Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019
ΡΩΣΙΑ KAI ΚΙΝΑ
Η έκρηξη και η πρώτη φάση της επανάστασης.
Στις αρχές του 1917 η αντοχή της Ρωσίας είχε εξαντληθεί. Ογκώδεις διαδηλώσεις δυσαρεστημένων πολιτών στην Πετρούπολη, καθώς και εκτεταμένες ανταρσίες στον στρατό οδήγησαν στην πτώση της μοναρχίας και στην ανάληψη της εξουσίας από προσωρινή κυβέρνηση, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Κερένσκυ, τον Μάρτιο (ν.η.) του ίδιου χρόνου.
Επρόκειτο στην πράξη για ένα δυαδικό καθεστώς: από τη μια μεριά βρισκόταν η προσωρινή κυβέρνηση, που εκπροσωπούσε τους φιλελεύθερους αστούς, αλλά δε διέθετε σημαντική δύναμη, και από την άλλη βρίσκονταν οι συνελεύσεις (σοβιέτ*) των εργατών και των στρατιωτών, των οποίων η δύναμη και η επιρροή αυξάνονταν συνεχώς και έθεταν υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της κυβέρνησης.
Με στόχο την εκτόνωση της κατάστασης η κυβέρνηση προωθούσε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, επέμεινε όμως στη συνέχιση του πολέμου και διακήρυξε ότι μία και αδιαίρετη ήταν η Ρωσία, αποκλείοντας οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προς τις διάφορες εθνότητες. Η πολιτική αυτή ευνοούσε τη θέση της πλειονότητας των σοσιαλιστών, των Μπολσεβίκων, οι οποίοι απαιτούσαν την άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών, την ελευθερία των εθνοτήτων, την εθνικοποίηση των γαιών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών, καθώς και τον έλεγχο της βιομηχανικής παραγωγής από τους εργάτες.
Τον Νοέμβριο (Οκτώβριο με το παλαιό ημερολόγιο) οι Μπολσεβίκοι ανέτρεψαν με τη βία την κυβέρνηση και κατέλαβαν την εξουσία. Από τις πρώτες πράξεις των Μπολσεβίκων ήταν η καταγγελία των συνθηκών που είχε συνάψει έως τότε η κυβέρνηση της Ρωσίας και η πρόταση άμεσης ανακωχής. Η επαναστατική ηγεσία ωστόσο ήταν διχασμένη στο ζήτημα του πολέμου. Ο Λένιν ευνοούσε την ειρήνη για λόγους εσωτερικούς, κυρίως για να διευκολυνθεί η ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού. Ο Νικόλαος Μπουχάριν, αντίθετα, υποστήριζε τη συνέχιση του πολέμου.
Ο Λέον Τρότσκυ εκπροσωπούσε μια συμβιβαστική λύση: όχι την ειρήνη αλλά τη διακοπή του πολέμου. Στο τέλος όμως τη στάση της επαναστατικής ηγεσίας διαμόρφωσε πάνω απ' όλα η ανάγκη της στιγμής και συγκεκριμένα η ραγδαία προέλαση των Γερμανών τον χειμώνα του 1917-1918. Τον Μάρτιο του 1918 η επαναστατική κυβέρνηση της Ρωσίας δέχτηκε τους γερμανικούς όρους και υπέγραψε τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την οποία η Ρωσία εγκατέλειπε στη Γερμανία την Πολωνία, την Ουκρανία, τη Λιθουανία και τις επαρχίες της Βαλτικής, και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περιοχή του Καυκάσου. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας γερμανικής επίθεσης η επαναστατική κυβέρνηση μετέθεσε την πρωτεύουσα του κράτους από την Πετρούπολη στη Μόσχα, ενέργεια την οποία επέβαλλαν οι περιστάσεις, αλλά και η οποία συμβόλιζε τη στροφή της Ρωσίας από την Ευρώπη στην Ασία.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι ηγέτες της Ρωσικής Επανάστασης, σύμφωνες με την κομμουνιστική ιδεολογία, δε σημείωσαν την επιθυμητή επιτυχία. Η επαναστατική ηγεσία είχε υποσχεθεί την ειρήνη, τη διανομή των γαιών και την αυτοδιάθεση των λαών της προεπαναστατικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας, χωρίς όμως να είναι τελικά διατεθειμένη να συμβάλει στον διαμελισμό της χώρας. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν -κατά μείζονα μάλιστα λόγο αφότου η Ρωσία έγινε πεδίο εμφύλιων συγκρούσεων και εξωτερικών επεμβάσεων από τους πρώην συμμάχους της- το επαναστατικό καθεστώς σκλήρυνε τη στάση του.
Ως θεωρητικός της Ρωσικής Επανάστασης, ο Βλαδίμηρος Ουλιάνοφ (Λένιν), εν όψει των κινδύνων που απειλούσαν την επανάσταση, καθόρισε την τακτική που προσφερόταν για την εξουδετέρωσή τους. Τα πολιτικά κόμματα, που αντανακλούσαν τις διάφορες κοινωνικές τάξεις και τα συμφέροντά τους, δεν είχαν πια θέση στη διακυβέρνηση της χώρας και καταργήθηκαν, με εξαίρεση το Κομμουνιστικό Κόμμα, που τέθηκε και αυτό υπό την πολιτική κηδεμονία της κομμουνιστικής επαναστατικής ηγεσίας.
Από τις πρώτες πράξεις του επαναστατικού καθεστώτος στη Ρωσία ήταν η ίδρυση διεθνούς οργάνωσης όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Ήταν η Τρίτη Διεθνής ή Κομμουνιστική Διεθνής. Ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1919 για την προαγωγή της διεθνούς επανάστασης εναντίον του καπιταλισμού* και των αστικών καθεστώτων και για τη στήριξη του νέου κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρωσία. Η εκδήλωση δύο κομμουνιστικών επαναστατικών κινημάτων, των Σπαρτακιστών στη Γερμανία, τον Ιανουάριο του 1919, και του Μπέλα Κουν (Bela Kun) στην Ουγγαρία, την άνοιξη του ίδιου έτους, προξένησε σοβαρές ανησυχίες σε έναν κόσμο που παρακολουθούσε με αγωνία την εμφύλια σύρραξη στη Ρωσία.
Η Κομμουνιστική Διεθνής άλλαξε μορφή και επιδιώξεις, όταν η εξουσία στη Σοβιετική Ένωση πέρασε από τον Λένιν στον Στάλιν. Στόχος απώτερος της Διεθνούς παρέμεινε βέβαια η προαγωγή της επανάστασης σε όλο τον κόσμο- ωστόσο, οι άμεσες επιδιώξεις και οι ενέργειες των μελών-κομμάτων κατευθύνονταν σε μεγάλο βαθμό από τη Σοβιετική Ένωση με στόχο την πρόκληση αποσταθεροποιητικών καταστάσεων στις χώρες με αστικά καθεστώτα. Ο βίος της Διεθνούς των κομμουνιστών τερματίστηκε κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (1943), όταν η Σοβιετική Ένωση αισθάνθηκε την ανάγκη να προβεί σε μια χειρονομία καλής θέλησης προς τις συμμάχους της, Βρετανία και ΗΠΑ.
Στη μητρόπολη της διεθνούς κομμουνιστικής επανάστασης ιδρύθηκε το 1922, μετά τον τερματισμό του Εμφύλιου Πολέμου, η Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, η οποία περιλάμβανε αρχικά τέσσερις δημοκρατίες, τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και την Υπερκαυκασία, δηλαδή τις χώρες της προεπαναστατικής Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η νέα κρατική ενότητα συνδύαζε την αρχή της αυτονομίας των εθνοτήτων με αυτήν του διεθνισμού: οι χώρες-μέλη της Σοβιετικής Ένωσης ήταν κατά το Σύνταγμα του 1924 αυτόνομες αλλά στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας. Στην αρχική Ένωση θα μπορούσαν να προστεθούν νέες χώρες ή να αποσχιστούν από αυτήν όσες έκριναν ότι η Ένωση δεν τις εξυπηρετούσε. Η αρχή της οικειοθελούς αποδέσμευσης των χωρών-μελών δεν εφαρμόστηκε ποτέ, επειδή δε δόθηκε ποτέ μια τέτοια ευκαιρία.
Η ομοσπονδιακή δομή και η κατοχύρωση του δικαιώματος των εθνοτήτων να διατηρούν και να καλλιεργούν τα ιδιαίτερα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά ευνόησαν την ανάπτυξη της εθνικής υπερηφάνειας καθενός από την πανσπερμία των λαών που είχαν υποστεί στο παρελθόν τις συνέπειες του εκρωσισμού. Την υπερηφάνεια αυτή ευνόησε και η συμμετοχή -θεωρητικά επί ίσοις όροις- σε ένα μεγάλο και ισχυρό κράτος. Το τίμημα της συμμετοχής όμως ήταν μεγάλο, επειδή η εξουσία περιήλθε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και το Κομμουνιστικό Κόμμα που ελεγχόταν από τους Ρώσους και που ήταν το μόνο αναγνωρισμένο πολιτικό κόμμα στη Σοβιετική Ένωση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ο ουσιαστικός ιστός της εξουσίας που εξασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο της αχανούς χώρας από μία ομάδα ισχυρών, με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα του κόμματος.
Σε αυτό το αλλόκοτο ξεκίνημα του αιώνα, σ’ έναν κόσμο που έχει παραδοθεί στις «εθνικές εκκαθαρίσεις», στους φυλετικούς πολέμους, στην άγρια διαπάλη μεταξύ των οικονομικών καρχαριών για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς, θα είχε ενδιαφέρον να επανεξετάσουμε το όνειρο των επαναστατών του Οκτώβρη: δηλαδή, μια ελεύθερη σοσιαλιστική ομοσπονδία, αποτελούμενη από αυτόνομες δημοκρατίες. Πώς διαμορφώθηκε, άραγε, η σκέψη του Λένιν και των μπολσεβίκων για το εθνικό ζήτημα; Σε ποιο μέτρο η πρακτική τους, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, στάθηκε στο ύψος των αρχών που διατυπώθηκαν;
Αναμφίβολα, το πρώτο μεγάλο μαρξιστικό έργο πάνω στο εθνικό ζήτημα είναι Το Ζήτημα των εθνικοτήτων και η σοσιαλδημοκρατία (1907) του Ότο Μπάουερ. Ορίζοντας το έθνος ως ένα αποτέλεσμα που δεν περατώνεται ποτέ, μια ιστορική διαδικασία διαρκώς σε εξέλιξη, ο αυστρομαρξιστής στοχαστής κόμισε σημαντική συμβολή στη μάχη ενάντια στο φετιχισμό του εθνικού συμβάντος και στους αντιδραστικούς μύθους του «αιώνιου έθνους», ριζωμένου – υποτίθεται – στο «έδαφος και στο αίμα». Το πρόγραμμα περί «πολιτισμικής εθνικής αυτονομίας» που πρότεινε ο Μπάουερ ήταν πλούσιο και εποικοδομητικό, όμως συναντούσε αδιέξοδο σε ένα κεφαλαιώδες πολιτικό ζήτημα: το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε έθνους στην αυτοδιάθεση και στη συγκρότηση ενός αυτόνομου κράτους.
Εκτός από τους στρατευμένους εβραίους της Μπουντ [Γενική Ένωση Εβραίων Εργατών] αλλά και κάποιες σοσιαλιστικές κινήσεις του Καυκάσου, οι ρώσοι μαρξιστές δεν εξέφρασαν ιδιαίτερη συμπάθεια για τις θέσεις του Ότο Μπάουερ και των αυστρομαρξιστών φίλων του. Η κοινή θέση υιοθετήθηκε στο συνέδριο του Εργατικού Σοσιαλδημοκρατικού Ρωσικού Κόμματος, το 1903 (πριν από τη διάσπαση) και επιβεβαιώνει, στο 9ο σημείο, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού για όλα τα έθνη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν επιφυλακτική σε αυτή την προσέγγιση. Αντιμαχόταν τον εθνικό σεπαρατισμό και, συγκεκριμένα, το σύνθημα περί ανεξαρτησίας της Πολωνίας, την οποία θεωρούσε για λόγους οικονομικούς «ουτοπική». Διακήρυττε δε ως επαναστατικό πρόγραμμα ενάντια στην τσαρική Αυτοκρατορία, την αυτονομία των επαρχιών, δηλαδή τη διοικητική αυτονομία κάθε επαρχίας, περιφέρειας ή δήμου, στο πλαίσιο ενός πολυεθνικού δημοκρατικού Κράτους. Διαχώριζε πάντως, την πρόταση εθνικής αυτονομίας της από αυτή των αυστρομαρξιστών, που στα μάτια της δεν πετύχαινε παρά να ανεγείρει τείχη ανάμεσα στις εθνικότητες.
Σε ό,τι αφορά στον Λέοντα Τρότσκι, στη μπροσούρα του Η μάχη της Διεθνούς του 1914,1 μοιάζει να ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ ένα αίτημα οικονομίστικου τύπου, που συνάγει από τη διεθνοποίηση την εμμενή εξαφάνιση των εθνικών κρατών, και σ’ ένα εγχείρημα πιο πολιτικό, που αναγνωρίζει στο δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού μια προϋπόθεση ειρήνης ανάμεσα στους λαούς. Την ίδια εποχή, σ’ ένα άρθρο του πάνω στο «Έθνος και την Οικονομία» (1915)2 αναγνωρίζει ρητά την ιστορική σημασία του εθνικού παράγοντα: «το έθνος συγκροτεί έναν ενεργό και διαρκή παράγοντα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ακόμη και στο σοσιαλιστικό καθεστώς, το έθνος, απελευθερωμένο από την αλυσίδα της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης, θα κληθεί να παίξει ένα θεμελιώδη ρόλο στην ιστορική ανάπτυξη...».
Ο Λένιν, προτού εισέλθει προσωπικά στη διαμάχη, στέλνει το 1913 στη Βιέννη ένα νεαρό γεωργιανό μπολσεβίκο, ονόματι Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, προκειμένου να επεξεργαστεί ένα κείμενο που θα εξέθετε συστηματικά τη θέση του κόμματος, μια θέση πιστή στο ψήφισμα του 1903. Ενάντια στο διαρκή μύθο, που ο ίδιος ο Τρότσκι συντήρησε στη βιογραφία του για τον Στάλιν, η μπροσούρα αυτή3 του Γεωργιανού δεν γράφτηκε υπό την άμεση επίνευση του Λένιν. Ο τελευταίος δείχνει κατά κάποιον τρόπο απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, διότι στα πολυάριθμα κείμενά του για το εθνικό ζήτημα δεν παραπέμπει ποτέ σ’ αυτό το κείμενο, παρεκτός μίας φοράς, ακροθιγώς και μεταξύ παρενθέσεων: σ’ ένα άρθρο της 28 Δεκεμβρίου 1913. Δίχως αμφιβολία, η μπροσούρα του Στάλιν υπερασπιζόταν τη βασική θέση των μπολσεβίκων, δηλαδή το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Όμως σ’ έναν αριθμό σημαντικών ζητημάτων βρισκόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ιδέες του Λένιν, όπως αυτές θα διαμορφωθούν στο διάβα των επόμενων χρόνων.
Για να παραθέσουμε δυο μόνο παραδείγματα: 1) Ο Στάλιν δεν αναγνώριζε ως έθνη παρά εκείνους τους λαούς που είχαν μια κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής ζωής και «ψυχικής διαμόρφωσης». Θα ψάχναμε εις μάτην μια τέτοια ανιστορική, δογματική, άκαμπτη και παγωμένη οπτική του έθνους στον Λένιν – ο οποίος, εξάλλου, απέρριπτε ρητά την έννοια του «εθνικού χαρακτήρα» ή της «ψυχολογικής ιδιαιτερότητας» των εθνών, που ο Στάλιν δανείστηκε από τον Ότο Μπάουερ. 2) Ο Στάλιν δεν διέκρινε ανάμεσα στον εθνικισμό των καταπιεσμένων και αυτόν τον καταπιεστών, ανάμεσα στο μεγαλο-ρωσικό εθνικισμό του τσαρικού κράτους και τον εθνικισμό των καταπιεσμένων λαών: Πολωνών, Εβραίων, Τατάρων, Γεωργιανών κοκ. Οι δύο εθνικισμοί κατηγορούνται πλάι - πλάι ως εκδηλώσεις ενός «χονδροειδούς σωβινισμού». Αλλά αυτή η διάκριση, όπως θα δούμε, καταλαμβάνει κεντρική θέση στη σκέψη του Λένιν.
Το σημείο αφετηρίας του Λένιν, καθώς και του Μαρξ, της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Τρότσκι, ήταν ο προλεταριακός διεθνισμός. Αναφορικά με αυτή την θεμελιώδη πολιτική προϋπόθεση και μόνο θίγεται το εθνικό ζήτημα. Αλλά αντίθετα από τους συντρόφους του, ο Λένιν συλλαμβάνει το διαλεκτικό δεσμό ανάμεσα στο διεθνιστικό στόχο και τα εθνικά δικαιώματα. Πρώτα απ’ όλα, για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά που αγαπούσε πολύ ο ιδρυτής του μπολσεβικικού κόμματος, μονάχα το δικαίωμα στο διαζύγιο κατοχυρώνει τον ελεύθερο γάμο: μονάχα η ελευθερία του χωρισμού κάνει δυνατή μια ελεύθερη και εθελούσια ένωση, συνένωση ή διάχυση των εθνών. Από την άλλη, επειδή – όπως οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν αντιληφθεί στο ιρλανδικό ζήτημα – μονάχα η αναγνώριση, εκ μέρους του εργατικού κινήματος του κυρίαρχου έθνους, ενός δικαιώματος αυτοδιάθεσης στο υποτελές έθνος επιτρέπει να εξαφανιστεί το μίσος και η δυσπιστία ανάμεσα στους καταπιεσμένους, καθώς και να ενωθούν οι εργάτες των δυο εθνών στην κοινή μάχη ενάντια στην αστική τάξη.
Η επιμονή του Λένιν στο δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης διόλου δεν σημαίνει ότι διάκειται ευμενώς στο σεπαρατισμό και στην επ’ άπειρον διαίρεση των κρατών, στη βάση των εθνικών συνόρων. Αντίθετα, ελπίζει ότι χάρη στο δικαίωμα να διαχειρίζεται ο κάθε λαός το δικό του πεπρωμένο, θα ευνοηθεί η σταθεροποίηση των πολυεθνικών κρατών: «Όσο περισσότερο το δημοκρατικό καθεστώς ενός Κράτους αναγνωρίζει την πλήρη ελευθερία αυτοδιάθεσης, τόσο περισσότερο γίνονται σπάνιες και πρακτικά αδύναμες οι αποσχιστικές τάσεις, διότι τα οφέλη των μεγάλων κρατών είναι αναμφίβολα πολλά, τόσο από τη σκοπιά της οικονομικής προόδου όσο και των συμφερόντων των μαζών».
Η ανωτερότητα του Λένιν επί της πλειοψηφίας των συγχρόνων του έγκειται στο ότι επικεντρώνει, στο εθνικό ζήτημα όπως και σε άλλα πεδία, στην κυρίως πολιτική όψη της αντιπαράθεσης: ενώ οι άλλοι μαρξιστές διακρίνουν κυρίως την οικονομική, πολιτισμική ή «ψυχική» διάσταση του προβλήματος, ο Λένιν υπογραμμίζει, στα άρθρα του μεταξύ των ετών 1913 και 1916, ότι το ζήτημα του δικαιώματος των εθνών σε αυτοδιάθεση «σχετίζεται ακέραια και αποκλειστικά με το πεδίο της πολιτικής δημοκρατίας», δηλαδή με το δικαίωμα στην πολιτική αυτοδιάθεση, στη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Θα ήταν ανώφελο να προσθέσουμε ότι η πολιτική όψη του εθνικού ζητήματος δεν είναι καθόλου αυτή που απασχολεί τους καγκελάριους, τους διπλωμάτες, από το 1914 δε και τους αντιμαχόμενους στρατούς. Ο Λένιν αδιαφορεί για το αν το ένα ή το άλλο έθνος θα έχει απλώς ένα ανεξάρτητο κράτος ή ποια θα είναι τα σύνορα ανάμεσα σε δύο κράτη. Ο στόχος του είναι η δημοκρατία και η διεθνιστική ενότητα της εργατικής τάξης, τα οποία αμφότερα προαπαιτούν την αναγνώριση του δικαιώματος εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Κάτω από την οπτική του στόχου αυτού, κηρύττει επίμονα την ενοποίηση, σ’ ένα κόμμα, των εργαζομένων και των μαρξιστών όλων των εθνών που ζούσαν στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους – στην τσαρική αυτοκρατορία: οι ρώσοι, ουκρανοί, πολωνοί, εβραίοι, γεωργιανοί – για να μπορούν να παλέψουν ενάντια στον κοινό εχθρό, τον αυταρχισμό και τις κυρίαρχες τάξεις.
Η βασική επιφύλαξη που θα μπορούσαμε, απλώς, να σχηματίσουμε γύρω από τις θέσεις του Λένιν επί του εθνικού ζητήματος, αφορά στην απόλυτη άρνηση εκ μέρους του της προβληματικής των αυστρομαρξιστών για την «πολιτισμική εθνική αυτονομία», θέση που υποστηρίχθηκε στη Ρωσία κυρίως από τη Μπουντ. Η λενινιστική πρόταση περί τοπικής διοικητικής αυτονομίας των εθνών δεν απαντούσε στο πρόβλημα των μη - εδαφικών εθνικοτήτων, όπως οι Εβραίοι.
Οι διάφορες «αστικές» κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, ανίκανες καθώς ήταν να διακόψουν με την κληρονομιά του τσαρισμού, ακολούθησαν διστακτική πολιτική γύρω από το εθνικό ζήτημα. Αυτό ευνόησε τη συναισθηματική μεταστροφή των μαζών υπέρ των μπολσεβίκων: όπως θα γράψει ο Τρότσκι, στην Ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης, «ο εθνικός χείμαρρος, όπως και ο αγροτικός, καταλάγιασαν μονάχα στην κοίτη της Οκτωβριανής Επανάστασης».
Σε ποιο μέτρο η πρακτική του Λένιν και των συντρόφων του, από θέσεις εξουσίας πια, συμφωνούσε με τις αρχές που εκφωνήθηκαν στα θεωρητικά κείμενα και στα κομματικά ψηφίσματα; Είναι δύσκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση: Η εθνική πολιτική του σοβιετικού κράτους κατά τη διάρκεια των χρόνων διαμόρφωσης της ΕΣΣΔ είναι εξαιρετικά περίπλοκη, συγκεχυμένη και αντιφατική. Κυριαρχεί, αναπόφευκτα, μια μεγάλη δόση πραγματισμού, εμπειρισμού και προσαρμογής στις περιστάσεις, με πολλαπλές ρήξεις ως προς τη φιλοσοφία του μπολσεβικισμού. Κάποιες «προσαρμογές» ήσαν θετικές, συμβάλλοντας σε περισσότερη πλουραλιστική δημοκρατία˙ άλλες, αντίθετα, συνιστούσαν ωμή παραβίαση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση: ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, μια τεράστια «»γκρίζα ζώνη»…
Μόλις μια βδομάδα μετά την κατάληψη της εξουσίας, οι επαναστάτες του Οκτώβρη δημοσιοποιούν μια διακήρυξη που επιβεβαιώνει πανηγυρικά την ισότητα όλων των λαών της Ρωσίας και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους μέχρις του σημείου της απόσχισης. Η σοβιετική εξουσία πρόκειται, αρκετά γρήγορα, να αναγνωρίσει – εν μέρει επειδή ήταν ήδη συντελεσμένο γεγονός, αλλά επίσης κι από γνήσια επιθυμία να διακόψει με τις προηγούμενες πρακτικές της Αυτοκρατορίας και να αναγνωρίσει εθνικά δικαιώματα – την ανεξαρτησία της Φινλανδίας, της Πολωνίας και των βαλτικών χωρών (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία). Η μοίρα της Ουκρανίας, των εθνών του Καυκάσου και άλλων «περιφερειακών» επαρχιών θα κριθεί στο πεδίο του εμφυλίου πολέμου με νίκη, στις περισσότερες των περιπτώσεων, των «τοπικών» μπολσεβίκων, λίγο ή πολύ – ανάλογα την περίπτωση – με τη βοήθεια του εκκολαπτόμενου Κόκκινου Στρατού.
Η πρώτη «θετική ρήξη» ήταν η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του εργαζόμενου και υποτελούς λαού» (1918), που συντάχθηκε από τον Λένιν και συνιστά ένα κάλεσμα για τη διαμόρφωση μιας ομοσπονδίας σοβιετικών δημοκρατιών, με θεμέλιό της την ελεύθερη και εθελούσια συνένωση των λαών. Αυτή η ρητή επιβεβαίωση της ομοσπονδιακής αρχής αποτελεί πραγματική στροφή σε σχέση με τις πρότερες θέσεις του Λένιν και των συντρόφων του, οι οποίοι – όντας γνήσιοι κληρονόμοι της ιακωβίνικης παράδοσης – ήσαν κατά του φεντεραλισμού και υπέρ ενός ενιαίου και συγκεντροποιημένου κράτους. Μολονότι η στροφή δεν τελείται συνειδητά ούτε λαμβάνει θεωρητική θεμελίωση, σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια εξόχως θετική αλλαγή.
«Προσαρμογή» δημοκρατικού χαρακτήρα συνιστά επίσης η πολιτική που υιοθέτησε η σοβιετική εξουσία απέναντι στην εβραϊκή μειονότητα. Πριν το 1917, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν επιτεθεί επίμονα στις αυστρομαρξιστικές θέσεις και στους εβραίους της Μπουντ που τις είχαν υιοθετήσει στη Ρωσία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης, υιοθετούν πλέον μια πολιτική που εμπνέεται σε μεγάλο βαθμό από την «πολιτισμική εθνική αυτονομία». Τα γιντίς απέκτησαν καθεστώς επίσημης γλώσσας στην Ουκρανία και στη Λευκορωσία, ενώ αναπτύχθηκαν πολλές γιντίς επιθεωρήσεις, βιβλιοθήκες, εφημερίδες, εκδοτικοί οίκοι, θέατρα και εκατοντάδες σχολεία. Στο Κίεβο, μάλιστα, επρόκειτο να δημιουργηθεί ένα Εβραϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο που συναγωνιζόταν το διάσημο «YIVO» [Ινστιτούτο Επιστημών Γιντίς] του Βίλνιους. Εν ολίγοις, υπό την αιγίδα των σοβιέτ και στο πλαίσιο μιας πολιτικής «πολιτισμικής αυτονομίας», βλέπουμε μια πραγματική πολιτισμική άνθηση της γιντίς κουλτούρας. Πλαισιώνεται, είναι η αλήθεια, από την «πεφωτισμένη δεσποτεία» της εβραϊκής πτέρυγας του μπολσεβικικού κόμματος, της «Γεβσέκζια». Αυτή αποτελείτο ως επί το πλείστον από παλιούς «μπουντιστές» και αριστερούς σιωνιστές που τους κέρδισαν οι κομμουνιστικές ιδέες κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Ως προς τις παραβιάσεις, από την άλλη, των δημοκρατικών δικαιωμάτων των λαών: Αν αφήσουμε τις – λίγο ή πολύ συζητήσιμες – περιστάσεις «σοβιετοποίησης» της Ουκρανίας και των καυκάσιων εθνών, δύο ιδιαίτερα περιπτώσεις παρουσιάζονται ως σημαίνουσες: η εισβολή στην Πολωνία το 1920 και στη Γεωργία το 1921.
Έντονα εχθρικό έναντι των σοβιέτ, το πολωνικό καθεστώς του στρατηγού Πιλζούτσκι, εισβάλλει – με καθοδήγηση και υποστήριξη του γαλλικού ιμπεριαλισμού – στη σοβιετική Ουκρανία, τον Απρίλιο του 1920, φθάνοντας μέχρι το Κίεβο. Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού τους τρέπει σύντομα σε οπισθοχώρηση. Οι σοβιετικές δυνάμεις ακολουθούν τον εισβολέα και παραβιάζουν τα πολωνικά σύνορα, φθάνοντας τον Αύγουστο στο κατώφλι της Βαρσοβίας, προτού υποχρεωθούν με τη σειρά τους να αναδιπλωθούν στο σημείο εκκίνησής τους. Η απόφαση εισβολής στην Πολωνία πάρθηκε από τη σοβιετική ηγεσία υπό την ώθηση του ίδιου του Λένιν κι ενάντια στις απόψεις του Τρότσκι, του Ραντέκ και του Στάλιν, που για μια – και μόνο – φορά βρέθηκαν σε συμφωνία. Δεν επρόκειτο, καθώς είναι ευνόητο, για ένα σχέδιο προσάρτησης της Πολωνίας, αλλά για «στήριξη» στους πολωνούς κομμουνιστές, ώστε να πάρουν την εξουσία και να εγκαθιδρύσουν μια σοβιετική πολωνική δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, αποτελούσε ασφαλώς μια προφανή παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών: όπως επαναλάμβανε πάμπολλες φορές ο ίδιος ο Λένιν, δεν ήταν αποστολή του Κόκκινου Στρατού να επιβάλλει τον κομμουνισμό σε άλλους λαούς. Βέβαια, ο εφήμερος και επισφαλής χαρακτήρας αυτής της πρωτοβουλίας περιορίζει την εμβέλειά της, όσο και αν αυτή άφησε ίχνη στην πολωνική συλλογική μνήμη.
Πιο σοβαρή ήταν η γεωργιανή περίπτωση. Ανεξάρτητη δημοκρατία, αναγνωρισμένη ως τέτοια από τη σοβιετική αρχή (βλ. συμφωνία ειρήνης του 1920), είχε στην ηγεσία της μια μενσεβικική κυβέρνηση που διέθετε τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας ενός πληθυσμού, κυρίως αγροτικού. Ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε τη Γεωργία το Φεβρουάριο του 1921 και τη «σοβιετικοποίησε» διά της βίας. Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο κραυγαλέα και ωμή κακοποίηση του δημοκρατικού δικαιώματος αυτοδιάθεσης, εκ μέρους του νεαρού σοβιετικού κράτους.
Την πρωτοβουλία έλαβαν οι μπολσεβίκοι ηγέτες γεωργιανής καταγωγής, ο Στάλιν και ο Ορτζονίκιτζε, δικαιολογώντας τη στο όνομα μιας υποτιθέμενης γενικής εξέγερσης των γεωργιανών εργατών και αγροτών, υπό κομμουνιστική καθοδήγηση. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια εξαιρετικά μειοψηφική κίνηση του γεωργιανού μπολσεβικικού κόμματος, που ξεσηκώθηκε ενάντια στη μενσεβικική κυβέρνηση της Γεωργίας, κοντά στα σοβιετικά σύνορα. Την εισβολή, πάντως, ενέκρινε ο Λένιν, ο Τρότσκι και η λοιπή σοβιετική ηγεσία. Μετά από ένα μήνα μαχών, μια μπολσεβικική κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα, επισφραγίζοντας τη συνένωση της Γεωργίας με τη σοβιετική ομοσπονδία. Η εχθρικότητα της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε αυτή την «έξωθεν» επιβολή εκφράστηκε με εκρηκτικό τρόπο το 1924, όταν ξέσπασε μαζική λαϊκή εξέγερση οργανωμένη από τους μενσεβίκους.
Γύρω από το ζήτημα της Γεωργίας, λοιπόν, διεξήχθη η αντιπαράθεση ανάμεσα στον Λένιν, που ήταν ήδη βαριά άρρωστος, και στον Στάλιν, μεταξύ των ετών 1922 και 1923: η «τελευταία μάχη του Λένιν», σύμφωνα με τον τίτλο του διάσημου βιβλίου του Μοσέ Λεβίν. Οι διαφωνίες ανάμεσα στους δύο μπολσεβίκους ηγέτες πολλαπλασιάστηκαν τα επόμενα χρόνια, άλλα ήδη από το 1920 μπορούμε να αντιληφθούμε μια ριζικά αποκλίνουσα λογική, τόσο σε επίπεδο γραπτών όσο και προτάσεων. Ενώ ο Λένιν επιμένει στην αναγκαιότητα μιας ανεκτικής στάσης έναντι των περιφερειακών εθνικισμών, καταγγέλλοντας το μεγαλορωσικό σωβινισμό, ο Στάλιν αντιμετωπίζει τα φυγόκεντρα εθνικά κινήματα ως βασικό αντίπαλο και πλειοδοτεί υπέρ ενός ενοποιημένου, συγκεντροποιημένου κράτους. Μετά την εισβολή στη Γεωργία το 1921, ο Λένιν προτείνει πια μια απόπειρα συμβιβασμού με τον Τζορντάνα, τον αρχηγό των γεωργιανών μενσεβίκων. Ο Στάλιν, αντίθετα, σε μια συζήτηση στην Τιφλίδα τον Ιούλιο, επιμένει στην αναγκαιότητα να «τσακιστεί η Λερναία Ύδρα του εθνικισμού» και να αφανιστούν «διά πυρός και σιδήρου» οι ιδεολογικές του επιβιώσεις.
Η διαμάχη εξερράγη με αφορμή τη διαφωνία των Στάλιν – Ορτζονίκιτζε, από τη μία, και των γεωργιανών κομμουνιστών (ο Μντβιάνι και οι σύντροφοί του), που διέθεταν την υποστήριξη του Λένιν, από την άλλη, ως προς το ζήτημα του βαθμού αυτονομίας της σοβιετικής Γεωργίας μέσα στην – υπό διαμόρφωση – Σοβιετική Ένωση. Πέρα από το επιμέρους τοπικό ζήτημα, το διακύβευμα ήταν, πολύ απλά, το μέλλον της ΕΣΣΔ. Σε μια αργοπορημένη, απέλπιδα μάχη ενάντια στο μεγαλορωσικό σωβινισμό του γραφειοκρατικού μηχανισμού, ο Λένιν αφιέρωσε τις τελευταίες στιγμές διαύγειάς του στο να αντιμετωπίσει τον πρωταρχικό ηγετικό εκπρόσωπό του: τον Ιωσήφ Στάλιν. Στις σημειώσεις που υπαγόρευσε στη γραμματέα του το Δεκέμβριο του 1922, δεν παύει να καταγγέλλει το μεγαλορωσικό και σωβινιστικό πνεύμα αυτού του «αγύρτη, του τυράννου, που στο βάθος είναι ο τυπικός ρώσος γραφειοκράτης» και μια νοοτροπία που «απονέμει περιφρονητικά κατηγορίες περί σοσιαλ-πατριωτισμού (ενώ είναι ο ίδιος όχι απλώς ένας αληθινός, αυθεντικός σοσιαλπατριώτης, αλλά ένας τραχύς μεγαλορώσος επιστάτης)». Δεν διστάζει, εξάλλου, να κατονομάσει τον Λαϊκό Κομισάριο των Εθνικοτήτων: «Σκέφτομαι ότι κάτι μοιραίο παίχτηκε εδώ με την πρεμούρα του Στάλιν, την αρέσκειά του για αξιώματα, την εμμονή του με το διαβόητο ‘σοσιαλπατριωτισμό’». Επιστρέφοντας δε στο ζήτημα της Γεωργίας, επιμένει: «Είναι αυτονόητο ότι ο Στάλιν και ο Τζεζίνσκι οφείλουν να θεωρηθούν πολιτικά υπεύθυνοι για αυτή τη μεγαλορωσική, θεμελιακά εθνικιστική, πολιτική». Κατάληξη της «διαθήκης του Λένιν» ήταν, όπως ξέρουμε, η πρότασή του περί αντικατάστασης του Στάλιν στη θέση της γενικής γραμματείας του κόμματος. Αλίμονο, ήταν πολύ αργά...
Το σταλινικό εγχείρημα ήταν θεμελιακά κρατικιστικό και γραφειοκρατικό: ενίσχυση του μηχανισμού, συγκεντροποίηση του κράτους, διοικητική ενοποίηση. Όμως, ο Λένιν νοιαζόταν πριν από όλα για το διεθνή αντίκτυπο της σοβιετικής πολιτικής: «η απουσία ενοποιητικού μηχανισμού ανάμεσα στους επιμέρους εθνικούς σχηματισμούς και τον ρωσικό, θα προκαλούσε απείρως, ανυπολόγιστα μικρότερη βλάβη από το αντίθετό της: για μας, για όλη τη Διεθνή, για τις εκατοντάδες εκατομμυρίων των λαών της Ασίας, που θα εμφανιστούν κατόπιν στο ιστορικό προσκήνιο, στο εγγύς μέλλον». Τίποτε δεν θα ήταν εξίσου επικίνδυνο για την παγκόσμια επανάσταση από το να «εμπλακούμε από μόνοι μας, όποιες κι αν είναι οι επιμέρους περιστάσεις, στις ιμπεριαλιστικές διαμάχες σχετικά με τις εθνότητες, εγείροντας έτσι υποψία για την ειλικρίνεια των αρχών μας, για το δίκιο μας να παλεύουμε ενάντια στον ιμπεριαλισμό». Άλλα ένα νέο εγκεφαλικό επεισόδιο, στις αρχές του 1923, θα ακινητοποιήσει τον Λένιν και θα απομακρύνει, έτσι, το κύριο εμπόδιο για την εδραίωση του Στάλιν στον κρατικό μηχανισμό.
Ο δε Τρότσκι, κύριος αντίπαλος πια, από το 1923, της σταλινικής γραφειοκρατίας ξαναπιάνει το νήμα της λενινιστικής διαπάλης ενάντια στο γραφειοκρατικό σωβινισμό. Η πλατφόρμα αριστερής αντιπολίτευσης του 1927 υπερασπίζεται τους παλιούς γεωργιανούς μπολσεβίκους, που έπεσαν «στη δυσμένεια του Στάλιν», αλλά «είχαν ένθερμα στο πλευρό τους τον Λένιν, κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του». Απαιτεί να δημοσιοποιηθούν τα τελευταία κείμενα του Λένιν πάνω στο εθνικό ζήτημα, που είχαν μπει στο σωλήνα από τον Στάλιν. Επιμένοντας, αντί συμπεράσματος, ότι «ο σωβινισμός, ιδίως όταν εκδηλώνεται διά της κρατικής μηχανής, παραμένει ο κύριος εχθρός της συμφιλίωσης και της ενότητας των εργαζόμενων μαζών, διαφόρων εθνικοτήτων».
Η κινεζική επανάσταση του 1925-27 υπέταξε την κινεζική εργατική τάξη στην αποκαλούμενη δημοκρατική αστική τάξη υπό τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα διαλύθηκε, όταν ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ οργάνωσε τη σφαγή των Κομμουνιστών στη Σαγκάη. Το τσάκισμα της κινεζικής εργατικής τάξης καθόρισε το χαρακτήρα της Κινεζικής Επανάστασης στη συνέχεια. Τα υπολείμματα του κομμουνιστικού κόμματος διέφυγαν στην επαρχία, όπου ξεκίνησαν να οργανώνουν αντάρτικο πόλεμο, βασιζόμενοι στην αγροτιά. Η Επανάσταση του 1949 πέτυχε και εξαιτίας του απόλυτου αδιεξόδου της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού στην Κίνα. Στο τέλος, η Κίνα ήταν τόσο εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό όσο ήταν πάντα, το αγροτικό ζήτημα παρέμεινε άλυτο και η Κίνα παρέμενε μια καθυστερημένη, μισο-φεουδαρχική, μισο-αποικιακή χώρα. Η κινεζική αστική τάξη ήταν συνυφασμένη με τον ιμπεριαλισμό, σχηματίζοντας ένα αντιδραστικό μπλοκ, που αντιστεκόταν στην αλλαγή.
Η αποσύνθεση της κινεζικής αστικής τάξης αποκαλύφθηκε όταν οι Ιάπωνες εισέβαλαν στη Μαντζουρία, το 1931. Κατά τη διάρκεια της πάλης ενάντια στους Ιάπωνες εισβολείς, οι κινέζοι κομμουνιστές προσέφεραν ένα ενιαίο μέτωπο στους αστούς εθνικιστές του Κουομιντάνγκ υπό την ηγεσία του Τσιανγκ Κάι-Σεκ. Αλλά, στην πραγματικότητα, το επίπεδο της συνεργασίας μεταξύ των δυνάμεων του Μάο και του Κουομιντάνγκ, κατά τη διάρκεια στου Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μηδαμινό. Η συμμαχία του ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας) και του Κουομιντάνγκ ήταν ένα ενιαίο μέτωπο μόνο κατ’ όνομα.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε με τεράστια ενίσχυση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και της Ρωσίας του Στάλιν, και η αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ τους ήταν ήδη έκδηλη πριν από το τέλος του πολέμου. Στις 9 Αυγούστου του 1945, οι σοβιετικές δυνάμεις ξεκίνησαν την εντυπωσιακή στρατηγική επιθετική επιχείρηση της Μαντζουρίας, στα σύνορα της Κίνας με τη Μογγολία. Ο σοβιετικός στρατός κατατρόπωσε τον ιαπωνικό στρατό και κατέλαβε τη Μαντζουρία. Εφτακόσιες χιλιάδες Ιάπωνες στρατιώτες εγκατεστημένοι στην περιοχή παραδόθηκαν και ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε το Μαντσουκούο, το Μενγκιάνγκ (κεντρική Μογγολία), τη Βόρεια Κορέα, τη Νότια Σαχαλίνη και τις Κουρίλες Νήσους.
Η γρήγορη ήττα του ιαπωνικού στρατού από τον Κόκκινο Στρατό δεν αναφέρεται από κανέναν σήμερα, όμως ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την παράδοση της Ιαπωνίας και τον τερματισμό του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αμερικανοί φοβούνταν ότι ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός θα προήλαυνε μέσω της Κίνας και θα εισέβαλλε μέσα στην ίδια την Ιαπωνία, όπως είχε κάνει προηγουμένως στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ιαπωνία τελικά παραδόθηκε στις ΗΠΑ, αφού η αεροπορία των ΗΠΑ έριξε ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ο κύριος σκοπός της εξολόθρευσης αυτών των ιαπωνικών πόλεων ήταν να δείξουν οι ΗΠΑ στον Στάλιν ότι τώρα κατείχαν ένα νέο και τρομακτικό όπλο στο οπλοστάσιό τους.
Μετά την παράδοση των Ιαπώνων, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν ήταν πολύ ξεκάθαρος σχετικά με αυτό που περιέγραψε ως «χρήση των Ιαπώνων, για να συγκρατηθούν οι Κομμουνιστές». Στα απομνημονεύματά του, γράφει: «ήταν απόλυτα ξεκάθαρο σε μας ότι, αν λέγαμε στους Ιάπωνες να αφήσουν τα όπλα τους αμέσως και να βαδίσουν προς την ακτή, ολόκληρη η χώρα θα είχε καταληφθεί από τους Κομμουνιστές. Γι’ αυτό, έπρεπε να κάνουμε το ασυνήθιστο βήμα να χρησιμοποιήσουμε τον εχθρό ως φύλαξη, μέχρι να μπορέσουμε να μεταφέρουμε από αέρος τους Κινέζους στρατιώτες στη Νότια Κίνα και να στείλουμε πεζοναύτες να φυλάσσουν τα λιμάνια».
Ο Στάλιν δεν εμπιστευόταν τους ηγέτες του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος και δεν πίστευε ότι θα πετύχαιναν να καταλάβουν την εξουσία. Η μοσχοβίτικη γραφειοκρατία ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει τις φιλικές της σχέσεις με την κυβέρνηση του Τσιανγκ Κάι-Σεκ, παρά να υποστηρίξει την Κινεζική Επανάσταση. Μετά την επανάσταση, ο Μάο παραπονιόταν έντονα ότι ο τελευταίος πρέσβης που εγκατέλειψε τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ ήταν ο Σοβιετικός πρέσβης. Ο Στάλιν παρότρυνε τον Μάο να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με το Κουομιντάνγκ, μια ιδέα που ο Μάο αρχικά αποδέχτηκε/ Στο τέλος οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν και ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε, όπως ήταν αναπόφευκτο. Οι ΗΠΑ ενίσχυσαν τους εθνικιστές με στρατιωτικές προμήθειες και εξοπλισμό αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Οι σοβιετικές δυνάμεις αποσυναρμολόγησαν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Μαντζουρίας (αξίας ως και 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων), στέλνοντας πίσω στην ΕΣΣΔ ολόκληρα εργοστάσια. Ο Στάλιν ήταν σκεπτικιστής σχετικά με την προοπτική επιτυχίας του Μάο, και προσπαθούσε να διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με τον Τσιανγκ Κάι-Σεκ.
Επομένως, η σινοσοβιετική ρήξη δεν ήταν μια ιδεολογική ρήξη, αλλά απλά μια σύγκρουση συμφερόντων δυο εχθρικών μεταξύ τους γραφειοκρατιών, η καθεμία εκ των οποίων με ζήλο υπεράσπιζε τα «δικά της» στενά εθνικά συμφέροντα, τα εδάφη, τις πηγές, την εξουσία και τα προνόμιά της. Αυτός ο στενόμυαλος εθνικισμός βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το θαρραλέο πνεύμα του προλεταριακού διεθνισμού των Λένιν και Τρότσκι.
Τον Ιούλιο του 1946, με την ενεργή υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, το Κουομιντάνγκ οδήγησε την Κίνα σε έναν τερατώδη εμφύλιο πόλεμο πρωτοφανούς βιαιότητας. Ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ εξαπέλυσε μια αντεπαναστατική επίθεση εναντίον του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Είχε κάνει προσεκτικές προετοιμασίες και, εκείνη τη στιγμή, είχε σχεδόν τρεισήμισι φορές περισσότερους στρατιώτες από τον PLA, ενώ και τα υλικά του αποθέματα υπερτερούσαν κατά πολύ. Είχε πρόσβαση σε σύγχρονες βιομηχανίες και σύγχρονα μέσα επικοινωνίας.
Υποσχόμενος γη στους αγρότες, ο PLA κατάφερε να κινητοποιήσει τεράστιο αριθμό ανθρώπων τόσο σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στις μάχες όσο και σε ό,τι αφορά την προσφορά υλικοτεχνικής υποστήριξης. Αυτό αποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό. Ο στρατός του Τσιανγκ είχε πιθανώς το μεγαλύτερο ποσοστό λιποταξίας από κάθε άλλο στρατό στην ιστορία. Αν και οι Αμερικανοί (όπως πάντα) συνέχισαν το μύθο ότι αυτός είναι ένα πόλεμος μεταξύ «κομμουνισμού και δημοκρατίας», στην πραγματικότητα, η κινεζική μαριονέτα τους, ο Τσιανγκ Κάι-Σεκ, ήταν ένας στυγνός δικτάτορας. Πιθανά υπό την πίεση της Ουάσινγκτον, ωστόσο, ο Τσιανγκ παρίστανε ότι εισάγει μια σειρά «δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων», ώστε να σωπάσει τις κριτικές εναντίον του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ανακοίνωσε ένα νέο σύνταγμα και μια Εθνοσυνέλευση, από την οποία, φυσικά, εξαιρέθηκαν οι Κομμουνιστές. Αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» αποκηρύχτηκαν αμέσως ως απάτη από τον Μάο Τσε Τουνγκ. Η μάζα του πληθυσμού ασχολιόταν περισσότερο με την αχαλίνωτη διαφθορά στην κυβέρνηση και το πολιτικό και οικονομικό χάος, ειδικά το μαζικό υπερπληθωρισμό, που οδηγούσε σε μια κατάρρευση των συνθηκών διαβίωσης. Γίνονταν μαζικές πανεθνικές φοιτητικές διαδηλώσεις ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Λίγα χρόνια μετά τη νίκη της κινεζικής επανάστασης, το 1949, και την αποτίναξη του ζυγού των ξένων αποικιοκρατών και εκείνης της μερίδας της κινεζικής ελίτ που συνδεόταν με τους ξένους, άρχισε μία διαπάλη ανάμεσα στον Μάο και τους οπαδούς του, από τη μια πλευρά, που ήθελαν κάποιο είδος "κινεζικού σοσιαλισμού", και εκείνων, από την άλλη, που επιδίωκαν μια εθνικοαστική ανάπτυξη της χώρας. Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ήταν στενότατος συνεργάτης του Μάο επί δεκαετίες, εκπροσωπούσε όμως συνειδητά την εθνικοαστική αντίληψη. Ο Κινεζικός Εμφύλιος Πόλεμος τέλειωσε το 1949 με τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ, ενώ ο Τσάνγκ Κάι Σεκ με τους υποστηρικτές του πέρασε στο νησί Ταϊβάν. Εκεί εγκατέστησε την εξόριστη Δημοκρατία της Κίνας και συνέχισε να διεκδικεί τον τίτλο του αποκλειστικού νόμιμου εκπροσώπου της Κίνας, με απώτερο σκοπό να επανέλθει δια των όπλων στην ηπειρωτική Κίνα και να καταλύσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Το ΚΚΚ υπό τον Μάο από την άλλη ίδρυσε την Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας, που σταδιακά αναγνωρίστηκε διεθνώς ως το μοναδικό κινεζικό κράτος και έγινε μέλος του ΟΗΕ. Η εφαρμογή της μαοϊκής σκέψης στην Κίνα μπορεί να ήταν υπεύθυνη για πάνω από 70 εκατομμύρια θανάτους σε περίοδο ειρήνης. Από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι τα τέλη του 1978, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ήταν μια σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, χωρίς ιδιωτικές επιχειρήσεις ή καπιταλισμό. Για να ωθήσουν τη χώρα προς μια σύγχρονη, βιομηχανοποιημένη κομμουνιστική κοινωνία ο Μάο Τσε Τουνγκ κίνησε το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αν και αυτό είχε ανάμεικτα οικονομικά αποτελέσματα. Μετά το θάνατο του Μάο το 1976 και το συνακόλουθο τέλος της Πολιτιστικής Επανάστασης, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ και η νέα κινεζική ηγεσία άρχισε τις μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και την κίνηση προς μια περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά μικτής οικονομίας κάτω από την ηγεσία ενός κόμματος. Η κολεκτιβοποίηση της γεωργίας καταργήθηκε και τα χωράφια ιδιωτικοποιήθηκαν με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Το 1978, η ΛΔΚ ξεκίνησε την εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων με την Ιαπωνία, η οποία εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό ξένο χορηγό. Η σύγχρονη Κίνα χαρακτηρίζεται κυρίως ως μια οικονομία της αγοράς που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία ακινήτων, και είναι ένα από τα κορυφαία παραδείγματα του κρατικού καπιταλισμού.
Σύμφωνα με τις μετά-Μάο μεταρρυθμίσεις της αγοράς, ενθαρρύνθηκε μια ευρεία ποικιλία ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ η κυβέρνηση χαλάρωσε τους ελέγχους των τιμών και την προώθηση ξένων επενδύσεων. Το εξωτερικό εμπόριο χαρακτηρίζεται ως ένα σημαντικό μέσο ανάπτυξης, που οδηγεί στη δημιουργία των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ), πρώτα στο Σενζέν και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις της Κίνας. Οι ανεπαρκείς κρατικές επιχειρήσεις (ΚΕ) αναδιαρθρώθηκαν με την εισαγωγή δυτικού τύπου συστήματα διαχείρισης, με το κλείσιμο των μη επικερδών μονάδων, με αποτέλεσμα τεράστιες απώλειες θέσεων εργασίας. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2010, η Κίνα αντέστρεψε ορισμένες οικονομικές πρωτοβουλίες της απελευθέρωσης, με κρατικές εταιρείες να αγοράζουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στις βιομηχανίες χάλυβα, αυτοκινήτων και ενέργειας.
H Πολιτιστική Επανάσταση ήταν μια κοινωνικο-πολιτική κίνηση που έλαβε χώρα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας από το 1966 έως το 1976. Την άρχισε ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας Μάο Τσετούνγκ, με στόχο να ενδυναμώσει τον κομμουνισμό στη χώρα με την άρση του καπιταλισμού, παραδοσιακών και πολιτιστικών στοιχείων την κινεζικής κοινωνίας και την επιβολή του Μαοϊσμού μέσα στο Κόμμα. Η επανάσταση σηματοδότησε την επιστροφή του Μάο Τσετούνγκ σε θέση εξουσίας μετά το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός.
Ο Μάο ισχυρίστηκε ότι αστικά στοιχεία διείσδυσαν στην κυβέρνηση και την κοινωνία γενικότερα, με σκοπό την επαναφορά του καπιταλισμού. Επέμεινε ότι αυτοί οι «αναθεωρητές» πρέπει να απομακρυνθούν μέσω μιας βίαιης ταξικής πάλης. Η νεολαία της Κίνας απάντησε στην έκκληση του Μάο σχηματίζοντας ομάδες ερυθροφρουρών σε όλη τη χώρα. Το κίνημα εξαπλώθηκε στον στρατό, τους εργαζόμενους στις πόλεις και την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες διαμάχες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην κορυφή της ηγεσίας, οδήγησε σε μια μαζική εκκαθάριση των ανωτέρων υπαλλήλων οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για τη λήψη ενός «καπιταλιστικού δρόμου», κυρίως του Λιου Σάο Σι και του Τενγκ Σιαοπίνγκ.
Τα μέλη των ερυθροφρουρών προέρχονταν αυστηρά από τις πέντε "αγνές τάξεις" (εργάτες, αγρότες, στρατιώτες, κομματικά στελέχη και "μάρτυρες της επανάστασης") αλλά και από την "αστική τάξη" εφ' όσον αποδείκνυαν ότι την είχαν απαρνηθεί. Εκείνοι που απορρίπτονταν εντάσσονταν στους "επαναστάτες φοιτητές" και έχαιραν των ιδίων προνομίων, αν και δεν μπορούσαν να φέρουν το κόκκινο περιβραχιόνιο.
Σκοπός τους ήταν να πατάξουν τα "τέσσερα παλαιά": τις παλιές ιδέες, τον παλαιό πολιτισμό, τις παλαιές συνήθειες και τις παλαιές παραδόσεις. Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς μεγάλη έμφαση δόθηκε στην πλήρη αναδιοργάνωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, αν και σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις συνοδεύονταν από το "εν ευθέτω χρόνω". Τα πανεπιστήμια όφειλαν να "αποτινάξουν τον πολιτισμικό ζυγό των αστών διανοουμένων" και να ανοίξουν τις πύλες τους στους "επαναστάτες γιους των εργατών, αγροτών και στρατιωτών". Στις θεωρητικές επιστήμες, κύρια εργαλεία θα ήταν τα έργα του Μάο και κύριο αντικείμενο μελέτης η πάλη των τάξεων. Το κυριότερο δε, η ακαδημαϊκή παιδεία έπρεπε να αναμιχθεί σε ίσες δόσεις με προσωπική εργασία στους αγρούς και τα εργοστάσια. Το τελικό σύνθημα για την ολομέτωπη επέλαση της Πολιτιστικής Επανάστασης δόθηκε στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Κίνας, η οποία συνήλθε από την 1η ως τις 12 Αυγούστου στο Πεκίνο. Στις 8 Αυγούστου η Κεντρική Επιτροπή υιοθέτησε ένα πρόγραμμα 16 σημείων που πρότεινε ο Μάο για την πραγματοποίηση της Πολιτιστικής Επανάστασης, το οποίο συμπεριλάμβανε και πρόσκληση προς τους σπουδαστές να συμμετάσχουν ενεργά στις επαναστατικές εξελίξεις.
Έτσι, αμέσως μετά τη μεγάλη διαδήλωση της 18ης Αυγούστου οι νεαροί ερυθροφρουροί ξεχύθηκαν στους δρόμους του Πεκίνου και όλων των μεγάλων πόλεων με το "Κόκκινο Βιβλιαράκι" ανά χείρας για να ξεριζώσουν "όλα τα έθιμα που είναι αστικά" ή υποθάλπουν τον "σοβιετικό ρεβιζιονισμό" ή τη θρησκεία. Στους κουρείς απαγορεύτηκε να κόβουν τα μαλλιά των πελατών τους κατά τον δυτικό τρόπο και στους καταστηματάρχες να πωλούν δυτικά ρούχα. Όσοι είχαν μακριά μαλλιά υποχρεώνονταν να κουρευτούν και όσοι φορούσαν στενά παντελόνια να τα σκίσουν, ενώ οι γυναίκες που είχαν κάνει περμανάντ υποχρεώθηκαν να ισιώσουν εκ νέου την κόμη τους. Η πώληση οινοπνευματωδών ποτών, ειδών καπνιστού, αρωμάτων και καλλυντικών απαγορεύονταν αυστηρά, όπως αυστηρά απαγορεύτηκαν το μασάζ, το μανικιούρ και το πεντικιούρ. Οι πάσης φύσεως αντίκες (ανήκαν άλλωστε στο φεουδαρχικό παρελθόν) τέθηκαν εκτός νόμου, ενώ τα γραφεία φιλοτελισμού και τα ανθοπωλεία έκλεισαν, καθώς η διακόσμηση των σπιτιών με άνθη και η συλλογή γραμματοσήμων ήταν "αστικές συνήθειες".
Στα βιβλιοπωλεία, τα βιβλία με περιεχόμενο πολιτικό ή λογοτεχνικό παραχώρησαν τη θέση τους στις συλλογές κειμένων του Μάο, ενώ ανακοινώθηκε οτι κάθε έργο που δεν συμβαδίζει με "τη σκέψη του Μάο Τσετούνγκ" θα πρέπει να καεί. Η πώληση έργων τέχνης που δεν απεικόνιζαν τον Μάο απαγορευόταν αυστηρά, τα ταξί, τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και η πρώτη θέση στα τρένα κηρύχθηκαν επίσης καταδικαστέες αστικές συνήθειες, ενώ οι επιβάτες των τρίτροχων ποδήλατων αμαξιδίων, που αποτελούσαν την κλασική κινεζική μέθοδο μετακίνησης, υποχρεώνονταν να παραχωρήσουν τη θέση τους στους οδηγούς και να τους σύρουν οι ίδιοι. Στα φανάρια της τροχαίας, οι κανόνες ανατράπηκαν με το πράσινο να σηματοδοτεί τη στάση και το κόκκινο την κίνηση, ενώ τα νεαρά ζευγάρια που κάθονταν στα πάρκα της πρωτεύουσας καταδιώκονταν όταν "έκαναν πράγματα που καίνε τα μάτια" ή όταν "ξενυχτούν συντάσσοντας ερωτικές επιστολές".
Το επίσημο κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Σιν Χουά (Νέα Κίνα) ανακοίνωσε ότι "οι ξένες κλασικές μορφές τέχνης, όπως το μπαλέτο, η συμφωνική μουσική και η γλυπτική έχουν υποβληθεί σε επαναστατικό μετασχηματισμό".
Ο κινεζικός Τύπος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "οι ιδέες του Σαίξπηρ εντάσσονται στην ιδεολογία των εκμεταλλευτριών τάξεων και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τη διάδοσή τους". Η Άννα Καρένινα του Λέοντα Τολστόι "έχει ρεβιζιονιστική οπτική". Οι ιδέες του Ονορέ ντε Μπαλζάκ ήταν "γελοίες και λανθασμένες". Η κλασική μουσική "παραλύει την επαναστατική διάθεση", η Ενάτη Συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν είναι "διαποτισμένη με αστικό, ανθρωπιστικό έρωτα", ενώ η Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ αποτελούσε προσπάθεια "διάδοσης της λατρείας του σεξ και του ατομικισμού". Το μπαλέτο, τέλος, "δίνει στη νεολαία κακές ιδέες", η δε Ζιζέλ "θεμελιώνεται πλήρως και απόλυτα στην ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης".
Πολύ γρήγορα οι ερυθροφρουροί παρεκτράπηκαν από τον επαναστατικό ζήλο στην επαναστατική βία. Ομάδες εφήβων εισέβαλλαν σε ιδιωτικές κατοικίες και πετούσαν στο δρόμο "αστικά" αντικείμενα, όπως κοσμήματα και δυτικού τύπου ρούχα, ενώ πολλοί πολίτες υπέστησαν δημόσιους ξυλοδαρμούς με σχοινιά, άλλοι υποβλήθηκαν σε ξύρισμα του κρανίου τους ή διαπομπεύτηκαν στους δρόμους φορώντας μεγάλα κωνικά καπέλλα και πλακάτ στα οποία κατήγγειλαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Γιατροί και νοσοκόμοι υποχρεώθηκαν να φορέσουν επιγραφές στις οποίες έγραφαν οι ίδιοι "Αντιδραστικός διανοούμενος" και "Σκυλάκι της μπουρζουαζίας". Τα μουσεία αποτελούσαν κατ' εξοχήν στόχο των εφήβων επαναστατών, καθώς φιλοξενούσαν κειμήλια του φεουδαρχικού και αστικού καθεστώτος που εκείνοι σκόπευαν να σβήσουν. Οι επιθέσεις τους ωστόσο δεν είχαν αποτέλεσμα λόγω της φρούρησης των κτιρίων από το στρατό. Όλες οι απεικονίσεις του Βούδα και του Κομφούκιου καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ταυτόχρονα, εντάθηκε η προσωπολατρία του Μάο, ο οποίος αποκαλείτο πλέον "η μεγαλύτερη μεγαλοφυΐα του καιρού μας" και, για πρώτη φορά, "ο ηγέτης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και των επαναστατών ανταρτών όλου του κόσμου", η δε "σκέψη" του, "η μεγαλύτερη αλήθεια που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου", καθώς, όπως ήταν σαφές από τους προπαγανδιστές, είχε ως πεδίο εφαρμογής όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, από τη χειρουργική μέχρι το πινγκ πονγκ.
Tο τρομερό κύμα βίας που εξαπέλυσαν οι ερυθροφρουροί προκάλεσε γρήγορα την ανάλογη αντίδραση του πληθυσμού, η οποία άρχισε από τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, για να κορυφωθεί στο τέλος του 1966, φέρνοντας την Κίνα στα πρόθυρα του κατακλυσμού την άνοιξη του 1967. Στις 11 Σεπτεμβρίου η Λαϊκή Ημερησία ανέφερε ότι "ορισμένοι τοπικοί αξιωματούχοι έφθασαν στο σημείο να εξωθήσουν τους εργάτες και αγρότες που δεν αντιλαμβάνονται την κατάσταση να αντισταθούν στους επαναστάτες φοιτητές". Επίσημες ανακοινώσεις δεν εκδόθηκαν για τη μορφή που έλαβε η "αντίσταση" αυτή, αλλά οι Εφημερίδες Τοίχου έβριθαν λεπτομερειών.
Οι ερυθροφρουροί επιχείρησαν να καταλάβουν τα κατά τόπους γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος ή και εργοστάσια, αλλά συχνά συναντούσαν αποφασιστική αντίσταση για να επακολουθήσουν πολύωρες και ενίοτε πολύνεκρες μάχες. Στις αρχές του Ιανουαρίου του 1967, αναφέρθηκε στις Εφημερίδες Τοίχου ότι από τον Αύγουστο έχουν σημειωθεί 1.788 "αντεπαναστατικά επεισόδια". Είναι προφανές ότι πίσω από τις υπερβολές, τις ακρότητες ή και τα εγκλήματα ακόμη των ερυθροφρουρών μαινόταν μια άλλη σύγκρουση, πολύ βαθύτερη από την απλή αντιπαράθεση προσώπων, αν και συμπεριλάμβανε και τον παράγοντα αυτόν.
Ο Μάο κατάλαβε ότι πλησιάζει πλέον το πολιτικό του τέλος. Έχοντας χάσει τη μάχη της οικονομίας, έχοντας χάσει σχεδόν τη μάχη στην ηγεσία του κόμματος, αποφάσισε να κινητοποιήσει για μία ακόμη φορά τις μάζες, ώστε να ανατρέψει τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ του. Έτσι εξαπέλυσε την Πολιτιστική Επανάσταση. Ο Τσου Εν Λάι υποψιάστηκε έγκαιρα τη δυναμική αυτής της κίνησης του Μάο και έσπευσε να συμβιβαστεί πολιτικά μαζί του πριν ακόμη εκδηλωθεί η Πολιτιστική Επανάσταση προς τα έξω. Έτσι, μετά την αποπομπή της ηγεσίας της οργάνωσης του κόμματος στο Πεκίνο, στο στόχαστρο μπήκαν ο πρόεδρος Λιου Σαοσί και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, Τενγκ Χσιαοπίνγκ. Και οι δύο καταγγέλθηκαν το Νοέμβριο του 1966 από Εφημερίδες Τοίχου γραμμένες από άτομα με προφανή γνώση των τεκταινομένων στο εσωτερικό του κόμματος, ως "ηγέτες αντικομματικής ομάδας", ο δε Τενγκ κατηγορήθηκε επιπροσθέτως ότι "διαδίδει το μαύρο δηλητήριο του Χρουστσόφ". Υποβλήθηκαν σε έντονη αυτοκριτική ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής στις 23 Οκτωβρίου. Ο Ντενγκ αναγνώρισε ότι ήταν "αστός αντιδραστικός" και ότι οργάνωνε την αντίσταση στους ερυθροφρουρούς, ενώ η αυτοκριτική του Λιου Σαοσί καταγγέλθηκε (από την ίδια Εφημερίδα Τοίχου) ως "επιδερμική και ανειλικρινής". Η σύζυγός του, Ουάνγκ Κουάνγκ Μέι, ομολόγησε ότι τα πολιτικά πάθη που είχε διαπράξει οφείλονταν "στο δηλητήριο της αστικής παιδείας και σε καπιταλιστικές επιρροές".
Ενθαρρυνόμενοι από την ανώτατη ηγεσία, οι "Ερυθροί Επαναστάτες" ανέλαβαν το δύσκολο έργο της ανακατάληψης των βιομηχανικών μονάδων από τους απεργούς και, κυρίως, των διοικητικών κέντρων των επαρχιών που είχαν αποσπαστεί από την κεντρική εξουσία. Η επιτυχής κατάληψη της Σαγκάης στις 11 Ιανουαρίου του 1967 επιδοκιμάστηκε από την ηγεσία, πυροδοτώντας έτσι ένα ευρύτατο κύμα ανάλογων επιχειρήσεων σε όλες τις επαρχίες, με αποτελέσματα ανάμικτα. Αν και σε πολλές επαρχίες και το ίδιο το Πεκίνο, η άλωση των διοικητικών κέντρων και των κομματικών οργανώσεων επιτυγχάνεται ως τις αρχές Φεβρουαρίου, σε άλλες απαιτήθηκε η παρέμβαση του στρατού, όπως στο Τσινγκ Τάο της επαρχίας Σανντόνγκ. Μια παρέμβαση που δεν ήταν πάντοτε εγγυημένη, καθώς αρκετές μονάδες είχαν προσχωρήσει στους εχθρούς του Μάο, παρά το ότι ο υπουργός Άμυνας στρατάρχης Λιν Πιάο αποτέλεσε στη δύσκολη αυτή στιγμή τον στενότερο σύμμαχό του, μαζί με τον μετριοπαθή πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι. Ο Τσου Εν Λάι μπόρεσε να προστατέψει από τα χειρότερα και τον Τενγκ, τη στιγμή που ο Λιου Σάο Σι διώκοταν ανελέητα, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες όπως ότι διέδιδε τη "γελοία ρεβιζιονιστική και αντεπαναστατική ιδέα ότι η ενημέρωση πρέπει να είναι αντικειμενική, δίκαιη, ειλικρινής και πλήρης", ενώ για τους ερυθροφρουρούς "μοναδικό έργο του δημοσιογράφου είναι η διάδοση της σκέψης του Μάο Τσετούνγκ". Η επιβολή σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της "σκέψης του Μάο", όπως αυτή εκφραζόταν στο "κόκκινο βιβλιαράκι", ήταν απόλυτη. Για τη μεγάλη προπαγανδιστική μηχανή του κόμματος, η σκέψη του Μεγάλου Τιμονιέρη καθοδηγούσε σε κάθε τους βήμα τους εργάτες αλλά και τα παιδιά του νηπιαγωγείου, τους αγρότες, τους γιατρούς και τους ασθενείς τους, τους αθλητές όπως και τους αεροπόρους. Αρκούσε οι εργάτες, οι αγρότες, οι πολεμιστές κ.ο.κ. να βρίσκονταν στο πλευρό του Τιμονιέρη, οι γιατροί να μην ξεχνούν την επιστήμη τους και οι αθλητές την προπόνηση. Παράλληλα, στα στάδια οι Επαναστατικές Μάζες συμμετείχαν, ως θεατές και πρωταγωνιστές, σε μεγάλα επναστατικά δρώμενα, όταν δεν συγκεντρώνονταν στους ίδιους χώρους ως λαϊκά δικαστήρια για να παρακολουθήσουν τον εξευτελισμό των εχθρών του Μάο, την καταδίκη τους και, συχνά, την εκτέλεσή τους στις παρυφές των πόλεων. Οι κατηγορίες που απαγγέλλονταν στους ηττημένους ήταν συχνά παράδοξες και κατά κανόνα παραπλανητικές.
Η Κίνα κλείστηκε στον εαυτό της, αλλά ο Μάο αντιλήφθηκε ότι με τη χώρα σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, έπρεπε επειγόντως να βρεθεί μία διέξοδος. Η λύση που επιλέχθηκε ήταν η απλούστερη, η πυροδότηση του κινεζικού εθνικισμού και η διοχέτευσή του στους δύο ευκολότερους στόχους: τη Σοβιετική Ένωση και το Χονγκ Κονγκ. Το Πεκίνο αξίωσε την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ, κινητοποιώντας τον κινεζικό πληθυσμό της βρετανικής αποικίας.
Συμπληρώνονται φέτος 30 χρόνια από τη βίαιη καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας, στην πλατεία Τιεν-αν-μεν στο Πεκίνο, στις 4 Ιουνίου του 1989.
Οι μαζικές διαμαρτυρίες που είχαν αρχίσει από τα μέσα Απριλίου με αιτήματα για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα, έμοιαζαν να απειλούν τις πανίσχυρες Αρχές της Κίνας. Μετά από διαταγή της κινεζικής ηγεσίας υπό τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, επενέβη ο στρατός για να διαλύσει την εξέγερση στην υπό κατάληψη πλατεία Τιεν-αν-μεν («Πλατεία της Ουράνιας Γαλήνης»), όπου ήταν συγκεντρωμένοι φοιτητές και άλλες κοινωνικές ομάδες, σκοτώνοντας χιλιάδες πολίτες. Η πρωτοφανής βία και οι εκτελέσεις διαδηλωτών που ακολούθησαν, προκάλεσαν παγκόσμια φρίκη και σειρά διαμαρτυριών από πολλές χώρες του κόσμου. Όλα ξεκίνησαν στις 15 Απριλίου του 1976 στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου και σύμβολο του Μαοϊκού καθεστώτος. Περίπου 200.000 άνθρωποι οι περισσότεροι φοιτητές, γιόρτασαν την "Ημέρα των νεκρών" με μια μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία της "Ουράνιας Γαλήνης", Τιεν Αν Μεν, προς τιμήν του πρωθυπουργού Τσου Εν Λάι, που είχε πεθάνει τον Γενάρη. Η παράδοση θέλει τους ζωντανούς να αφήνουν μηνύματα και ποιήματα στους τάφους των αγαπημένων τους, όμως η κομμουνιστική εκδοχή του αρχαίου κινέζικου εθίμου της "Ημέρας των νεκρών", έφερε τους ερυθροφρουρούς και τα μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας όχι στα νεκροταφεία, αλλά στη μεγαλύτερη πλατεία του κόσμου, όπου άφησαν επαναστατικά τετράστιχα. Η συγκέντρωση εξελίχθηκε γρήγορα σε διαδήλωση διαμαρτυρίας, όταν φοιτητές του Πανεπιστημίου Ξένων Γλωσσών του Πεκίνου άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα και να αφήνουν ποιήματα με "αντεπαναστατικό" περιεχόμενο και έντονη κριτική κατά της χήρας του προέδρου Μάο. Επενέβη η αστυνομία, το πλήθος διαλύθηκε, χιλιάδες μηνύματα καταστράφηκαν, όμως πολλά διασώθηκαν και εκδόθηκαν σε μπροσούρες που κυκλοφόρησαν παράνομα από χέρι σε χέρι. Έμειναν στην ιστορία ως τα "Ποιήματα της Τιεν Αν Μεν". Η αστυνομία έκανε έρευνες και συνέλαβε εκατοντάδες από τους ποιητές. Μεταξύ αυτών και τον μαθητή Ουάνγκ Γιουν-τάο, που έγραψε το πιο δημοφιλές από τα ποιήματα. Το περιστατικό αυτό ήταν η "μήτρα" που γέννησε 13 χρόνια αργότερα τη δεύτερη μεγάλη εξέγερση στην ίδια πλατεία.
Η αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων έμεινε στην ιστορία ως η «Σφαγή της Πλατείας Τιεν-αν-μεν».
Η ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ, του Βαγγέλη Γραμματικόπουλου
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του μνημειώδους έργου πολιτικής θεωρίας και ανάλυσης της Χάνα Άρεντ Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού φέρει τον τίτλο Ολοκληρωτισμός και συνιστά την προσπάθειά της να εκθέσει τη φαινομενική πραγματικότητα της πιο καταστρεπτικής και τρομακτικής μορφής διακυβέρνησης που εφαρμόστηκε ποτέ στον κόσμο μας, κατά την εμφάνισή της τον προηγούμενο αιώνα. Έχοντας αποκαλύψει στους δύο προηγούμενους τόμους της μελέτης την καταλυτική σύνδεση με τα φαινόμενα του σύγχρονου αντισημιτισμού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η Άρεντ στον Ολοκληρωτισμό εισέρχεται εν τέλει στο προκείμενο: τη δομή και την οργάνωση των ολοκληρωτικών κινημάτων στην εξουσία με τις κύριες μορφές του ναζισμού και του σταλινικού μπολσεβικισμού. «Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τον ολοκληρωτισμό, τις απαρχές και τα στοιχεία του», σύμφωνα με τη φιλόσοφο, ενώ σταθερή επιδίωξή του είναι να φανερωθεί τι συνέβη, γιατί και πώς. Εξέχουσα είναι η διαύγεια και η αντικειμενικότητα της ανάλυσης του ολοκληρωτισμού από την Άρεντ σε μια ρευστή εποχή μετάβασης (Α΄ έκδοση 1951), πολύ κοντινή χρονικά και βιωματικά στα μεγάλα γεγονότα, και με την έλλειψη των πηγών και των στοιχείων που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα.
Η Άρεντ εκκινεί από τις συνθήκες ανάπτυξης των ολοκληρωτικών κινημάτων και την ανάγκη τους για έρεισμα στις ευμετάβλητες μάζες καθώς αναπτύσσουν μια διαρκή προσαρμοστικότητα και ασυνέχεια. Τα ολοκληρωτικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους εκεί όπου υπήρχαν μάζες, ουδέτεροι και αδιάφοροι άνθρωποι που επιθυμούσαν μια πολιτική οργάνωση απογυμνωμένη από κάθε έννοια κοινού συμφέροντος, ταξικού συστήματος και γενικότερα πολιτικής και κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η ψυχολογία του Ευρωπαίου μαζανθρώπου διαμορφώθηκε στη βάση μιας ιδιαίτερης αδιαφορίας για τον εαυτό και την αυτοσυντήρησή του και της προσκόλλησης σε αφηρημένα ιδεολογικά προτάγματα. Η κατάρρευση των πολιτικών και κοινωνικών διακλαδώσεων στην ηττημένη Γερμανία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η εμφάνιση μεγάλης ανοργάνωτης μάζας με απολιτικό χαρακτήρα, οργισμένης με τα πολιτικά κόμματα και με επιρρέπεια σε ιστορικούς μεγαλοϊδεατισμούς, προλείανε το έδαφος για την επικράτηση του ναζιστικού κινήματος μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Από την άλλη, ο κατακερματισμός της ρωσικής κοινωνίας εφαρμόστηκε τεχνητά μετά την άνοδό του Στάλιν στην ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος. Υπονομεύοντας τα Σοβιέτ, εκκαθαρίζοντας κάθε κοινωνική διαστρωμάτωση που είχε προσπαθήσει να διατηρήσει ο Λένιν (αγρότες, μεσαία τάξη, εργάτες, διοικητική-στρατιωτική γραφειοκρατία) και παράλληλα διαρρηγνύοντας κάθε κοινωνικό ή οικογενειακό ανθρώπινο δεσμό, εξασφάλισε μια μαζική οργάνωση κατακερματισμένων και απομονωμένων ανθρώπων. Η δομή των ολοκληρωτικών κινημάτων απαιτεί την ολική αφοσίωση των ατόμων-μελών με στόχο την παγκόσμια ολική κυριαρχία. Πρόκειται για κινήματα δίχως σαφείς πολιτικούς σκοπούς και προγράμματα που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση εφαρμόζοντας την εξουσία όχι απλώς εξωτερικά, αλλά επιχειρώντας να ελέγξουν κάθε πτυχή της ζωής των ατόμων σε έναν κόσμο που υπάρχει μόνο μέσω του κινήματος.
Ιδιαίτερη για την κατανόηση της ανόδου των ολοκληρωτικών κινημάτων, σύμφωνα με τη Άρεντ, είναι η έλξη που άσκησαν τα παραπάνω στη διανοητική και καλλιτεχνική ελίτ της κοινωνίας εντός της οποίας αναπτύχθηκαν. Η παράδοξη συμμαχία που συστάθηκε μεταξύ ελίτ και όχλου προήλθε κυρίως από τη θέση αμφοτέρων εκτός του ευυπόληπτου κοινωνικού τόξου της προπολεμικής εποχής και τα αισθήματα μηδενισμού και δυσαρέσκειας μιας ολόκληρης γενιάς, της «γενιάς του μετώπου», από όπου διαμορφώθηκε η πηγαία επιθυμία όχι για μετασχηματισμό, αλλά για απόλυτη καταστροφή του παλιού αστικού κόσμου και των κίβδηλων αξιών που τον διέπνεαν. Ο Μεγάλος Πόλεμος εμφανίστηκε ως η μόνη διέξοδος από την ανισότητα και την άδικη διαφοροποίηση που παρείχε η ευυπόληπτη κοινωνία, ενώ αντιουμανιστικές στάσεις αποτύπωσαν τη ματαίωση που επέφερε η ανθρωπιστική υποκρισία του αστικού κόσμου. Αυτή η λαχτάρα για βία και τυφλό μίσος βρήκε το αντίστοιχό της στη βασική πολιτική δραστηριότητα των ολοκληρωτικών κινημάτων: την τρομοκρατία, καθώς η διαφαινόμενη εκδίκηση του αποκλεισμένου κοινωνικά όχλου επέτρεψε στην ελίτ να παραβλέψει τις ιστορικές πλαστογραφίες των κινημάτων στο πλαίσιο της ανάδειξης της ιστορίας ως φάρσας που αντικατοπτρίζει κάθε φορά την κοσμοαντίληψη της καθεστηκυίας τάξης. Πρόκειται για μια θλιβερή κατάσταση της ελίτ που η Άρεντ ονομάζει «διεστραμμένο μίσος του πνεύματος για τον εαυτό του». Εν συνεπεία, η κατάρρευση των κοινότοπων παραδοσιακών αξιών προκάλεσε την τολμηρή παραδοχή ακρότατων παραλογισμών και ανήθικων ωμών ιδανικών που έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό επειδή απλώς ήταν απαλλαγμένα από την υποκριτική καθωσπρέπεια των αστών. Η σύμπραξη όχλου και λαού μπορεί να ανέδειξε μια επίφαση επανάστασης καθορισμένης από το πεπρωμένο αλλά η διάψευσή τους ήταν παταγώδης. Οι πρώτοι από τους οποίους έσπευσαν να απαλλαγούν τα ολοκληρωτικά κινήματα καταλαμβάνοντας την εξουσία ήταν αυτή η ίδια η ελίτ, διότι η πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοβουλία είναι άκρως επικίνδυνη για αυτά στον βαθμό που δεν υπόκειται σε καμία πρόβλεψη και έλεγχο.
Σε συνθήκες όπως οι παραπάνω, τα ολοκληρωτικά κινήματα στήριξαν την επιβολή τους κυρίως στην προπαγάνδα και στην τρομοκρατία. Η προπαγάνδα απευθύνθηκε, ως επί το πλείστον, στο εξωτερικό και σε όσους δεν είχαν ταυτιστεί πλήρως με την ιδεολογία τους στο εσωτερικό, ενώ η τρομοκρατία εμφανίστηκε ως «η ουσία της μορφής διακυβέρνησής τους» με τη διαρκή απειλή όσων δεν εναρμονίζονταν με τις διδαχές των κινημάτων (φυλετική νομοτέλεια για τους ναζιστές και ιστορική για τους μπολσεβίκους). Τα ως άνω μέσα επιβολής βασίστηκαν σε ήδη γνωστά και επιδραστικά εργαλεία όπως η δύναμη της επιστημονικής διαβεβαίωσης στη ψυχολογία των μαζών (διαφήμιση) και η χρήση των θετικισμού, πραγματισμού και συμπεριφορισμού προς ανάδειξη των κρυφών αιτιών που υποτίθεται ότι ερμηνεύουν τα πάντα, στοχεύοντας όμως πάντα στον μετασχηματισμό της ανθρώπινης φύσης και ούτε κατ’ ελάχιστον στην ευζωία της. Η εφαρμογή των θεωριών του σοσιαλισμού και του ρατσισμού δεν διαπνεόταν από ωφελιμιστικά κριτήρια, εδραζόταν στη διαρκή ανάγκη για επαλήθευση των ιδεών και των ηγετών του κινήματος, στην ισχύ να κατασκευάζουν την πραγματικότητα και να παράγουν αυτοεκπληρούμενες προφητείες συμπαρασύροντας τις απογοητευμένες μάζες σε έναν φαντασιακό κόσμο. Η δύναμη της προπαγάνδας του ολοκληρωτισμού αποδείχθηκε πως σχετιζόταν με τον αποκλεισμό των μαζών από την πραγματικότητα και τη μύηση σε έναν συνεκτικό κόσμο μυστηριακού στοιχείου και συνωμοσιολογίας, που, παρά τη λογική του ανεπάρκεια, προσέφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για φυγή από έναν ματαιωμένο κόσμο. Ο αντισημιτισμός, εν προκειμένω, η επιδραστικότερη ναζιστική προπαγάνδα, υπήρξε η βασικότερη αρχή αυτοορισμού των μαζών, μετατρέποντας το κράτος σε μέσο για τη διατήρησης της φυλής και εν συνεχεία σε μια υπερεθνική οργάνωση παγκόσμιας κυριαρχίας. Για την Άρεντ, συνεπώς, η οργάνωση –και όχι η πειθώ– είναι ο στόχος της προπαγάνδας, η εγκαθίδρυση μιας συνεκτικής και οργανωμένης επίφασης πραγματικότητας, τόσο άρρηκτα συνδεδεμένης με τις προπαγανδιστικές δηλώσεις, ώστε η επιβίωση όλου του κινήματος εξαρτάται εξ ολοκλήρου από αυτές.
Το επόμενο στάδιο στη μελέτη των ολοκληρωτικών κινημάτων από την Άρεντ είναι η μορφή οργάνωσής τους, μέσα στην οποία οικοδομείται ο φαντασιακός κόσμος της προπαγάνδας που προαναφέρθηκε. Μολονότι τα ολοκληρωτικά κινήματα υιοθετούν στοιχεία από απολυταρχίες και στρατιωτικές δικτατορίες, προσιδιάζουν εν τούτοις περισσότερο στον αυστηρό τύπο οργάνωσης των μυστικών εταιριών: μια ιεραρχική αλυσίδα μετωπικού συστήματος διαχωρισμένη σε επίπεδα κλιμακωτής εμπλοκής με το κίνημα και ριζοσπαστικότητας, που περιλαμβάνει τον εξωτερικό κύκλο των υποστηρικτών-συμπαθούντων, τον κύκλο των μελών, την ομάδα των επίλεκτων, τον στενό κύκλο γύρω από τον ηγέτη και, τέλος, τον ίδιο τον ηγέτη με την ολική εξουσία του. Η χρησιμότητα αυτών των επάλληλων κύκλων είναι σαφής: οι λιγότερο ενταγμένες εξωτερικές ομάδες χρησιμεύουν στη δημιουργία μιας επίφασης κανονικότητας του κινήματος για τον εξωτερικό κόσμο και χαρακτηρίζονται από ευπιστία, ενώ, από την άλλη, τα εσώτερα τμήματα συνδέονται άρρηκτα με αυτό μέσω μιας μύησης στη συνενοχή των εγκλημάτων, αντιμετωπίζοντας με περισσότερο κυνισμό τα στερεοτυπικά ιδεολογικά προτάγματα που προωθεί το κίνημα. Καθώς όμως το ολοκληρωτικό κίνημα διακατέχεται από την ανάγκη να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, ακόμα και η ως άνω διάρθρωση δεν διατηρείται αναλλοίωτη, με αποτέλεσμα συνεχώς να εισάγονται ως όργανα ελέγχου ριζοσπαστικότερες ομάδες, οι οποίες λειτουργούν περισσότερο ως όργανα ιδεολογικής μάχης παρά ως παραστρατιωτικές ομάδες (βλ. π.χ. στο ναζιστικό καθεστώς: SA→SS→Waffen SS κτλ.). Στο κέντρο και υπεράνω του κινήματος βρίσκεται ο απαραίτητος και αναντικατάστατος ηγέτης που το θέτει σε κίνηση, περιβεβλημένος με μια αύρα μυστηρίου, κύριο προσόν και χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί η ικανότητα να εξυφαίνει δολοπλοκίες. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν, παλιότερα μέλη μυστικών εταιριών, απομιμήθηκαν στα ολοκληρωτικά κινήματά τους τον τρόπο οργάνωσής τους με τη χαρακτηριστική διαφορά πως από τα τελευταία απουσίαζε ένα ουσιαστικό μυστικό περιεχόμενο· για αυτό και τους αποδόθηκε το προσωνύμιο: «μυστικές εταιρίες ιδρυμένες στο άπλετο φως της ημέρας». Έτσι, αποδεικνύεται ότι βασικότερος θεμελιακός κανόνας από την εκάστοτε ιδεολογία αναδείχθηκε η οργανωτική αρχή που διατηρεί και συνέχει τον ψευδεπίγραφο κόσμο στον οποίο βασίστηκαν τα κινήματα αυτά.
Με την ανάληψη όμως της κυβερνητικής εξουσίας, τα ολοκληρωτικά κινήματα αντιμετώπισαν τον κίνδυνο της άμβλυνσης της ακραίας ριζοσπαστικότητάς τους μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την ανακοπή της ροπής τους για παγκόσμια εξουσία εντός των κρατικών συνόρων με τη μορφή του ήδη γνωστού εθνικισμού. Ο τρόπος με τον οποίον αποφεύχθηκε η περιοριστική σταθεροποίηση και κανονικοποίηση των κινημάτων ήταν η υποβάθμιση της νομικής και κυβερνητικής δομής του κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια που κατείχαν την εξουσία. Η απαξίωση κάθε νομικής διάταξης –είτε αυτή ήταν το Σύνταγμα της Βαϊμάρης είτε το Σύνταγμα του 1936 για τη Ρωσία– όπως και η ταυτόχρονη συνύπαρξης μιας διπλής –φαινομενικής/κρατικής αφενός και πραγματικής/κομματικής αφετέρου– εξουσίας με αλληλεπικαλυπτόμενα γραφεία και αλληλοσυγκρουόμενες αρχές εξυπηρετούσε τη μόνιμη και βασική ανάγκη των ολοκληρωτικών κινημάτων να αποτελέσουν έναν άμορφο μηχανισμό που βρίσκεται διαρκώς σε ασαφή κίνηση. Κάτι τέτοιο επετεύχθη με τον κλονισμό οποιασδήποτε μόνιμης πολιτικής ιεραρχίας και την απόλυτη σύγχυση αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ των εξουσιών, που απέβλεπε σε απόλυτο μονοπώλιο εξουσίας, ανεξαρτησία του ηγέτη από τους κατωτέρους του και αστραπιαίες μεταβολές πολιτικής.
Το παράδοξο της εφαρμογής μιας τόσο αντιπαραγωγικής, αντιωφελιμιστικής και αντιορθολογικής πολιτικής διαχείρισης βασίζεται για τη φιλόσοφο στο γεγονός ότι σε τέτοια καθεστώτα το κίνημα τοποθετήθηκε πάνω από το κράτος αλλά και από το ίδιο το έθνος. Κι αν υιοθέτησαν ένα παραπλανητικό εθνικιστικό μοντέλο, με τις δηλώσεις τους να θέτουν στο κέντρο της πολιτικής τους την πατρίδα και το έθνος, στην πραγματικότητα η πλήρης εκμετάλλευση του υλικού και έμψυχου πλούτου της χώρας από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είχε ως απώτερο σκοπό την ευημερία των ομοεθνών τους, πολλοί από τους οποίους υπέφεραν υπό τη μέγγενη της εξουσίας τους, αλλά την πάση θυσία προώθηση της ιδεολογίας τους (βλ. φυλετικός ρατσισμός ή παγκόσμιος σοσιαλισμός) προς κατασκευή του φανταστικού κόσμου που επινόησαν. Κατά συνέπεια, η κατάληψη της εξουσίας από ολοκληρωτικά κινήματα, παρά τις εξαγγελίες τους, ουδέποτε συνδέθηκε με το υλικό κέρδος ή το εθνικό συμφέρον, αλλά πολύ περισσότερο εφάρμοσε μια καταστρεπτική πολιτική ακόμα και εντός του ίδιου του κράτους, αντιμετωπίζοντας τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του ως λεία για την επέκτασή του στα υπόλοιπα κράτη.
Η πάγια φιλοδοξία για παγκόσμια κυριαρχία και η τάση να αντιμετωπίζεται κάθε χώρα ως παράρτημα της εσωτερικής πολιτικής φέρνει στον πυρήνα της εξουσίας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος τις δυνάμεις της μυστικής αστυνομίας. Ο ρόλος της μυστικής αστυνομίας, κυρίαρχος σε όλα τα δεσποτικά καθεστώτα, διαφοροποιείται στον ολοκληρωτισμό καθώς εντείνεται εκεί ακριβώς που θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο περιττός: μετά την εξάλειψη κάθε εσωτερικής πολιτικής εναντίωσης. Η ολική κυριαρχία, μετά τη σταθεροποίηση της εξουσίας, πραγματώνεται από τους ιδεολογικούς στρατιώτες της μυστικής αστυνομίας –με τη μορφή των SS ή της GPU– αποκλειστικά με τη θήρευση «αντικειμενικών εχθρών», δηλαδή ανθρώπων που δεν θεωρούνται ύποπτοι ανατροπής του καθεστώτος αλλά αποτελούν σταθερούς ιδεολογικούς εχθρούς. Επιπλέον, το σύνολο της δραστηριότητας της μυστικής αστυνομίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων στερείται των προνομίων και της εκ της φύσης ανεξαρτησίας της σε άλλα καθεστώτα, καθώς τίθεται υπό τον πλήρη έλεγχο του ηγέτη, αποτελώντας ταυτόχρονα το κύριο εκτελεστικό όργανο της ολοκληρωτικής εξουσίας με πλήρη γνώση των πραγματικών επιδιώξεών της.
Η απόλυτη ένταξη της μυστικής αστυνομίας στον διοικητικό μηχανισμό και η απομόνωσή της από τους υπόλοιπους θεσμούς δίνει στα μέλη της τον χαρακτήρα μιας άρχουσας τάξης που ενσαρκώνει τα ιδανικά του ολοκληρωτισμού, ενώ σταδιακά οι μέθοδοί της διαποτίζουν το σύνολο της ολοκληρωτικής κοινωνίας, με τους πολίτες να επιδίδονται σε μια αέναη καταδίωξη πολιτικών εχθρών κατά την οποία οι πάντες μετατρέπονται σε μυστικούς πράκτορες που παρακολουθούν και παρακολουθούνται από όλους. Αυτή η διπλή ψυχολογία του μυστικού πράκτορα–υπόπτου, γνωστή στη γερμανική και ρωσική κοινωνία, εξετράφη από τις τρομακτικές συνθήκες ανελευθερίας και αυθαιρεσίας του ολοκληρωτισμού, όπου άνθρωποι παγιδεύονται στο δίκτυο των διαπροσωπικών τους σχέσεων, εξολοθρεύονται δίχως να αποτελούν αντικειμενικούς εχθρούς του καθεστώτος και μετά τον θάνατό τους εξαφανίζονται στη λήθη ως να μην υπήρξαν ποτέ. Οι ως άνω συνθήκες επιφέρουν τη λειτουργία ολόκληρων κοινωνιών με όρους μυστικής οργάνωσης, όπου όλοι γνωρίζουν αλλά τα πάντα είναι καλυμμένα από έναν μανδύα μυστικότητας. Πλήθος πραγματικών στατιστικών στοιχείων εκλείπουν ακόμα και σήμερα για να μας αποκαλύψουν το μέγεθος κατάπτωσης και εκφυλισμού των κοινωνιών των εν λόγω χωρών.
Κι αν η μυστική αστυνομία αποτέλεσε την ενσάρκωση της εξουσίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων, το πεδίο άσκησής της και επαλήθευσης της ολοκληρωτικής ιδεολογίας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (ή «στρατόπεδα εργασίας» στον σοβιετικό κόσμο). Σε αυτά τα κοινωνικά εργαστήρια έλαβε σάρκα και οστά, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, το ιδεώδες της ολικής κυριαρχίας πάνω σε ανθρώπους. Και μολονότι τέτοιοι χώροι συγκέντρωσης ανεπιθύμητων ή περιττών ανθρώπινων ψυχών προϋπήρχαν, αυτό που συγκλονίζει με τον ολοκληρωτισμό είναι η απεξάρτηση από κάθε ωφελιμιστική λειτουργία θα μπορούσαν να έχουν. Από μέσο επιβολής του μετατρέπονται σε αυτοσκοπό της λειτουργίας του, δηλαδή ένα μέρος στο οποίο ο θάνατος είναι τόσο αυθαίρετος και απρόσωπος που καταστρέφεται το ίδιο το γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και η ανθρώπινη ισχύς δείχνει ικανή να πραγματώσει μια πραγματική κόλαση επί της γης. Πριν συμβεί όμως αυτό, η Άρεντ απαριθμεί τα τρία στάδια προετοιμασίας της ολικής ανθρώπινης κυριαρχίας. Το πρώτο είναι ο θάνατος του νομικού προσώπου, η στέρηση δικαιωμάτων και ιθαγένειας και γενικότερα η τοποθέτηση εκτός νόμου ορισμένων κατηγοριών ανθρώπων με απώτατο στόχο να προετοιμαστεί η στέρηση κάθε νομικού δικαιώματος από το σύνολο του πληθυσμού.
Το δεύτερο βήμα είναι ο φόνος του ηθικού προσώπου, που επετεύχθη αφενός με την αφαίρεση του νοήματος του θανάτου και του δικαιώματος μνήμης των θυμάτων και αφετέρου με την απαλοιφή ανθρώπινης αλληλεγγύης κατά τη συμμετοχή των ίδιων των κρατουμένων στη διοίκηση του στρατοπέδου και κατ’ επέκταση στα εγκλήματα, ολοκληρώνοντας έτσι μια εξομοίωση διώκτη και διωκόμενου. Τρίτο και τελευταίο προαπαιτούμενο είναι ο θάνατος της ατομικότητας, της απαράμιλλης ταυτότητας των θυμάτων, που συντελέστηκε μέσα από τις τερατώδεις συνθήκες κράτησης και μεταφοράς καθώς και τα βασανιστήρια με τα οποία επιβλήθηκαν στην ανθρώπινη ψυχή, αφανίζοντας κάθε στοιχείο αυθορμητισμού και μοναδικότητας του προσώπου – γεγονός που εξηγεί και τη σχεδόν μηδαμινή αντίσταση που έφεραν τα θύματα στους διώκτες τους. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πρόσφεραν τις κατάλληλες συνθήκες για να εκπαιδευτούν τα στελέχη και να δοκιμαστεί η ολοκληρωτική κυριαρχία στις πιο ριζικές της δυνατότητες, με στόχο την επίτευξη μιας κοινωνίας όπου «όλοι οι άνθρωποι κυριαρχούνται σε όλες τις πτυχές της ζωής τους» και ταυτόχρονα καθίστανται τόσο περιττοί που η λειτουργία τους περιστέλλεται σε αντιδράσεις ζωικού είδους. Μετά το τέλος της αστικής και ιμπεριαλιστικής εποχής, η επικράτηση του ολοκληρωτισμού ανέδειξε μία τάση όπου η εξουσία δεν επιδιώκεται ως αυτοσκοπός, αλλά ως επικύρωση της εγκυρότητας του ιδεολογικού υπερ-νοήματος που έχει επινοηθεί, και δεν αποσκοπεί, όπως έγινε φανερό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στον μετασχηματισμό του κόσμου ή της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά στον μετασχηματισμό της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Όλα τα παραπάνω ιδιαίτερα και καινοφανή χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού που σημάδεψε πολιτικά τον 20ό αιώνα υπαγορεύουν στη μελέτη της Άρεντ τη διαμόρφωση του τελικού κρίσιμου ερωτήματος: «Έχει η ολοκληρωτική διακυβέρνηση τη δικιά της φύση, όπως οι άλλες μορφές διακυβέρνησης;» ή είναι απλώς μια σύγχρονη μορφή τυραννίας; Ο πυρήνας του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας είναι για τη φιλόσοφο η περιφρόνηση κάθε είδους θετικού νόμου και κατ’ επέκταση του consensus iuris. Εκφράζεται έτσι απόλυτη πίστη μόνο στους ανώτερους νόμους της Φύσης ή της Ιστορίας, που, παρ’ όλα αυτά, δεν παρέχουν ένα σταθερό έδαφος θεμελίωσης του δικαίου, αλλά αποτελούν διαρκείς κινήσεις, μέσα στις οποίες ο άνθρωπος ερμηνεύεται ως στοιχείο της δαρβινικής φυσικής εξέλιξης και η κοινωνία ως ένα παραγόμενο της ιστορικής κίνησης (πάλη των τάξεων). Η ολική τρομοκρατία εκδηλώνεται ως οιονεί νομιμότητα αυτού του συστήματος, που εξαλείφει κάθε ανθρώπινο αυθορμητισμό και επιταχύνει τις διαδικασίες της Φύσης και της Ιστορίας για την κατασκευή του νέου είδους ανθρώπου. Από την άλλη, η ιδεολογία αποτέλεσε την πρώτη αρχή δράσης του ολοκληρωτισμού και στα χέρια του Χίτλερ και του Στάλιν φανέρωσε για πρώτη φορά τις πολιτικές της δυνατότητες. Η ικανότητα συναγωγής των πάντων από μία πρώτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την εγγενή λογική μιας ιδέας, αποτέλεσε τη βάση του ολοκληρωτικού σκέπτεσαι που χαρακτηρίζεται από ισχυρισμό για ολική εξήγηση των πάντων, ανεξαρτησία από κάθε εμπειρική πραγματικότητα και αυστηρότατη λογική μέθοδο απόδειξης με ακρότατες συνέπειες. Το ιδεολογικό αυτό όπλο αποδείχθηκε ακαταμάχητο, καθώς στη βάση του κάθε υπήκοος του καθεστώτος εξανάγκασε τον εαυτό του να συντονιστεί με τις απαιτήσεις του κινήματος. Τρομοκρατία και ιδεολογία προετοιμάζουν, σύμφωνα με την Άρεντ, τη δημόσια και ιδιωτική απομόνωση του ανθρώπου και, μολονότι κάθε ολοκληρωτική κυριαρχία δεν είναι φτιαγμένη για να έχει διάρκεια, διότι φέρει μέσα της την αρχή της καταστροφής της, η νέα αυτή μορφή διακυβέρνησης στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από τόσο αντικοινωνικές τάσεις, καταστρεπτικές για την ανθρώπινη συμβίωση, ώστε διακυβεύεται το μέλλον του κόσμου όπως το γνωρίζουμε.
Η προσπάθεια της Άρεντ για κατανόηση του ολοκληρωτισμού μέσα από τον εντοπισμό και την ερμηνεία των αποκρυσταλλωμένων μερών που τον συνέθεσαν και τον ενσάρκωσαν έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη βαθιά ιστορική αντίληψη που σκοπός της είναι η διαφύλαξη και η διάσωση ενός γεγονότος στη συλλογική μνήμη. Αντιθέτως, στόχος της είναι η αποδόμηση του ολοκληρωτισμού, της μεγαλύτερης πολιτικής κρίσης των καιρών μας. Η κατανόηση απαιτεί πρωτίστως την κρίση και την καταδίκη του πιο ριζικού κακού που είναι σε θέση να καταστρέψει ανεπανόρθωτα τον κοινό ανθρώπινο κόσμο μας και συνεπώς η μελέτη Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού αποτελεί ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο. Δίχως αμφιβολία, η ανησυχία της για τους αυξανόμενους αριθμούς ξεριζωμένων, περιττών και απομονωμένων ανθρώπων στον 20ό αιώνα οφείλει να μας απασχολεί ακόμη περισσότερο σήμερα, την εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι εκπατρίζονται και γίνονται ανεπιθύμητοι εξαιτίας των πολέμων, του κλίματος και της οικονομικής κρίσης, ενώ η τεχνολογική έκρηξη φαντάζει περισσότερο ως κίνδυνος για την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής παρά συμβάλλει στην ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία. Η πτώση του ολοκληρωτισμού αποτέλεσε ένα σημείο καμπής έπειτα από το οποίο θα βρισκόμαστε διαρκώς υπό την απειλή της επανεμφάνισής του, δίχως παρ’ όλα αυτά να μας διαφεύγει η αλήθεια, μέσα από τα λόγια της Άρεντ, ότι «κάθε τέλος στην ιστορία αποτελεί ένα νέο αρχίνισμα» και ότι με κάθε άνθρωπο που γεννιέται «ένας νέος κόσμος έχει δυνητικά έρθει στην ύπαρξη», ένας κόσμος με δυνατότητες να γίνει κοινός και κατάλληλος να κατοικηθεί από όλους τους ανθρώπους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...

-
Δεν υπάρχει ακριβής ορισμός της έννοιας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Oxford Power Dictionary (1993) ορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα...
-
Η κριτική διδασκαλία του Ιμάνιουελ Καντ (18ος αιώνας) επιδίωξε να γεφυρώσει τον ορθολογισμό με τον εμπειρισμό. Όπως είδαμε, ο εμπειρισμός...
-
“Eίναι γεγονός ότι στην αρχή επιστήμη και φιλοσοφία ήταν ενωμένες και μονάχα με το πέρασμα των αιώνων η φυσική, η χημεία, η αστρονομία ή...