικά, και κατόπιν ότι ο χώρος υφίσταται σαν αντικείμενο στην εμπειρική πραγματικότητα εκεί έξω. Άλλωστε τα πράγματα καθ’ εαυτά δεν τα γνωρίζουμε. Αλλά με τον Καντ θα ασχοληθούμε εκτενώς αργότερα.
Η καθιερωμένη αντίληψη για τον Χώρο (με τις συντεταγμένες, δηλαδή, του ευκλείδειου επιπέδου) είναι ότι ο (φυσικός) κόσμος απαρτίζεται από ξεχωριστά κομμάτια, που τα ονομάζουμε (φυσικά) αντικείμενα: μια πέτρα, ένα δέντρο, ο άνθρωπος, ο Ήλιος και τα άλλα αστέρια είναι φυσικά αντικείμενα. O Ήλιος, για παράδειγμα, είναι "απέναντι" και ο άνθρωπος τον παρατηρεί. Όταν ξεπεράσει τη "νηπιακή" εντύπωση πως ο Ήλιος είναι ο Απόλλων που περνά πάνω στο άρμα του, όταν δηλαδή ο άνθρωπος αρχίσει να φιλοσοφεί, χαρακτηρίζει τον Ήλιο ως ένα φωτεινό αντικείμενο που κινείται στον ουράνιο θόλο. Ως μέρος της δημιουργίας, ως μέρος της φύσης.
Η αντίληψή μας για τον Χώρο εξαρτάται από την ΟΠΤΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ του Χώρου. Κατατάσσοντας την κάθε έννοια βάσει αυτής της παραδοχής, έχουμε τις εξής τέσσερεις προσεγγίσεις της πραγματικότητας (άρα: ΚΑΙ του Χώρου):
Στο πάνω αριστερά μέρος του σχήματος έχουμε την "ουσιαστική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Στο κάτω αριστερά μέρος έχουμε τη "σχετικιστική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Στο πάνω δεξιά μέρος έχουμε τη "νατουραλιστική" ή "φυσιοκρατική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Και στο κάτω δεξιά μέρος έχουμε την "υπερβατολογική" προσέγγιση της έννοιας του Χώρου. Το ίδιο ισχύει για όλες τις φιλοσοφικές έννοιες.
Υπάρχει, αντίστοιχα, η ιδεαλιστική προσέγγιση (πάνω αριστερά), η προσέγγιση που σχετικοποιεί την αλήθεια με βάση την οπτική γωνία του παρατηρητή (κατω αριστερά), η φυσιοκρατική προσέγγιση, που μεταβάλλει τα αντικείμενα του χώρου με κριτήριο τις φυσικές δυνάμεις που επιδρούν πάνω τους και τα μετασχηματίζουν, και, τέλος, υπάρχει η υπερβατολογική προσέγγιση, που δεν εμπιστεύεται την παρέμβαση του ανθρώπινου νου, αλλά προτρέπει να "αφήσουμε τα πράγματα να υπάρχουν από μόνα τους, όπως είναι"
Στους απόλυτα ιδεαλιστές φιλοσόφους κατατάσσονται ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ (Καρτέσιος), ο Καντ και οι φονταμενταλιστές ερμηνευτές των διαφόρων θρησκειών.
Στους σχετικιστές φιλοσόφους κατατάσσονται ο Πρωταγόρας, ο Χέγκελ (Έγελος), ο Μαρξ, οι ανθρωπολόγοι σαν τον Ανρί Λέβι-Στρως, οι φιλόσοφοι του Μεταμοντερνισμού όπως ο Λυοτάρ και ο Ντεριντά, οι "ερμηνευτικές" πτυχές της φιλοσοφίας του Χάιντεγκερ, κάποιοι εθνικιστές φιλόσοφοι και οι κοινωνιολόγοι οπαδοί του Δομολειτουργισμού.
Στους νατουραλιστές (φυσιοκράτες) κατατάσσονται ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος και ο Επίκουρος, ο εξελικιστής Κάρολος Ντάργουιν (Δαρβίνος), η πλειονότητα των φυσικών επιστημόνων, ο Φρόιντ, ο Σκίννερ και άλλοι ψυχολόγοι, ο πρώιμος Βίτγκενστάιν και ο Ντίουι.
Στους υπερβατολογικούς φιλοσόφους κατατάσσονται ο Βούδας (Γκαουντάμα Σιντάρτα), ο Πύρρων ο Ηλείος, ο Ηράκλειτος, ο Νίτσε, ο ένθεος υπαρξιστής Σέρεν Κίργκεγκωρ, ο άθεος υπαρξιστής Ζαν Πωλ Σαρτρ και ο Χάιντεγκερ.
Αξίζει να δούμε πώς ο Ντεκάρτ κατέληξε στη ΔΙΚΗ ΤΟΥ "πρώτη φιλοσοφική αρχή" :
“Επειδή τότε επιθυμούσα να ασχοληθώ μόνο με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα ότι έπρεπε να απορρίψω ως απόλυτα ψευδές καθετί για το οποίο θα μπορούσα να έχω ακόμα και την παραμικρή αμφιβολία, για να δω αν θα έμενε ύστερα κάτι που να το πιστεύω και που να είναι τελείως αδιαμφισβήτητο. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μάς απατούν καμιά φορά, και επειδή υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν λάθη καθώς συλλογίζονται, έστω κι όταν εγγίζουν τα απλούστερα θέματα της γεωμετρίας, και κάνουν σε αυτά παραλογισμούς, απέρριψα ως ψευδείς όλες τις επιστημονικές υποθέσεις. Τέλος, σκεπτόμενος ότι όλες αυτές οι ίδιες σκέψεις που κάνουμε ξύπνιοι μπορούν να μας έλθουν όταν κοιμόμαστε,χωρίς όμως και να είναι καμιά τους αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω ότι δέχομαι πως όλα τα πράγματα που είχαν ποτέ μπει στο πνεύμα μου δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις ψευδαισθήσεις των ονείρων μου.
Αμέσως όμως μετά πρόσεξα ότι, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, πως δηλαδή όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά εγώ που το σκεφτόμουν πραγματικά ΥΠΗΡΧΑ, ήμουν ΚΑΤΙ, ήμουν ΟΝΤΩΣ ΩΝ. Και παρατηρώντας πως αυτή η αλήθεια: σκέφτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να την παραδεχτώ δίχως ενδοιασμούς σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”.
(Rene Descartes, Λόγος περί μεθόδου, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χριστόφορος Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976 6.31-32)
Ο Ντεκάρτ δεν εμπιστευόταν τα δεδομένα που προκύπτουν από την αισθητηριακή παρατήρηση. Θεωρούσε ότι είναι δυνατό να είναι απατηλά, να είναι παραισθήσεις ή όνειρα. Ο συλλογισμός του: αμφιβάλλω για τα πάντα εκτός από την ύπαρξη μου καθώς είμαι ένα ον που σκέπτεται [cogito] . Η πιο καθαρή ιδέα που μπορώ να σκεφτώ στη συνέχεια, είναι αυτή του Θεού, που ως παντοδύναμος δημιουργός και εγγυητής με προικίζει με τη λογική ικανότητα. Με αυτή την ικανότητα μπορώ να γνωρίσω τα δημιουργήματα Του και αυτόν τον ίδιο ως ένα όριο [Μπορώ να φτάσω στη γνώση της ύπαρξης Του όχι όμως και στην πλήρη κατανόηση της δράσης Του].
Ποιες είναι οι βασικές οντολογικές παραδοχές του Ντεκάρτ;
α. Η πραγματικότητα είναι διαζευκτικά χωρισμένη σε αδρανή ύλη – με βασικές ιδιότητες την έκταση και την, εξωτερικά προκαλούμενη, κίνηση, και πνεύμα με βασική ιδιότητα την νόηση.
β. Τα υλικά κατηγορήματα που έχουν βέβαιη υπόσταση είναι μόνο όσα συνδέονται με έκταση και κίνηση και ποσοτικοποιούνται [πρωτεύουσες ποιότητες π.χ. βάρος, ύψος]. Όλα τα άλλα[ δευτερεύουσες ποιότητες, π.χ. χρώμα, γεύση κλπ] είναι ασαφή και εξαρτώνται από τον παρατηρητή
γ. κάθε πράγμα έχει την αιτία του ή αποτελεί και αιτία κάποιου άλλου. Σε μια αιτιακή αλυσίδα για τη μελέτη ενός φαινομένου, τα πράγματα που συλλαμβάνονται ως περισσότερο καθαρές ιδέες, έχουν περισσότερη τυπική πραγματικότητα και αποτελούν αιτίες των λιγότερο πραγματικών. Καθολικό αίτιο των πάντων η πιο καθαρή ιδέα, Ο Θεός.
Για τον Ντεκάρτ οι νόμοι προκύπτουν ως γενικό αποτέλεσμα ενός παραγωγικού συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται σε ακλόνητες, αναμφισβήτητες οντολογικές αρχές. Έχουν τόσο πιο μεγάλη ισχύ, όσο μεγαλύτερη καθαρότητα έχουν οι ιδέες που συνιστούν αιτίες των φαινομένων που εξηγούν οι νόμοι αυτοί. Και όπως είπαμε προηγούμενα η πιο καθολική καθαρή ιδέα αιτίου είναι ο ίδιος ο Θεός, εγγυητής της αλήθειας όλων των νόμων.
“Επειδή τότε επιθυμούσα να ασχοληθώ μόνο με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα ότι έπρεπε να κάνω εντελώς το αντίθετο και να απορρίψω ως απόλυτα ψευδές καθετί στο οποίο θα μπορούσα να φανταστώ την παραμικρή αμφιβολία, για να δω αν θα έμενε καθόλου ύστερα από αυτά κάτι που να πιστεύω και που να είναι τελείως αδιαμφισβήτητο. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μάς απατούν καμιά φορά, θέλησα να υποθέσω ότι δεν υπήρχε τίποτε που να είναι έτσι όπως μας κάνουν να το φανταζόμαστε, και επειδή υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν λάθη καθώς συλλογίζονται, έστω κι όταν εγγίζουν τα απλούστερα θέματα της γεωμετρίας, και κάνουν σε αυτά παραλογισμούς, απέρριψα ως ψευδείς όλους
χωρίς όμως και να είναι καμιά τους αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω ότι δέχομαι πως όλα τα πράγματα που είχαν ποτέ μπει στο πνεύμα μου δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις ψευδαισθήσεις των ονείρων μου. Αμέσως όμως κατόπιν πρόσεξα ότι, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, πως όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά εγώ που το σκεφτόμουν να ήμουν κάτι. Και παρατηρώντας πως αυτή η αλήθεια: σκέφτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να την παραδεχτώ δίχως ενδοιασμούς σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”.
τους λόγους που είχα χρησιμοποιήσει προηγουμένως ως αποδείξεις και, τέλος, σκεπτόμενος ότι όλες αυτές οι ίδιες σκέψεις που κάνουμε ξύπνιοι μπορούν να μας έλθουν όταν κοιμόμαστε, pic39
(Rene Descartes, Λόγος περί μεθόδου, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χριστόφορος Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976 6.31-32)
ΑΣΚΗΣΗ: Συζητείστε τις τρεις βασικές αρχές οντολογίας που έθεσε ο Ντεκάρτ.
Αν σε προβληματίζει το γεγονός ότι διαφωνείς με έναν τόσο σημαντικό φιλόσοφο, δεν πειράζει. Να ξέρεις πως όλοι οι μεγάλοι διανοητές της ανθρωπότητας έκαναν και λάθη.
Επίσης, μην ξεχνάς ότι μπορεί να κάνεις ΕΣΥ λάθος διαφωνώντας μαζί του. Το σημαντικό δεν είναι να καταλήξεις σε ένα ασφαλές και μόνιμο συμπέρασμα, ΄το σημαντικό είναι να γίνει αυτή η συζήτηση. Οι διαφωνίες πάντα θα υπάρχουν, είναι απόλυτα υγιές να υπάρχουν διαφωνίες!
Η κριτική διδασκαλία του Ιμμάνιουελ Καντ (18ος αιώνας) επιδίωξε να γεφυρώσει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό.
Η ευρύτερη αντιληπτική ικανότητα του νου στηρίζεται στις λειτουργίες και των αισθήσεων και του λόγου, όπως εξάλλου πρέπει να έγινε κατανοητό και από τη διερεύνηση του ορισμού της γνώσης· το πρόβλημα ήταν εξαρχής ότι δεν αρκούσε μια παθητική αιτιολόγηση, μια απλή συσσώρευση στοιχείων για να μετατρέψει μια πεποίθηση σε γνώση. Ούτε όμως και ο ορθός λόγος μπορούσε εύκολα, για χάρη του νου, να υπερβεί μόνος του την “εσωστρέφειά” του, να συνδέσει τις “δικές του” βεβαιότητες με τις αλήθειες του εμπειρικού κόσμου, την αυθεντική πηγή της γνώσης. Ο Καντ τόλμησε να επαναπροσδιορίσει πολλές από τις εν χρήσει έννοιες, ώστε να ερμηνεύσει επαρκώς την προφανή αυτή συνεργασία.
Η εμπειρία προσφέρει το “υλικό” το οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων, αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες παραστάσεις. Επομένως η εμπειρική αντιληπτική διάσταση του νου δεν είναι πλέον παθητική, επεξεργάζεται ενεργητικά το υλικό που παραλαμβάνει, το οποίο μορφοποιεί με στοιχεία που διαθέτει ο νους από πριν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενείς μορφές της εποπτείας· αποτελούν ανεξάρτητους από την εμπειρία τρόπους λειτουργίας της αντιληπτικής μας ικανότητας, καθώς και απαραίτητες προϋποθέσεις της. Δεν μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τον χώρο και τον χρόνο εμπειρικά, εφόσον αποτελούν προϋποθέσεις της εμπειρικής αντίληψης - ο χώρος και ο χρόνος είναι αρχές, δεν προκύπτουν από αφαίρεση ή σύνθεση, αφού έχουμε πρώτα συγκρίνει επιμέρους “διαστήματα” και “διάρκειες”.
Συμπεραίνουμε ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου, “παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο “φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθεαυτά. Αντίθετα με ό,τι πίστευαν οι παλαιότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, ο ορθός λόγος δε μας παρέχει a priori θεωρητική γνώση για τα πράγματα καθεαυτά, για τη βαθύτερη υφή του κόσμου, για την ύπαρξη του Θεού ή την αθανασία της ψυχής. Αυτός ο περιορισμός είναι προφανώς και το τίμημα για την εξασφάλιση της συνεργασίας εμπειρίας και ορθού λόγου, ο οποίος παρέχει βέβαιη γνώση μόνο για τη δομή του κόσμου των φαινομένων. Για τον Καντ η φιλοσοφική αναζήτηση δεν μπορεί να είναι υπερβατική, δηλαδή να προχωρεί με τη βοήθεια του λόγου πέρα από τα όρια της δυνατής ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά μόνο υπερβατολογική, δηλαδή να διερευνά τις αναγκαίες συνθήκες αυτής της εμπειρίας. Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης.
Οι γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία.
Η καντιανή προσέγγιση, παρά τις επιμέρους δυσκολίες της και τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτελεί την αφετηρία για κάθε νεότερη προσπάθεια συνθετικής αντιμετώπισης γνωσιολογικών προβλημάτων. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη διάφοροι εκπρόσωποι λιγότερο ή περισσότερο καθαρών ορθολογιστικών και εμπειριστικών θεωρήσεων, κυρίως στον χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και σε εκείνον της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών αντίστοιχα. Ωστόσο, κανείς δεν υποτιμά τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το καντιανό φιλοσοφικό εγχείρημα.
ΝΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ:
Η γνώση δεν είναι παθητική πρόσληψη δεδομένων των αισθήσεων. Οι αισθήσεις με τον ορθό λόγο μπορούν να συνεργάζονται. Ο νους θέτει σε τάξη την εμπειρία. Η εμπειρία από μόνη της δεν είναι αρκετή για την κατάκτηση της γνώσης. «H νόηση χωρίς την αίσθηση είναι χωλή, αλλά και η αίσθηση δίχως την τη νόηση είναι τυφλή».
Η αντιληπτική ικανότητα του νου στηρίζεται στις λειτουργίες, τόσο των αισθήσεων, όσο και του λόγου· το πρόβλημα ήταν εξαρχής ότι δεν αρκούσε μια παθητική αιτιολόγηση, μια απλή συσσώρευση στοιχείων για να μετατρέψει μια πεποίθηση σε γνώση. Ούτε όμως και ο ορθός λόγος μπορούσε εύκολα, για χάρη του νου, να υπερβεί μόνος του την “εσωστρέφειά” του, να συνδέσει τις “δικές του” βεβαιότητες με τις αλήθειες του εμπειρικού κόσμου, την αυθεντική πηγή της γνώσης.
Ο εννοιολογικός επαναπροσδιορισμός του Καντ ξεκινά με τη συγκρότηση της εμπειρίας. Στη γνωσιολογία του Καντ οι εποπτείες είναι οι άμεσες, ενιαίες παραστάσεις που παρουσιάζονται στις αισθήσεις μας. Αυτές περιέχουν το πολλαπλό εμπειρικό υλικό, το οποίο έχει ήδη μεταβληθεί σε μια πρώτη επεξεργασία, πριν έλθει σε επαφή με τις κατηγορίες .
Η εμπειρία προσφέρει το “υλικό” το οποίο θα επεξεργαστεί και θα αξιοποιήσει ο λόγος. Το υλικό αυτό δεν προσφέρεται όμως ακατέργαστο, ως χαώδες σύνολο αισθητηριακών εντυπώσεων, αλλά ως εποπτείες, ως άμεσες, ενιαίες παραστάσεις. Επομένως η εμπειρική αντιληπτική διάσταση του νου δεν είναι πλέον παθητική, επεξεργάζεται ενεργητικά το υλικό που παραλαμβάνει, το οποίο μορφοποιεί με στοιχεία που διαθέτει ο νους από πριν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η επεξεργασία που οδηγεί στην εποπτεία σημαίνει τοποθέτηση του πρωτογενούς υλικού στον χώρο και στον χρόνο.
Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενείς μορφές της εποπτείας, δηλαδή υπάρχουν καταγεγραμμένες, ως προϋποθέσεις της γνώσης, εκ των προτέρων· αποτελούν ανεξάρτητους από την εμπειρία τρόπους λειτουργίας της αντιληπτικής μας ικανότητας, καθώς και απαραίτητες προϋποθέσεις της. Δεν μπορούμε επομένως να αντιληφθούμε τον χώρο και τον χρόνο εμπειρικά, εφόσον αποτελούν προϋποθέσεις της εμπειρικής αντίληψης - ο χώρος και ο χρόνος είναι αρχές, δεν προκύπτουν από αφαίρεση ή σύνθεση, αφού έχουμε πρώτα συγκρίνει επιμέρους “διαστήματα” και “διάρκειες”.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι καθετί που αντιλαμβανόμαστε κατασταλάζει στον νου, “παραλαμβάνεται” από την καθαρή νόηση, αφού διαμορφωθεί από το ιδιότυπο “φίλτρο” των δύο προϋποθέσεων της αντίληψης. Επομένως γνωρίζουμε τα πράγματα μόνο ως οργανωμένα από τον νου μας φαινόμενα και όχι όπως μπορεί να είναι πραγματικά καθεαυτά. Αντίθετα με ό,τι πίστευαν οι παλαιότεροι ορθολογιστές φιλόσοφοι, ο ορθός λόγος δε μας παρέχει a priori θεωρητική γνώση για τα πράγματα καθεαυτά, για τη βαθύτερη υφή του κόσμου, για την ύπαρξη του Θεού ή την αθανασία της ψυχής. Αυτός ο περιορισμός είναι προφανώς και το τίμημα για την εξασφάλιση της συνεργασίας εμπειρίας και ορθού λόγου, ο οποίος παρέχει βέβαιη γνώση μόνο για τη δομή του κόσμου των φαινομένων.
NA ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΕΤΕ ΤΙΣ ΕΞΗΣ ΓΝΩΣΕΙΣ:
Ο ορισμός της γνώσης κατά την σχολαστική παράδοση είναι ο εξής: Η γνώση είναι η εξίσωση / αντιστοιχία του πράγματος με το πνεύμα (Adequatio rei ac intellectu). Κατ΄αυτήν η γνώση στρέφεται προς το αντικείμενο/πράγμα αυτό καθ΄ αυτό(Ding an sich). „Aυτό καθ΄αυτό“ σημαίνει ότι το αντικείμενο είναι αναγκαίο και απόλυτο. Ο Καντ αντιστρέφει τους όρους, το αντικείμενο στρέφεται προς την γνώση, αλλά, και εδώ έγκειται η επαναστατική του άποψη, το αντικείμενο είναι μόνο παράσταση, το αντικείμενο αυτό καθ΄αυτό παραμένει ανέφικτο για την γνώση.
Για τον Καντ η φιλοσοφική αναζήτηση δεν μπορεί να είναι υπερβατική, δηλαδή να προχωρεί με τη βοήθεια του λόγου πέρα από τα όρια της δυνατής ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά μόνο υπερβατολογική, δηλαδή να διερευνά τις αναγκαίες συνθήκες αυτής της εμπειρίας. Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης. Οι γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία.
Η καντιανή προσέγγιση, παρά τις επιμέρους δυσκολίες της και τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί από μεταγενέστερους φιλοσόφους, αποτελεί την αφετηρία για κάθε νεότερη προσπάθεια συνθετικής αντιμετώπισης γνωσιολογικών προβλημάτων. Στις μέρες μας υπάρχουν ακόμη διάφοροι εκπρόσωποι λιγότερο ή περισσότερο καθαρών ορθολογιστικών και εμπειριστικών θεωρήσεων, κυρίως στον χώρο της φιλοσοφίας των μαθηματικών και σε εκείνον της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών αντίστοιχα. Ωστόσο, κανείς δεν υποτιμά τα διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το καντιανό φιλοσοφικό εγχείρημα.
ΝΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕΤΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΑΝΤ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ:
“Ότι κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία, γιατί με τι άλλο θα μπορούσε να αφυπνιστεί η γνωστική μας δύναμη για να ασκήσει το έργο της, αν όχι με αντικείμενα που ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και που πότε προκαλούν από μόνα τους τη γέννηση παραστάσεων και πότε βάζουν τη νοητική μας ενέργεια σε κίνηση να τις συγκρίνει, να τις συνδέσει ή να τις χωρίσει και έτσι να κατεργαστεί το άμορφο υλικό των κατ’ αίσθηση εντυπώσεων για τον σχηματισμό μιας γνώσης των αντικειμένων που ονομάζεται εμπειρία. Έτσι, από την άποψη του χρόνου, δεν έχουμε καμιά γνώση μέσα μας που να προηγείται από την εμπειρία, όλες αρχίζουν με αυτήν. […] Αλλά και αν ακόμα κάθε γνώση μας πρωταρχίζει με την εμπειρία, αυτό δε σημαίνει ότι καθεμιά πηγάζει από την εμπειρία. Γιατί θα ήταν δυνατόν ακόμα και η εμπειρική γνώση μας η ίδια να αποτελεί ένα σύνθετο κατασκεύασμα από αυτό που προσλαμβάνουμε μέσω εντυπώσεων και από εκείνο που η ίδια η γνωστική μας δύναμη (ερεθιζόμενη μονάχα από τις κατ’ αίσθηση εντυπώσεις) αντλεί από τον εαυτό της. […]
Oνομάζω υπερβατολογική κάθε γνώση που γενικά δεν ασχολείται τόσο με τα αντικείμενα όσο με τον δικό μας μονάχα τρόπο γνώσεως αντικειμένων, εφόσον αυτός πρόκειται να είναι a priori δυνατός. […] Από τα πράγματα νοούμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε σ’ αυτά”.
(Ιμ. Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, μτφρ. Αναστάσιος Γιανναράς, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1977, Β1-2, Α11/Β25, ΒΧVIII))
Ο Ιμμάνιουελ Καντ, στην "Κριτική του Καθαρού Λόγου", θα ισχυρισθεί ότι ο χώρος αποτελεί μια μορφή ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ, η οποία βάζει τάξη στην πληθώρα των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από την εμπειρία και με τον τρόπο αυτό τοποθετεί την κατηγορία του χώρου στο πνευματικό πεδίο δια του οποίου το υποκείμενο κατηγοριοποιεί τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για τον χρόνο. Προϋποθέτει δε, ότι το υποκείμενο έχει προηγουμένως μια παράσταση του χώρου την οποία επεξεργάζεται διανοητικά, και κατόπιν ότι ο χώρος υφίσταται σαν αντικείμενο στην εμπειρική πραγματικότητα εκεί έξω. Άλλωστε τα πράγματα καθ’ εαυτά δεν τα γνωρίζουμε.

Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...

-
Δεν υπάρχει ακριβής ορισμός της έννοιας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Oxford Power Dictionary (1993) ορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα...
-
Η κριτική διδασκαλία του Ιμάνιουελ Καντ (18ος αιώνας) επιδίωξε να γεφυρώσει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό. Όπως είδαμε, ο εμπειρισμός...
-
“Eίναι γεγονός ότι στην αρχή επιστήμη και φιλοσοφία ήταν ενωμένες και μονάχα με το πέρασμα των αιώνων η φυσική, η χημεία, η αστρονομία ή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου