Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΜΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ (ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ)
Τι είναι η δικαιοσύνη;
Για να δώσουμε απάντηση στην ερώτηση, μήπως πρέπει να εξετάσουμε όλες τις δίκαιες πράξεις και να βρούμε τι κοινό έχουν μεταξύ τους; Μήπως δηλαδή υπάρχει μία κοινή φύση που βρίσκεται μόνο στις δίκαιες πράξεις και πουθενά αλλού; Ας μην ξεχνάμε πως οι πράξεις μας δεν είναι απλώς δίκαιες ή άδικες. Υπάρχουν διαβαθμίσεις· αλλες πράξεις είναι λιγότερο και άλλες είναι περισσότερο δίκαιες. Ίσως και να μην υπάρχουν απόλυτα δίκαιες πράξεις. Πολλοί θεωρούν ότι απόλυτα δίκαιος είναι μόνο ο Θεός.
Μια νέα μελέτη προτείνει ότι ο εγκέφαλος μας έχει έναν ενσωματωμένο μηχανισμό που προκαλεί μια αυτόματη αντίδραση, όταν έχουμε να κάνουμε με κάποιον που προκαλεί αδικίες σε άλλους . Έτσι, συμπεραίνει ότι ο άνθρωπος γεννιέται με έμφυτους μηχανισμούς δικαιοσύνης. Αυτό προτείνει η έρευνα του Ινστιτούτου Καρολίνσκα και της Σχολής Οικονομικών της Στοκχόλμης. Η συγκεκριμένη έρευνα με επικεφαλής τη δρα Katarina Gospic πραγματοποιήθηκε στο τμήμα της κλινικής νευροεπιστήμης του Ινστιτούτου όπου και η επιστημονική ομάδα κατέγραψε τις εγκεφαλικές αντιδράσεις συνολικά 35 εθελοντών. Για να απαντήσετε στο ερώτημα που σας έθεσα να λάβετε σοβαρά υπ'όψιν σας το συγκεκριμένο πείραμα.
Διαβάστε την άποψη του Ζυλ Ντελέζ για τον φιλόσοφο και για τη δυσανεξία του κυρίαρχου συστήματος αξιών προς τους φιλοσόφους: "Όπου κι αν πηγαίνει ο φιλόσοφος, το μόνο που ζητάει, με μεγαλύτερες ή μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, είναι να τον ανέχονται, τον ίδιο και τους αυνήθιστους σκοπους του. Από αυτήν την ανοχή κρίνει τον βαθμό δημοκρατίας, τον βαθμό αλήθειας που μια κοινωνία μπορεί να αντέξει".
Μιλώντας για την Ηθική, μπορούμε να μιλήσουμε και για τη διαφωνία που υπάρχει στους κόλπους της Φιλοσοφίας, και για τα αντεπιχειρήματα που αναπτύσσονται σχετικά με την αντικειμενικότητα της Ηθικής.
Η διαφωνία και το αντεπιχείρημα συνεχώς προκύπτει στην επιστημονική διαδικασία, επειδή οι διαφορετικοί παράγοντες που την καθορίζουν διαμορφώνουν και διαφορετικές προοπτικές παρατήρησης της πραγματικότητας: διαφορές στην ατομική εμπειρία του κάθε επιστήμονα, πεποιθήσεις του κάθε επιστήμονα, κίνητρα και ενδιαφέροντα του κάθε επιστήμονα, ηθικές αξίες του κάθε επιστήμονα, αλλά και η πιθανή σύγκρουση των πορισμάτων του με τις ηθικές, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις των γύρω του και με το ευρύτερο κοσμοείδωλο της εποχής του. Είναι κλασικό το παράδειγμα του Γαλιλαίου, που συγκρούστηκε με όλη την επιστημονική κοινότητα της εποχής του και με το κατεστημένο της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό ισχύει τόσο για τις φυσικές, όσο και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ένα συνηθισμένο επιστημονικό σφάλμα είναι η εφαρμογή των πορισμάτων των μεν στη διαδικασία εξαγωγής πορισμάτων των δε. Τομή στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής σκέψης αποτελεί η εμφάνιση και δράση του σοφιστικού κινήματος στα μέσα του 5ου αιώνα, τότε που η Αθήνα βρισκόταν στο απόγειο της ανάπτυξής της και δεν είχαν φανεί ακόμη οι πρώτοι καπνοί του Πελοποννησιακού πολέμου και τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα παρακμής της. Οι σοφιστές τοποθέτησαν τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους, με κύριο όργανο τον ρητορικό λόγο διεκδίκησαν από τους φιλοσόφους τη διαπαιδαγώγηση των νέων, αμφισβήτησαν τις μέχρι τότε αδιαμφισβήτητες αξίες και πρότειναν καινούρια πρότυπα σκέψης και δράσης. Δίχασαν τους Αθηναίους σε φανατικούς οπαδούς και σε ορκισμένους αντιπάλους, κατηγόρησαν και κατηγορήθηκαν και αντί για διδάσκαλοι της πολιτικής αρετής στο τέλος θεωρήθηκαν αγύρτες, απατεώνες και ψεύτες.
Ο διασημότερος ίσως εκπρόσωπός τους είναι ο Πρωταγόρας, γνωστός στους μαθητές από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Δίδασκε ότι μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν: αποφθεγματική ρήση που δηλώνει τη θεωρία του για την υποκειμενικότητα των πραγμάτων, η οποία τον οδήγησε στη σχετικοποίηση των ηθικών αξιών, ίσως και στον αγνωστικισμό. Επομένως, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα καμιά αλήθεια και καμιά αρχή δεν είναι αυθύπαρκτη· εκείνος που ορίζει την αλήθεια είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο, κάνει λόγο για τα δύο συστατικά στοιχεία της πολιτικής αρετής, την αἰδῶκαι τη δίκην, που επιτρέπουν τη συγκρότηση κοινωνιών και διασφαλίζουν την αρμονική κοινωνική συμβίωση.Συγκεκριμένα πίστευε ότι δόθηκε στον άνθρωπο η προδιάθεση για πολιτική δραστηριότητα κι έτσι όποιος δεν είχε συνείδηση της αξίας της αἰδοῦς και της δίκης αποτελούσε καρκίνωμα στο σώμα της πολιτείας που έπρεπε να αποβληθεί. Η αἰδώς και η δίκη δόθηκαν στους ανθρώπους ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν, γι' αυτό και κρίνεται αναγκαία η διδασκαλία, η οποία μετατρέπει τη δυνατότητα σε ικανότητα για πολιτική αρετή.
Αν οι σοφιστές ήταν η άρνηση, ο Σωκράτης ήταν η θέση. Αν οι σοφιστές δεν θέλησαν να ορίσουν τις ηθικές αρχές και να δημιουργήσουν έναν κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, ο Σωκράτης είναι εκείνος που προσπάθησε με μέτρα καθολικά και αναλλοίωτα να ορίσει τις ηθικές έννοιες και να ρυθμίσει την ηθική διαγωγή του ανθρώπου, ώστε να προσεγγίσει το ύψιστο αγαθό, την εὐδαιμονίαν. Κινήθηκε πέρα από τα ηθικά φαινόμενα στην απόπειρά του να ανακαλύψει την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, την ουσία της ηθικής. Αντίθετα με τους σοφιστές, απέρριψε το σχετικό και αναζήτησε το απόλυτο. Ταύτισε την ἀρετήν με τη γνώση και υποστήριξε ότι οὐδεὶς ἑκὼν κακός.
Ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης, ο Πλάτων με τους διαλόγους του πρόβαλε και προέκτεινε τις σωκρατικές θεωρίες και προσπάθησε να ανατρέψει τις σοφιστικές αποκαλύπτοντας την πλάνη και τη φαινομενικότητα που τις χαρακτήριζε. Κινήθηκε όμως σε αμιγώς θεωρητικό επίπεδο και διαχωρίζοντας την ψυχή από το σώμα, το οποίο καταδίκασε σε δεσμωτήριο της ψυχής, δημιούργησε έναν ουτοπικό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών, στον οποίο αναζήτησε την εὐδαιμονίαν.
Για τον Αριστοτέλη δεν ήταν δυνατό ούτε να αγνοήσει τους σοφιστές ούτε να αντιπαρέλθει τις θεωρίες του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Στους πρώτους αντιτάχθηκε, από τους δεύτερους επηρεάστηκε. Προσπάθησε από τη μια να αποδείξει την πλάνη των σοφιστών και να κερδίσει το προνόμιο διδασκαλίας των νέων και από την άλλη να αποβάλει τις επιρροές των δασκάλων του. Έτσι δημιούργησε ένα σύστημα αξιών με έντονα τα σημάδια αυτής της προσπάθειας. Έννοιες, όπως η εὐδαιμονία και η ἀρετή, αυτονόητο είναι ότι επανέρχονται στο αριστοτελικό έργο και απασχολούν τη σκέψη του. Όμως ο Αριστοτέλης στην απόπειρά του να τις ορίσει εγκαταλείπει την ιδεαλιστική οπτική του Πλάτωνα. Η εὐδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η ἀρετή ο μοναδικός δρόμος κατάκτησής της. Δεν πρόκειται βέβαια για καμιά ρηξικέλευθη τοποθέτηση· η πρωτοτυπία της αριστοτελικής σκέψης έγκειται στην προσπάθεια ρεαλιστικής προσέγγισης αυτών των εννοιών. Ατενίζει λοιπόν τον άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα και προσπαθεί να ανακαλύψει την εὐδαιμονίανστην ίδια τη φύση του. Ισχυρίζεται ότι η εὐδαιμονίαεντοπίζεται στο έργο κάθε ανθρώπου και ότι είναι η κατ' ἀρετὴν τελείαν ενέργεια της ψυχής. Η εὐδαιμονία, η ἀρετή και η ἐνέργεια συναρτώνται και αλληλεξαρτώνται. Την εὐδαιμονίαν, επομένως, ο άνθρωπος μπορεί να τη βιώσει μόνο στην περίπτωση που θα κατακτήσει την ἀρετή. Εκφράζει μια δυναμική αντίληψη για την ἀρετή, η οποία καλλιεργείται ή αντίθετα εξοβελίζεται από τη ζωή του ανθρώπου ανάλογα με τις πράξεις του. Γι' αυτό τον λόγο ισχυρίζεται πως οι νέοι θα πρέπει να εθιστούν σε εκείνες τις ενέργειες που θα τους εξασφαλίσουν ενάρετο βίο. Επομένως, η πορεία κάθε ανθρώπου εξαρτάται άμεσα από τις ἕξεις(συνήθειες) που θα αποκτήσει. Οι ἕξεις προσδιορίζουν και καθορίζουν σημαντικά τις επιλογές του, δημιουργούν δεσμεύσεις και διαμορφώνουν συμπεριφορές.
διὸ κατὰ μὲν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν λόγον τὸν τὸ τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης (Ηθ. Νικ. 1107a6-8): σύμφωνα με το συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Ηθικά Νικομάχεια ο άνθρωπος όχι μόνο οφείλει να εθιστεί στην ἀρετήν, αλλά πρέπει να αποκτήσει και ένα κριτήριο, για να μπορεί να προσδιορίζει σε κάθε στιγμή το περιεχόμενο και το αντικείμενο της ἀρετῆς. Η μεσότης αποτελεί αυτό το κριτήριο. Η μεσότης είναι το μέσον ανάμεσα στην έλλειψη και στην υπερβολή και δεν μπορεί να νοηθεί απόλυτα, αλλά καθορίζεται κάθε φορά από το υποκείμενο. Ποιος όμως ορίζει τη μεσότητα; Ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν διακρίνεται από φρόνηση. Ο φρόνιμος άνθρωπος, ο άνθρωπος που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται, κατά τον Πρωταγόρα αποτελεί μέτρο για τον ίδιο του τον εαυτό του. Η λογική είναι ουσιαστικά εκείνη που υποδεικνύει το δέον και μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην εὐδαιμονίαν. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι το ήθος στον Αριστοτέλη δεν νοείται διακεκριμένο από την πολιτική. Ουσιαστικά πρόκειται για το πολιτικό ήθος, που πραγματώνεται και νοηματοδοτείται στο πλαίσιο της πόλης.
Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ' ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ' ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ' ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. οὔτ' ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους. Όπως προκύπτει και από τον τίτλο της συγκεκριμένης ενότητας, πρόκειται για ένα απόσπασμα που αποτελείται από δύο ευδιάκριτα μέρη: α. διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς...ἀπὸ τοῦ ἔθουςκαι β. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ... διὰ τοῦ ἔθους (στον χωρισμό αυτό μπορούν εύκολα να καταλήξουν οι μαθητές με τη βοήθεια της στίξης). Στην πρώτη περίοδο ο Αριστοτέλης επιχειρεί τη διμερή διάκριση της ἀρετῆς, ενώ στη δεύτερη εστιάζει το ενδιαφέρον του στη φύση των ηθικών αρετών και επιχειρεί να αποδείξει ότι ούτε φύσει ούτε παρά φύσιν υπάρχουν, αλλά καλλιεργούνται διὰ τοῦ ἔθους. Το κείμενο αρχίζει με τη ρητή δήλωση ότι η φύση της ἀρετῆς είναι διττή. Η διττή ἀρετή επεξηγείται στη συνέχεια: από τη μια τοποθετείται η διανοητική (π.χ. σοφία, φρόνηση, ευφυία, μνήμη κτλ.) και από την άλλη η ηθική (π.χ. δικαιοσύνη, ανδρεία, μεγαλοψυχία, πειθαρχία κτλ.): πρόκειται για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Αριστοτέλης στο βιβλίο που προηγήθηκε. Οι διανοητικές αρετές αφορούν στο λόγον ἔχον μέρος του ανθρώπου, ενώ οι ηθικές αρετές αναφέρονται στο ἐπιθυμητικόν, το οποίο μετέχει τόσο στο ἔχον λόγον, όσο και στο ἄλογοντου ανθρώπου. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται και αναπτύσσονται με τη διδασκαλία (ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν)· με άλλα λόγια η πνευματική καλλιέργεια και συγκρότηση ενός ατόμου εξαρτώνται άμεσα από την παιδεία την οποία θα λάβει. Η διανοητική, λοιπόν, αρετή είναι διδακτή και μεταδόσιμη, η τελειοποίησή της απαιτεί χρόνο και εμπειρία και την κύρια ευθύνη έχουν οι φορείς της διδασκαλίας, δηλαδή οι διδάσκαλοι. Από την άλλη οι ηθικές αρετές προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου, καταδεικνύουν τον χαρακτήρα του και καλλιεργούνται με το ἔθος, δηλαδή τη συνήθεια. Με τη μεθοδική και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά το άτομο εθίζεται στην ηθική συμπεριφορά και αποκτά κάποια σταθερά ψυχικά χαρακτηριστικά. Επομένως, το κύριο βάρος για την κατάκτηση των ηθικών αρετών πέφτει στο ίδιο το άτομο. Ας επιχειρήσουμε έναν ορισμό της έννοιας της Δικαιοσύνης (του Δικαίου)
Ο ορισμός * δηλαδή η νοητική σύλληψη της έννοιας ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ περιλαμβάνει τα εξής επιμέρους ερωτήματα: 1. Ποιος είναι αυτός που απονέμει τη δικαιοσύνη; 2. Ποιος εξουσιοδότησε αυτόν που απονέμει τη δικαιοσύνη να την απονέμει; 3. Ποιοι εξουσιάζουν αυτόν τον κόσμο; 4. Υπάρχει κάποια μορφή κοσμικής δικαιοσύνης;
Το μέρος αυτό της φιλοσοφίας που μιλά για την έννοια της Δικαιοσύνης, δηλαδή για τη διάκριση του Καλού από το Κακό, λέγεται Ηθική. Η Ηθική καθορίζει τις πράξεις και τις αποφάσεις που παίρνουμε στις διάφορες περιστάσεις της ζωής μας.
Οι παράγοντες που καθορίζουν μιαν ηθική επιλογή είναι ποικίλοι. Ο πιο σημαντικός είναι η αντίληψη που έχουμε για το Λάθος, δηλαδή γι'αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Αμαρτία.
Στον μύθο της Γενέσεως, στην Παλαιά Διαθήκη, η αμαρτία ταυτίζεται με την απόφαση των πρωτοπλάστων να γευθούν τον καρπό του δέντρου της γνώσεως του Καλού και του Κακού. Η παραβίαση αυτής της απαγόρευσης ταυτίζεται με το αποκαλούμενο "προπατορικό αμάρτημα" και δικαιολογεί την εγγενή ενοχή του πολιτισμού μας. Σύμφωνα με αυτή (την εβραϊκή και τη χριστιανική) Ηθική, ο άνθρωπος είναι εκ προοιμίου αμαρτωλός, είναι δηλαδή φορέας του προπατορικού αμαρτήματος από την ίδια του τη φύση, χωρίς να το επιλέγει.
Γαλουχημένος με διακρίσεις "Καλού" και "Κακού", ο άνθρωπος μεγαλώνει με μια σειρά απαγορεύσεων και νουθεσιών, που καθορίζουν την ατομική και κοινωνική του συμπεριφορά, καθώς και τις αποφάσεις που πρόκειται να λάβει στη ζωή του. Η έννοια του Δικαίου (του ηθικώς Ορθού, δηλαδή) εξαρχής ταυτίζεται με το "Καλό" και η αντίθετή της με το Κακό. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώνεται ως έννοια στον ανθρώπινο νου από πολύ τρυφερή ηλικία. Όμως, η Δικαιοσύνη είναι μια έννοια που λειτουργεί απαγορευτικά, ποινικά, αποτρεπτικά, χωρίς να είναι σαφή τα γνωρίσματά της, δηλαδή τα επιμέρους χαρακτηριστικά της: με αυτό θέλω να πω ότι οι απαγορεύσεις και τα ταμπού, οι ηθικοί φραγμοί και οι συμπεριφορές που απαγορεύονται από την διδαχθείσα Ηθική δεν συνοδεύονται από αιτιολόγηση. Απλώς διδάσκονται, χωρίς να γίνονται αντικείμενο κατανόησης τις περισσότερες φορές. Και δεν μιλάμε για την αυτονόητη απαγόρευση "ΜΗΝ ΦΑΣ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗ ΣΟΥ", η παραβίαση της οποίας θα έχει άμεσα κακά αποτελέσματα στη ζωή του συμμαθητή σου. Μιλάμε για απαγορεύσεις αναιτιολόγητες και παράλογες, που γεμίζουν τα μικρά παιδιά ενοχές και αναστολές, που στέκονται εμπόδιο στην ομαλή ψυχοσυναισθηματική τους ωρίμανση.
Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά: υπάρχουν λέξεις που δηλώνουν κάποιο αντικείμενο (πχ εικόνισμα της Παναγίας) και λέξεις που δηλώνουν μιαν έννοια (η ίδια η Παναγία). Οι πρώτες είναι συγκεκριμένες έννοιες και οι δεύτερες είναι αφηρημένες έννοιες. Με άλλα λόγια: κάποιες έννοιες δηλώνουν ένα σύνολο όμοιων πραγμάτων (τα εικονίσματα της εκκλησίας, για παράδειγμα) και κάποιες έννοιες δηλώνουν χαρακτηριστικά πραγμάτων (η αγιότητα, για παράδειγμα) . Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: άλλο είναι να λες τη λέξη "λευκό" εννοώντας όλα τα λευκά αντικείμενα και άλλο είναι να λες τη λέξη "λευκό" εννοώντας το λευκό χρώμα, που είναι μια ιδιότητα των αντικειμένων. Και εδώ γεννιέται ένα φιλοσοφικό ερώτημα: Μήπως υπάρχει μία καθαρή ουσία της λευκότητας, που είναι πάντα ίδια και η οποία δίνει στα πράγματα (όταν αυτά παίρνουν μέρος, μετέχουν δηλαδή λίγο ή πολύ, σ’ αυτήν) το χαρακτηριστικό της λευκότητας;
Η έννοια της "λευκότητας" είναι μια καθαρή ουσία. Ο φιλόσοφος Πλάτωνας ονόμασε τις καθαρές αυτές ουσίες "ιδέες". Οι ιδέες για τον Πλάτωνα είναι πράγματα υπαρκτά, ανεξάρτητα από τον αισθητό κόσμο, αιώνια και αμετάβλητα, που μπορούμε να τα προσεγγίσουμε και να τα γνωρίσουμε μόνο με τον νου και όχι με τις αισθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο ο Πλάτωνας οδηγήθηκε σε έναν δυϊσμό: θεώρησε ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, ο αισθητός κόσμος της εμπειρίας μας και ο κόσμος των ιδεών, που είναι νοητός και υπεραισθητός.
Στον Μύθο του Σπηλαίου (στο έργο του "Πολιτεία" ή "περί δικαίου") ο Πλάτων βάζει τον φιλόσοφο να είναι σε θέση να έρθει σε επαφή με τον κόσμο των ιδεών. Σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που έχει την είσοδό της ανοιγμένη στο φως, ζουν από παιδιά άνθρωποι αλυσοδεμένοι από τα πόδια και τον τράχηλο. Πίσω τους, ψηλά και σε απόσταση, υπάρχει φωτιά αναμμένη και στο ενδιάμεσο ένας δρόμος, κατά μήκος του οποίου βρίσκεται ένας μικρός τοίχος, όπως τα παραπετάσματα των θαυματοποιών. Πίσω απ΄ τον τοίχο περνούν άνθρωποι μεταφέροντας πάνω από το ύψος του κάθε λογής αντικείμενα, καθώς και ομοιώματα ανθρώπων και ζώων. Οι σκιές τους προβάλλονται χάρη στο φως της φωτιάς στο βάθος του σπηλαίου, το μοναδικό οπτικό πεδίο των δεσμωτών. Ανήμποροι να κινηθούν και περιοριζόμενοι στη φυσική τους όραση οι έγκλειστοι νομίζουν πως οι σκιές είναι τα ίδια τα αντικείμενα και ο αντίλαλος από τις ομιλίες εκείνων που κινούνται πίσω από το τοιχίο, η φωνή των σκιών. Ο κόσμος του σπηλαίου και όσα διαδραματίζονται εντός του είναι τόσο δεδομένος, ώστε να μη γεννά την παραμικρή αμφιβολία για το αν είναι αληθινός. Καθηλωμένοι στην ίδια θέση οι έγκλειστοι βλέπουν μόνο σκιές και, ελλείψει άλλων ερεθισμάτων, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντικότητά τους. Τα δεσμά τούς στερούν κάθε δυνατότητα κίνησης, αυτενέργειας και διεύρυνσης του οπτικού τους πεδίου. Προσωπική δράση δεν υφίσταται. Υπάρχει μόνον όραση, αλλά και αυτή δεν είναι άλλο από παθητική παρατήρηση των συμβάντων, αναντίρρητη αποδοχή των δεδομένων των αισθήσεων, άγνοια, πλάνη.
Στον κόσμο του σπηλαίου επικρατεί απόλυτη ομοιομορφία. Κανένας δεσμώτης δεν ξεχωρίζει από τους άλλους, γιατί κανένας δεν έχει συναίσθηση της μοναδικότητας του. Η αυτογνωσία και η ετερογνωσία απουσιάζουν, καθώς δε βλέπουν τίποτε άλλο εκτός από τις σκιές του εαυτού τους και των συνανθρώπων τους. Κάποια στιγμή όμως, ένας από αυτούς κατορθώνει να ελευθερωθεί και να ανέβει στον κόσμο του φωτός. Σηκώνεται, στρέφει το λαιμό του, περπατά, κοιτάζει προς το μέρος της φωτιάς και εν συνεχεία προς τα αντικείμενα που περιδιαβαίνουν το παρατείχισμα. Το πέρασμα από τη σκιά στο αισθητό είναι το πρώτο βήμα, η αρχή μιας επίπονης και κοπιώδους πορείας προς τη γνώση και την αλήθεια.Ο δεσμώτης έρχεται πιο κοντά στο ον και σε αντικείμενα περισσότερο πραγματικά. Πλάι του βρίσκεται κάποιος που διακριτικά τον καθοδηγεί, συζητώντας και ρωτώντας τον σχετικά μ΄ αυτά που πρωτοαντικρίζει. Ο δεσμώτης τότε περιέρχεται στην κατάσταση του απορείν, βρίσκεται σε αμηχανία και αδυνατεί να δώσει μιαν απάντηση, όταν αυτός που είναι δίπλα του τον ρωτά τι βλέπει. απορείν δεν εκφράζει μόνον την πνευματική του σύγχυση, αλλά και τη συνειδητοποίηση της αγνοίας του. Η ύπαρξη των ομοιωμάτων θέτει εκ των πραγμάτων ζήτημα σύγκρισης με τις σκιές τους, αναφορικά με το βαθμό αυθεντικότητας. Ο δεσμώτης καλείται ν΄ αποφασίσει ποιο από τα δύο δεδομένα είναι αληθέστερον.Η πορεία προς τον κόσμο του φωτός σηματοδοτείται από ένα πλήθος δυσχερειών και από οδύνη. Κοιτάζοντας προς το μέρος της φωτιάς ο πλατωνικός ήρωας αδυνατεί να διακρίνει εκείνα τα πράγματα των οποίων έβλεπε τις σκιές. Στρέφοντας το βλέμμα του λίγο αργότερα προς την έξοδο του σπηλαίου υποφέρει κι ο πόνος του μεγιστοποιείται όσο περισσότερο πλησιάζει στον κόσμο των νοητών. Αυτομάτως ο δεσμώτης αντιδρά, αμύνεται, επιμένει να θεωρεί τις σκιές αληθέστερες των ομοιωμάτων και προσπαθεί να επιστρέψει στην αρχική του κατάσταση. Αυτό που προκαλεί την αντίστασή του, είναι παραδόξως αυτό που τον παρακινεί να εξέλθει από το σπήλαιο είναι το απορείν, που το τοποθετεί στο μεταίχμιο, ανάμεσα στο παρόν του κόσμου των σκιών και στο άδηλο μέλλον ενός καινούργιου κόσμου. Ο δεσμώτης δε θέλει να διακινδυνεύσει την ασφάλεια της ψευδαίσθησης για μιαν αλήθεια που δεν του εγγυάται εξαρχής κάτι καλύτερο. Η απάρνηση της ζωής του σπηλαίου και το ξεκίνημα μιας καινούργιας πορείας, η οποία, ώσπου να περατωθεί, τον αφήνει μετέωρο στο άγνωστο, συνεπάγεται αναμφίβολα οδύνη, ένα μεγάλο ψυχικό κόστος που δικαιολογημένα θα προσπαθήσει να αποφύγει. Η αντίσταση θα καμφθεί σταδιακά, όταν αρχίσει να συνηθίζει την καινούργια κατάσταση, να εξοικειώνεται με τις νέες συνθήκες. Σταδιακά λοιπόν, ανεβαίνοντας στον κόσμο του φωτός, θα μπορέσει να διακρίνει τις σκιές των νοητών και τα είδωλα τους στις υδάτινες επιφάνειες, έπειτα αυτά τα ίδια και τέλος, τον ήλιο , την υπέρτατη ιδέα του αγαθού επίτροπο του ορατού κόσμου και αιτία ύπαρξης των πάντων.
… «Κι αν ακόμη χρειαζόταν να παραβγεί μ’ εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες, προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα ήταν αδύναμη ωσότου προσαρμοστούν τα μάτια του, σάμπως δεν θα γινόταν ρεζίλι και περίγελως; Δεν θα έλεγαν γι’ αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα από εκεί πάνω που ανέβηκε; Και δεν θα έλεγαν ότι δεν αξίζει τον κόπο κάν να δοκιμάσει κανείς ν’ ανεβεί επάνω; Και αν περνούσε από το χέρι τους να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν αυτόν που ανέβηκε, δεν θα τον σκότωναν;» Πλάτωνα, ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 517α (μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλου-Ν.Ξένιου)
Ο Πλάτωνας ισχυρίστηκε ότι η ίδρυση της α ρ ί σ τ η ς π ο λ ι τ ε ί α ς που προτείνει, στηρίζεται στην αληθή και επιστημονική θεώρηση του Όντος, που μόνον ο Φιλόσοφος είναι σε θέση να επιτελέσει. «Γιατί αν οι φιλόσοφοι δεν γίνουν βασιλείς στις πόλεις ή αυτοί που ονομάζονται σήμερα βασιλείς και δυνάστες δεν φιλοσοφήσουν γνήσια κι' όσο χρειάζεται...δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία ούτε για τα άτομα ούτε για τις πολιτείες». Αλλά, σύμφωνα με την κριτική του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο ισχυρισμός αυτός περί "αρίστης πολιτείαςα" είναι η προσωπική γνώμη του Πλάτωνα, την οποία αυτός θεωρεί ως την μόνη αληθή και επιστημονική, προσπαθεί δε με μεταφυσικά και θεολογικά επιχειρήματα να την κατοχυρώσει, να την καταστήσει έγκυρη και να την προφυλάξει από τις αντιρρήσεις και τις αναιρέσεις.
Κατά τον Κ. Καστοριάδη, η ανθρώπινη δημιουργία δεν καθορίζεται από ορθολογικές διαδικασίες, δεν προ-καθορίζεται από τον Λόγο, αλλά είναι δημιουργία φαντασιακή, ακαθόριστη, μη προκαθορίσιμη, μη καθορίσιμη a priori ορθολογικώς, μη αναγώγιμη, μη υποκείμενη στα σχήματα της αιτιότητας, της λογικής συνεπαγωγής και της τελεολογίας. Από τη στιγμή που η κληρονομημένη σκέψη στηρίζεται σε αυτά τα σχήματα, εγκλωβίζεται ταυτοχρόνως σε αυτά, με αποτέλεσμα να απωθεί και να εξορίζει από την οπτική της τη φαντασία και το φαντασιακό ("H φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας"). Ο Καστοριάδης αρνείται την πλατωνική θεωρία των Ιδεών, την θεωρεί υπεύθυνη για μια σειρά από εμμονές και ψευδαισθήσεις που καθόρισαν την ιστορική εξέλιξη και έκαναν τους λαούς παθητικούς δέκτες των ιδεών της πολιτικής και της οργανωμένης θρησκείας. Στη θέση αυτής της ετεροκαθοριζόμενης κοινωνίας οραματίζεται μιαν αυτο-θεσπιζόμενη κοινωνία, οι πολίτες της οποίας θα έκριναν το καθετί, θα αμφισβητούσαν τον λόγο της τρέχουσας πολιτικής και θα δημιουργούσαν μόνοι τους τις συνθήκες για να γίνει αυτή η κοινωνία δίκαιη και ιδανική.
Στη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα είχε, βέβαια, αντιταχθεί πρώτος πρώτος ο Αριστοτέλης. Πώς είναι δυνατόν, λέει ο Αριστοτέλης, να υπάρχει ένας τέτοιος, ανεξάρτητος από τον αισθητό, κόσμος; Πού βρίσκονται αυτές οι ιδέες; Πώς είναι δυνατόν να σχετίζονται με τα φυσικά αντικείμενα; Ο Αριστοτέλης ονομάζει τα πράγματα ή τις ουσίες αυτές “καθόλου”. Εμείς θα τα ονομάσουμε εδώ καθολικές έννοιες. Για τον Αριστοτέλη οι καθολικές έννοιες (τα “καθόλου”) δεν είναι πράγματα ξεχωριστά από τα φυσικά αντικείμενα, αλλά προκύπτουν από αυτά μέσω νοητικής αφαίρεσης.
Η πολιτική φιλοσοφία, όπως και η ηθική, προβάλλει συχνά ιδανικά πρότυπα και μας καλεί να προσπαθήσουμε να τα πραγματώσουμε. Σε αντίθεση με την πολιτική επιστήμη, δεν ενδιαφέρεται απλώς να περιγράψει το ποιες είναι οι υπάρχουσες μορφές πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και να υποδείξει το ποιες θα έπρεπε να είναι αυτές οι μορφές πολιτικής οργάνωσης. Το κακό είναι ότι μερικές φορές τα συγκεκριμένα πρότυπα φαίνεται να ξεπερνούν κατά πολύ τις ανθρώπινες δυνατότητες και η προσέγγισή τους μοιάζει ανέφικτη. Έτσι, μιλάμε για ουτοπίες, για ιδανικά δηλαδή μοντέλα, που δε βρίσκονται πουθενά μέσα στον κόσμο μας και τα οποία πολλοί πιστεύουν πως είναι μάταιο να επιχειρήσουμε να εφαρμόσουμε στην πραγματικότητα.
Η λέξη “ουτοπία” χρησιμοποιείται από τον Τόμας Μορ ως τίτλος του βιβλίου του που εκδόθηκε το 1516 και περιγράφει ένα φανταστικό νησί στο οποίο έχει επιτευχθεί η ανθρώπινη ευτυχία. Ωστόσο, η έννοια υπάρχει από την εποχή του Πλάτωνα, η Πολιτεία του οποίου περιγράφει με λεπτομέρειες ένα μεγαλειώδες όραμα αρμονικής και δίκαιης συνύπαρξης των πολιτών μέσα σε μια κοινωνία όπου “οι φιλόσοφοι κυβερνούν” ή “οι κυβερνήτες φιλοσοφούν”. Δυστυχώς, η απόπειρα του συγγραφέα της Πολιτείας να βάλει σε εφαρμογή τις ιδέες του, εκπαιδεύοντας κατάλληλα τον Διονύσιο τον Νεότερο, ηγεμόνα των Συρακουσών, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία και έθεσε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία του.
Αλλά και οι πολύ μεταγενέστερες ουτοπίες των νεότερων χρόνων, που ενσάρκωναν τα ηθικοπολιτικά ιδεώδη της εποχής του Διαφωτισμού, έμειναν στις περισσότερες περιπτώσεις στο επίπεδο του αφηρημένου οραματισμού, όπως τα πολιτικά μοντέλα των ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα Σαιν Σιμόν και Φουριέ.
Το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει εδώ είναι αν η πολιτική σκέψη χρειάζεται τελικά σε κάποιον βαθμό την ουτοπική διάσταση. Το όραμα ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι ποικίλες ανάγκες των μελών της, να επιτυγχάνεται η συμφιλίωση και η υπέρβαση των αντιθέσεών τους και να πραγματώνονται τα σημαντικότερα ηθικά ιδεώδη, δεν εκφράζει μόνο την αόριστη προσδοκία κάποιας βαθύτερης ευτυχίας. Μπορεί να χρησιμεύσει και ως απόλυτο μέτρο και σημείο αναφοράς για την κριτική της αδικίας, που υφίσταται ως τις μέρες μας, και να αποτελέσει έτσι κινητήρια δύναμη ιστορικής προόδου. Αν δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε τη λογική δυνατότητα επίτευξης ενός ιδανικού συνδυασμού δικαιοσύνης και ευημερίας, δε θα κάναμε τίποτα για να βελτιωθούν τα πράγματα και θα απορρίπταμε εκ των προτέρων κάθε επαναστατική αλλαγή. Αρκεί βέβαια να υπάρχει η επίγνωση ότι είναι αφελές και επικίνδυνο να επιδιώκεται η αναγκαστική και βίαιη συμμόρφωση των ανθρώπων με καταστάσεις που υποτίθεται πως εξυπηρετούν μακροπρόθεσμα ένα τέτοιο όραμα. Η πραγμάτωση ουτοπικών οραμάτων δεν πρέπει να επιδιώκεται κατά τρόπο που να υπονομεύει τη συναινετική, δημοκρατική διακυβέρνηση των κοινωνιών, η οποία δεν αποτελεί ουτοπία, εφόσον γνωρίζει μεγάλη διάδοση σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Τώρα, για να ξαναέλθουμε στο παράδειγμα με την έννοια του "λευκού": κατά τον άλλο μεγάλο φιλόσοφο της αρχαιότητας, τον Αριστοτέλη, μπορούμε να σχηματίσουμε στον νου μας την καθολική έννοια της λευκότητας, όταν από διάφορα λευκά αντικείμενα αφαιρέσουμε όλες τις άλλες ιδιότητες και κρατήσουμε μόνο την ιδιότητα του λευκού.
Παρόμοια θέση με αυτήν του Αριστοτέλη παίρνουν και οι εμπειριστές φιλόσοφοι (Τζον Λοκ, Ντέιβιντ Χιουμ) όσον αφορά τις καθολικές έννοιες.
Για τους εμπειριστές φιλοσόφους, όταν σκεφτόμαστε ένα τρίγωνο, σχηματίζουμε στο μυαλό μας μία εικόνα για άποιο τρίγωνο και φροντίζουμε να χρησιμοποιούμε για τον σχηματισμό αυτής της εικόνας μόνο τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλα τα τρίγωνα. Ωστόσο, κάθε εικόνα δεν παύει να είναι κάτι το ατομικό, κάτι που αφορά το μεμονωμένο άτομο.
Πώς η ατομική εικόνα μάς βοηθά να εξηγήσουμε τη γενικότητα της καθολικής έννοιας; Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν η λευκότητα, για παράδειγμα, να είναι μέσα στο μυαλό μας; Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας είναι η σκέψη μας για τη λευκότητα και όχι η λευκότητα ως ουσία. Αν η καθολική έννοια “λευκό” ήταν σκέψη, τότε οι καθολικές έννοιες δε θα ήταν ίδιες για όλους μας, αφού οι σκέψεις διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Aν πάρουμε το παράδειγμα της ευθείας γραμμής . Πώς φθάνουμε στην αντίληψη της ευθείας γραμμής , όταν στη φύση δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτα ευθύ ;
ΚΑΙ ΕΔΩ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ: ονομάζουμε ευθεία τη συντομότερη δυνατή διαδρομή που οδηγεί από ένα σημείο Α σε ένα σημείο Β. Αυτός ο ορισμός της ευθείας γραμμής προϋποθέτει να έχουμε ως σημείο αναφοράς ένα επίπεδο. Αλλά και η έννοια του επιπέδου είναι μια συμβατική έννοια, επινοημένη από την Ευκλείδεια Γεωμετρία.
Τομή στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής σκέψης αποτελεί η εμφάνιση και δράση του σοφιστικού κινήματος στα μέσα του 5ου αιώνα, τότε που η Αθήνα βρισκόταν στο απόγειο της ανάπτυξής της και δεν είχαν φανεί ακόμη οι πρώτοι καπνοί του Πελοποννησιακού πολέμου και τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα παρακμής της. Οι σοφιστές τοποθέτησαν τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους, με κύριο όργανο τον ρητορικό λόγο διεκδίκησαν από τους φιλοσόφους τη διαπαιδαγώγηση των νέων, αμφισβήτησαν τις μέχρι τότε αδιαμφισβήτητες αξίες και πρότειναν καινούρια πρότυπα σκέψης και δράσης. Δίχασαν τους Αθηναίους σε φανατικούς οπαδούς και σε ορκισμένους αντιπάλους, κατηγόρησαν και κατηγορήθηκαν και αντί για διδάσκαλοι της πολιτικής αρετής στο τέλος θεωρήθηκαν αγύρτες, απατεώνες και ψεύτες.
Ο διασημότερος ίσως εκπρόσωπός τους είναι ο Πρωταγόρας, γνωστός στους μαθητές από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Δίδασκε ότι μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν: αποφθεγματική ρήση που δηλώνει τη θεωρία του για την υποκειμενικότητα των πραγμάτων, η οποία τον οδήγησε στη σχετικοποίηση των ηθικών αξιών, ίσως και στον αγνωστικισμό. Επομένως, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα καμιά αλήθεια και καμιά αρχή δεν είναι αυθύπαρκτη· εκείνος που ορίζει την αλήθεια είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο, κάνει λόγο για τα δύο συστατικά στοιχεία της πολιτικής αρετής, την αἰδῶ και τη δίκην, που επιτρέπουν τη συγκρότηση κοινωνιών και διασφαλίζουν την αρμονική κοινωνική συμβίωση.Συγκεκριμένα πίστευε ότι δόθηκε στον άνθρωπο η προδιάθεση για πολιτική δραστηριότητα κι έτσι όποιος δεν είχε συνείδηση της αξίας της αἰδοῦς και της δίκης αποτελούσε καρκίνωμα στο σώμα της πολιτείας που έπρεπε να αποβληθεί. Η αἰδώς και η δίκη δόθηκαν στους ανθρώπους ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν, γι' αυτό και κρίνεται αναγκαία η διδασκαλία, η οποία μετατρέπει τη δυνατότητα σε ικανότητα για πολιτική αρετή.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ: Ο Σωκράτης, συνομιλώντας με τον Κρίτωνα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. είπε κατηγορηματικά: «ουδενί άλλω πείθομαι ή τω λόγω ος αν μοι λογιζομένω βέλτιστος φαίνηται», (Πλάτων, Κρίτων § 17), (= δεν πείθομαι σε καμιά άλλη δύναμη παρά στο λογικό μου, όταν αυτό μου φαίνεται ότι δείχνει τον πιο σωστό δρόμο κατά τις ώρες που συλλογίζομαι). ΣΥΜΦΩΝΕΙΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ; Να υποστηρίξετε την άποψή σας με επιχειρήματα.
Αν οι σοφιστές ήταν η άρνηση, ο Σωκράτης ήταν η θέση. Αν οι σοφιστές δεν θέλησαν να ορίσουν τις ηθικές αρχές και να δημιουργήσουν έναν κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, ο Σωκράτης είναι εκείνος που προσπάθησε με μέτρα καθολικά και αναλλοίωτα να ορίσει τις ηθικές έννοιες και να ρυθμίσει την ηθική διαγωγή του ανθρώπου, ώστε να προσεγγίσει το ύψιστο αγαθό, την εὐδαιμονίαν. Κινήθηκε πέρα από τα ηθικά φαινόμενα στην απόπειρά του να ανακαλύψει την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, την ουσία της ηθικής. Αντίθετα με τους σοφιστές, απέρριψε το σχετικό και αναζήτησε το απόλυτο. Ταύτισε την ἀρετήν με τη γνώση και υποστήριξε ότι οὐδεὶς ἑκὼν κακός.
Ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης, ο Πλάτων με τους διαλόγους του έδωσε προέκταση στις σωκρατικές θεωρίες και προσπάθησε να ανατρέψει τις σοφιστικές, αποκαλύπτοντας την πλάνη και τη φαινομενικότητα που τις χαρακτήριζε. Κινήθηκε όμως σε αμιγώς θεωρητικό επίπεδο και διαχωρίζοντας την ψυχή από το σώμα, το οποίο καταδίκασε σε δεσμωτήριο της ψυχής, δημιούργησε έναν ουτοπικό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών, στον οποίο αναζήτησε την εὐδαιμονία. Ο Πλάτωνας χαρακτηριστικά υποστήριζε ότι "όταν οι φιλόσοφοι βασιλέψουν και οι βασιλιάδες φιλοσοφήσουν, μόνο τότε θα ευτυχήσουν οι λαοί".
Εφόσον, στο μύθο του σπηλαίου, έχει περιγραφεί η φυγή από το σπήλαιο των απελευθερωμένων δεσμωτών, των φιλοσόφων, κρίνεται πως μόνο αυτοί είναι κατάλληλοι για τη διακυβέρνηση της Πολιτείας, εφόσον έχουν γνωρίσει τον αληθινό κόσμο των Ιδεών, που φωτίζεται από το "Αγαθό". Η αλληγορία του σπηλαίου είναι μια προσπάθεια τεκμηρίωσης της θέσης του φιλόσοφου ως βασιλιά στην Ιδεώδη Πολιτεία. Μια ομάδα ανθρώπων ζουν σε ένα σπήλαιο όλη τους τη ζωή, αλυσοδεμένοι σε έναν τοίχο, χωρίς να μπορούν να δουν έξω από το σπήλαιο, ούτε να δουν πίσω τους, όπου βρίσκεται μια φλόγα που φωτίζει τα αντικείμενα που κινούνται και ρίχνει τις σκιές τους στα τοιχώματα του σπηλαίου. Οι φυλακισμένοι αρχίζουν να αποδίδουν αυτά τα σχήματα με όρους και έννοιες, ενώ πιστεύουν ότι οι σκιές αυτές είναι πραγματικές.
Το ότι οι φυλακισμένοι, ωστόσο, μπορούν να δουν μόνο τις σκιές αυτές, δε σημαίνει ότι ο υπαρκτός κόσμος περιορίζεται μόνο μέσα στο σπήλαιο. Αν κάποιοι καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο, θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθό, και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μέσα στο σπήλαιο ήταν απλά προβολές, σκιές της αλήθειας. Ίσως σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω, λυπούμενοι τους φυλακισμένους συντρόφους τους. Πίσω, όμως, στο σπήλαιο, δε θα μπορούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, και, προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την αλήθεια, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους. Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν, οι φιλόσοφοι, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους. Συχνά, ο Ήλιος, που συμβολίζει το Αγαθό, ωθεί στην ερμηνεία του Μύθου του Σπηλαίου από θρησκευτικής απόψεως: χωρίς Θεό, οι άνθρωποι ζουν μέσα το σκοτάδι. Ο κόσμος μέσα στο σπήλαιο εκφράζει την εμμονή στα "αισθητά πράγματα", όσων μπορούν οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τις αισθήσεις τους, ενώ η άνοδος στον πραγματικό κόσμο και η όραση των αληθινών Ιδεών υπό το φως του Ήλιου οδηγούν στην εναρμόνιση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού.
ΤΟ ΠΡΟΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ Η ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ;
Σε γενικές γραμμές, οι φιλόσοφοι διακρίνονται σε αυτούς που θεωρούν τις ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ως πηγή της γνώσης (εμπειριοκράτες ή εμπειριστές), άρα θεωρούν τη γνώση επίκτητη, μετα-εμπειρική, a posteriori, όπως ο Αριστοτέλης, ο Επίκουρος, ο Μπέικον, ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ και ο Χιουμ, και σε αυτούς που θεωρούν τον ΟΡΘΟ ΛΟΓΟ ως πηγή της γνώσης (νοησιαρχικοί ή ρασιοναλιστές), άρα θεωρούν τη γνώση έμφυτη, προ-εμπειρική, a priori, όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ και ο Λάιμπνιτζ. Ο Ιμμάνιουελ Καντ διατύπωσε μια θεωρία συμβιβαστική των δύο, όπως θα δούμε στα επόμενα μαθήματα.
Ο εμπειρισμός έχει τις ρίζες του στην ιδέα πως οτιδήποτε γνωρίζουμε για τον κόσμο, είναι αυτά που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε οι αισθήσεις μας και είναι επαληθεύσιμα μέσω της εμπειρικής απόδειξης. Στηρίζεται στην a posteriori γνώση, δηλαδή στη μη ύπαρξη έμφυτων αλλά ύστερων κατακτήσιμων ιδεών, και διακρίνει την εξωτερική αίσθηση μέσω της οποίας λαμβάνουμε τα εξωτερικά ερεθίσματα και την εσωτερική αίσθηση, μέσω της οποίας τα επεξεργαζόμαστε και δημιουργούμε τις έννοιες και στη συνέχεια τις γνώσεις.
Οι καθολικές έννοιες- Η εκδοχή των νοησιαρχών=του Πλάτωνα, πρωτίστως.
… «Κι αν ακόμη χρειαζόταν να παραβγεί μ’ εκείνους που είχαν παραμείνει δεσμώτες, προσπαθώντας να διακρίνει τις σκιές, ενώ η όρασή του θα ήταν αδύναμη ωσότου προσαρμοστούν τα μάτια του, σάμπως δεν θα γινόταν ρεζίλι και περίγελως; Δεν θα έλεγαν γι’ αυτόν ότι γύρισε με τα μάτια του χαλασμένα από εκεί πάνω που ανέβηκε; Και δεν θα έλεγαν ότι δεν αξίζει τον κόπο κάν να δοκιμάσει κανείς ν’ ανεβεί επάνω; Και αν περνούσε από το χέρι τους να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν αυτόν που ανέβηκε, δεν θα τον σκότωναν;» Πλάτωνα, ΠΟΛΙΤΕΙΑ, 517α (μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλου-Ν.Ξένιου)
“Κι αφού πια ο άνθρωπος πήρε και κάποιο θεϊκό μερίδιο -πρώτα πρώτα από αυτή τη συγγένεια που έχει με τον θεό- υπήρξε το μόνο πλάσμα που αναγνώρισε θεούς και πάντα νοιαζόταν να στήνει βωμούς και αγάλματα των θεών. Παράλληλα κατάρτισε νωρίς γλώσσα και πλήθος λέξεις με την τεχνική του ικανότητα κι επινόησε οικοδομήματα και φορέματα και υποδήματα και κλινοσκεπάσματα και τους πόρους διατροφής του από προϊόντα της γης. Οι άνθρωποι λοιπόν στην αρχή, εφοδιασμένοι με αυτά τα μέσα, ζούσαν διάσπαρτοι και πολιτείες δεν υπήρχαν. Έτσι αφανίζονταν από τα θηρία, γιατί, όπως ήταν παντού σκορπισμένοι, έμεναν παντού πιο αδύναμοι εμπρός σ’ αυτά. Η παραγωγική τους τεχνική εξάλλου τους ήταν βέβαια εξυπηρετική αρκετά για συντήρηση, αλλά δεν τους εξυπηρετούσε για τον πόλεμο με τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμα την πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος αποτελεί η πολεμική τέχνη. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να προστατεύονται μέσα σε πόλεις που έκτιζαν. Έτσι, σε όποια ευκαιρία συγκεντρώθηκαν, έκαναν αδικίες ο ένας στον άλλον, μια και δεν είχαν την τέχνη της πολιτικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα πάλι να διασπώνται και να χάνονται. Ο Δίας τότε ανησύχησε για το είδος μας. μήπως και χαθεί ολόκληρο, και στέλνει τον Ερμή. Μαζί του αυτός έφερε στους ανθρώπους το σ έ β α ς και την απαίτηση για δ ι κ α ι ο σ ύ ν η, ώστε να αποτελέσουν δυνάμεις συγκρότησης των πολιτειών και συνεκτικούς δεσμούς ανθρώπινης φιλίας. Τότε ο Ερμής ρωτάει τον Δία να του πει με τι τρόπο τέλος πάντων θα έδινε στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και το σέβας. “Με ποιον από τους δύο τρόπους; Έτσι όπως είναι κατανεμημένες οι τέχνες, αυτό τον καταμερισμό να κάνω κι εδώ; Κι ο καταμερισμός είναι ο εξής: ένας έχει για ειδικότητα του την ιατρική και εξυπηρετεί πολλούς μη ειδικούς. Έτσι κάνουν και όσοι άλλοι προσφέρουν στο κοινό την εργασία τους. Ώ- στε και τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό με τέτοιον τρόπο να θεσμοθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να κάνω τη μοιρασιά σε όλους;” “Σε όλους”, είπε ο Δίας, “και όλοι να πάρουν μέρος. Γιατί πολιτείες δε θα μπορούσαν να σχηματιστούν, αν στους θεσμούς αυτούς μετείχαν λίγοι, όπως γίνεται σε άλλες τέχνες. Και θέσπισέ τους ακόμα έναν νόμο από μένα: όποιος δεν είναι ικανός να συμμετέχει στην τήρηση του σεβασμού και της δικαιοσύνης, να θανατώνεται ως νοσηρό στοιχείο της πολιτείας””. (Πλάτων, Πρωταγόρας, κεφ. 12,322 b-c)
ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΥΠΕΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Πλάτωνα, Πολιτεία, 519 Β – D:
"Ούτε οι απαίδευτοι που δεν έχουν γνώση της αλήθειας, θα μπορούσαν ποτέ να διοικήσουν ικανοποιητικά την πόλη, ούτε εκείνοι που αφήνονται να ασχολούνται μέχρι το τέλος της ζωής τους με την παιδεία∙ οι πρώτοι επειδή δεν έχουν στη ζωή τους έναν σκοπό, τον οποίο ακολουθώντας θα έπρεπε να κάνουν καθετί απ’ όσα κάνουν στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή τους, κι οι δεύτεροι επειδή δε θα καταπιαστούν με πρακτικά θέματα με τη θέλησή τους, καθώς νομίζουν πως, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί, έχουν ήδη εγκατασταθεί στα νησιά των μακάρων. Δικό μας έργο λοιπόν, ημών των ιδρυτών (της ιδεώδους αυτής Πολιτείας), είναι να αναγκάσουμε τις καλύτερες φύσεις να φτάσουν στο μάθημα, το οποίο προηγουμένως είπαμε πως είναι το σημαντικότερο, να αντικρίσουν δηλαδή το αγαθό και να ανέβουν εκείνη την ανηφορική οδό, και αφού ανέβουν και το δουν αρκετά, να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα επιτρέπεται".
Ο Πλάτωνας αντικρίζει την ιδεώδη πολιτεία που επιθυμεί να δημιουργήσει ως α ρ ι σ τ ο κ ρ α τ ί α τ ο υ π ν ε ύ μ α τ ο ς, γι’ αυτό και δίνει ιδιαίτερη σημασία στην παιδεία που θα λάβουν οι φ ύ λ α κ ε ς, η ανώτερη δηλαδή τάξη της πολιτείας του. Στο πρώτο στάδιο της εκπαίδευσής τους επιδιώκεται η εξισορρόπηση γυμναστικής και μουσικής αγωγής. Μέσω της παιδείας επιτυγχάνεται η αποδέσμευση από τους περιορισμούς που θέτει η κυριαρχία των αισθήσεων και παρέχεται η δυνατότητα στους ανθρώπους να γνωρίσουν την πραγματική ουσία των πραγμάτων. Η σωστή παιδεία, είναι για τον Πλάτωνα, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί ο φωτισμός των ανθρώπων και η προσέγγιση του σημαντικότερου μαθήματος που είναι βέβαια η γνωριμία του Αγαθού. Ο φιλόσοφος, εντούτοις, δεν αντιμετωπίζει την παιδεία ως αυτοσκοπό, καθώς ο ουσιαστικός προορισμός του πεπαιδευμένου είναι να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο. Για το λόγο αυτό μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του, θα πρέπει ο πεπαιδευμένος να στρέφει τις προσπάθειές του στην αποδέσμευση και των συμπολιτών του από τα δεσμά της άγνοιας και του σκότους.
ΔΥΟ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ:
Πιο συγκεκριμένα, η αλληγορία στο κείμενο αναφέρεται σε δύο κατηγορίες ανθρώπων που είναι ακατάλληλοι στο να αναλάβουν πολιτικές εξουσίες. Η πρώτη από αυτές είναι η κατηγορία των απαίδευτων ανθρώπων που δεν έχουν γνώση της αλήθειας, καθώς το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η απουσία ενός κεντρικού και ουσιώδους σκοπού που να συνέχει όλες τις πράξεις τους, τόσο τις ιδιωτικές όσο και τις δημόσιες. Ο φιλόσοφος θεωρεί πως οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι αυτοί πολιτικοί δεν έχουν έναν υψηλό σκοπό να υπηρετήσουν παρά μόνο το προσωπικό τους συμφέρον. Αντιθέτως ὁ εἷς σκοπός που έχουν οι φύλακες της πολιτείας είναι να υπηρετήσουν πιστά και ανιδιοτελώς την πόλη ολόκληρη. Η έλλειψη παιδείας, επομένως, συνοδεύεται για τον φιλόσοφο με την ιδιοτέλεια και την επιδίωξη μόνο προσωπικών επιδιώξεων και συμφερόντων, μιας και οι άνθρωποι που δεν έχουν γνωρίσει την εξαγνιστική εμπειρία της εκπαίδευσης, αδυνατούν να κατανοήσουν την αξία που έχει η προσφορά στους άλλους, επιπλέον δεν έχουν γνώση του Αγαθού και αυτό τους ωθεί σε λανθασμένες επιλογές και σε υπερεκτίμηση των υλικών απολαύσεων. Η παιδεία, άλλωστε, προσφέρει όχι μόνο ενδυνάμωση των πνευματικών ικανοτήτων, αλλά και ηθική διάπλαση, εξαιρετικά σημαντική για εκείνους που θα έχουν την τιμή και την ευθύνη να αναλάβουν πολιτικές εξουσίες, υπό την έννοια ότι μόνο άτομα με ηθική ακεραιότητα μπορούν να θέσουν το συμφέρον της πόλης πάνω από τις ατομικές τους ανάγκες. Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή των ανθρώπων που ασχολούνται συνεχώς με την παιδεία, χωρίς να έχουν καμία διάθεση να εμπλακούν σε θέματα πρακτικής φύσης, όπως είναι η διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν κατορθώσει να ξεφύγουν από το σκότος του αισθητού κόσμου κι έχουν αντικρίσει την αρμονία του κόσμου των Ιδεών, προτιμούν να παραμείνουν σε συνεχή ενασχόληση με την παιδεία τους, αποκομμένοι από τις δυσκολίες της πραγματικότητας, καθιστώντας έτσι την παιδεία αυτοσκοπό και αποποιούμενοι τις ευθύνες που έχουν ως πεπαιδευμένοι απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία. Ο φιλόσοφος θεωρεί πως οι άνθρωποι αυτοί, παρά το γεγονός ότι έχουν την απαιτούμενη γνώση κι έχουν αντικρίσει το Αγαθό, είναι ακατάλληλοι να αναλάβουν πολιτικές εξουσίες, καθώς επιλέγουν συνειδητά να μείνουν στη μακαριότητα που προσφέρει η αφοσίωση με την πνευματική τελείωση και αρνούνται να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που θα προέκυπταν από την προσπάθειά τους να υπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο. Οι άνθρωποι αυτοί, που ζουν σα να βρίσκονται ήδη στα νησιά των μακάρων, δεν έχουν το ψυχικό σθένος να έρθουν αντιμέτωποι με την άγνοια των συμπολιτών τους και να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους προς όφελος των πολλών.
Ηθικά ορθή πράξη είναι αυτή της οποίας τα αποτελέσματα είναι καλύτερα, ή έστω εξίσου καλά με εκείνα άλλων, εναλλακτικών πράξεων για όσο το δυνατόν μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο αριθμό ανθρώπων και εσφαλμένη είναι εκείνη της οποίας οι συνέπειες είναι χειρότερες από εκείνες άλλων πράξεων. Γενικότερα, θα λέγαμε ότι ένας κανόνας, βάσει του οποίου πράττουμε, είναι ηθικά ορθός, αν η εφαρμογή του οδηγεί σε συγκριτικά καλύτερα αποτελέσματα από οποιονδήποτε άλλον, και εσφαλμένος, εάν η εφαρμογή του οδηγεί στις χειρότερες συνέπειες. Για παράδειγμα, αν υιοθετήσουμε τον κανόνα πως, κάθε φορά που το επιθυμούμε και μπορούμε να μείνουμε ατιμώρητοι, επιτρέπεται να κλέβουμε κάποια χρήματα, είναι πολύ αμφίβολο εάν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της πράξης μας θα είναι θετικά για το κοινωνικό σύνολο.
Οι φιλόσοφοι που μας καλούν να προσέξουμε τις συνέπειες των πράξεών μας -και επομένως και των κανόνων που τις διέπουν- μιλούν συχνά για το ποσό της ωφέλειας που προκύπτει από τη συμπεριφορά μας. Η θεωρία αυτών των φιλοσόφων έχει αποκληθεί ωφελιμισμός. Σύμφωνα με τον ωφελιμισμό, ιδρυτές του οποίου θεωρούνται ο Τζέρεμυ Μπένθαμ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (19ος αιώνας), σκοπός των πράξεών μας πρέπει να είναι η μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ωφέλεια για τον μεγαλύτερο κατά το δυνατόν αριθμό ατόμων. Και λέγοντας “ωφέλεια” οι περισσότεροι από αυτούς τους φιλοσόφους έχουν στο μυαλό τους την ευτυχία ή έστω την ικανοποίηση αυτών που θα καρπωθούν τα αποτελέσματα των πράξεών μας. Εδώ πρέπει να προσέξουμε ότι η σημασία της λέξης “ωφελιμισμός” είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη που έχει αποκτήσει η λέξη στην καθημερινή μας ζωή, όπου η σημασία της φαίνεται να περιορίζεται στην εγωιστική επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος του καθενός και όχι της ωφέλειας του μεγαλύτερου κατά το δυνατόν αριθμού ανθρώπων. Δυστυχώς όμως, όταν δίνουμε έμφαση στις συνέπειες ή στα αποτελέσματα των πράξεών μας, γρήγορα διαπιστώνουμε ότι αυτή η τακτική μας όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά ίσως στηρίζει και μια προβληματική αντίληψη περί ηθικής ορθότητας. Πρώτα απ’ όλα δεν είναι διόλου βέβαιο ότι μπορούμε πάντα να προβλέψουμε με ασφάλεια τα αποτελέσματα των πράξεών μας, ώστε να αναζητήσουμε σ’ αυτά το κριτήριο του ηθικά σωστού. Έπειτα δεν είναι σαφές το πώς θα “μετρήσουμε” την παραγόμενη ωφέλεια για όλους τους ανθρώπους. Δε συμφωνούν όλοι για το καλό και την ευτυχία που θέλουμε να πετύχουμε, ακόμα κι αν αυτό το οποίο επιδιώκουμε είναι η ευχαρίστηση κι εκείνο το οποίο θέλουμε να αποτρέψουμε είναι ο πόνος και η δυστυχία. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο ποσοτικό, είναι και ποιοτικό, αφού υπάρχουν πολλών ειδών ηδονές και λύπες, για την αξία των οποίων οι γνώμες διαφέρουν. Τέλος, ακόμα κι αν καταφέρουμε να συγκλίνουν οι απόψεις όλων για τον επιδιωκόμενο στόχο της συνολικής ωφέλειας, μπορεί - στην προσπάθειά μας να τη μεγιστοποιήσουμε- να μη δώσουμε αρκετή βαρύτητα στα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε ή να μη νοιαστούμε, όπως θα ‘πρεπε, για τη δίκαιη κατανομή της. Κάποιοι ωφελιμιστές τονίζουν ότι σκεφτόμαστε δίκαια, αν υπολογίζουμε εξίσου το μερίδιο κάθε ατόμου στην ευτυχία, αλλά συχνά ξεχνούν ότι μεγαλύτερη σημασία δεν έχει η ικανοποίηση της πλειονότητας, αλλά ο απόλυτος σεβασμός των δικαιωμάτων και των πιο ασθενών μειονοτήτων. Παρ’ όλη την προσπάθεια του ωφελιμισμού να δείξει πως η δικαιοσύνη και τα δικαιώματα των ατόμων διασφαλίζονται, αν σταθμίσουμε προσεκτικά τα αποτελέσματα από την εφαρμογή ορισμένων κανόνων, εντούτοις δίνεται η εντύπωση πως η αποτίμηση των πράξεων με βάση τις συνέπειές τους μπορεί σε τελευταία ανάλυση να καταλήξει στην αποδοχή της επικίνδυνης αρχής “o σκοπός αγιάζει τα μέσα”.
Ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος Ιμάνουελ Καντ προσπάθησε να συνοψίσει αυτά τα χαρακτηριστικά αναλύοντας την ίδια την έννοια της ηθικής σκέψης. Εκείνο που πρέπει βασικά να μας ενδιαφέρει είναι να έχουν οι ηθικές κρίσεις μας καθολικό χαρακτήρα, να ισχύουν δηλαδή όχι μόνο για μία συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και για κάθε παρόμοια περίσταση κατά την οποία ενεργεί ένα παρόμοιο υποκείμενο. Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να λέω ότι η πράξη του συναδέλφου μου που έχει καταχραστεί ένα μεγάλο ποσό χρημάτων είναι ηθικά επιλήψιμη, ενώ η δική μου παρόμοια πράξη σε παρόμοιες περιστάσεις είναι δικαιολογημένη. Από αυτή την καθολικότητα των ηθικών μας κρίσεων ο Καντ συνάγει την κεντρική αρχή του ηθικού νόμου, την οποία αποκαλεί κατηγορική προσταγή, επειδή έχει κατηγορικό -δηλαδή απόλυτο και όχι υποθετικό- χαρακτήρα. Ο ηθικός νόμος πρέπει να μπορεί να ισχύει σε κάθε περίπτωση και να μη συνδέεται με συγκεκριμένους στόχους του ενός ή του άλλου υποκειμένου. Σύμφωνα με την κατηγορική προσταγή, πρέπει το υποκείμενο της πράξης να θέλει ο γνώμονας (κανόνας) της πράξης του να ισχύει ως καθολικός νόμος. Για τον Καντ ο ηθικός νόμος εξασφαλίζει όχι μόνο την ικανότητά μας να συμβιώνουμε αρμονικά ως λογικά όντα, αλλά και την ελευθερία μας. Και η ελευθερία δε συνεπάγεται την αναρχία ή την ασυδοσία στις επιλογές μας, αλλά την αυτοδέσμευση που επιβάλλει η ορθολογική και αυτόνομη βούλησή μας και η οποία αναγνωρίζει σε όλα τα δρώντα πρόσωπα τα ίδια δικαιώματα μ’ εμάς. Σε μια δεύτερη μάλιστα διατύπωση της κατηγορικής προσταγής ο Καντ προσδιορίζει καλύτερα το αίτημα του ισότιμου σεβασμού όλων των ανθρώπων. Σύμφωνα με αυτή τη δεύτερη διατύπωση, πρέπει κάθε υποκείμενο να πράττει έτσι, ώστε να μεταχειρίζεται πάντοτε όλους τους άλλους ανθρώπους -όπως και τον εαυτό τουως σκοπούς και όχι μόνο ως μέσα των πράξεών του. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τους οποιουσδήποτε επιμέρους στόχους μας, για την επίτευξη των οποίων μας είναι χρήσιμοι οι συνάνθρωποί μας, πρέπει πάντοτε να σεβόμαστε απόλυτα την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους και να αντιμετωπίζουμε τα δικαιώματά τους ως ισότιμα με τα δικά μας. Αντίθετα, μεταχειριζόμαστε τους άλλους ως “μέσα” μόνο και όχι ως “σκοπούς” των πράξεών μας (ή “αυτοσκοπούς”) , όταν, για παράδειγμα, τους εκμεταλλευόμαστε ή τους εξαπατούμε, δηλαδή τους συμπεριφερόμαστε σαν κατώτερους από μας. Ο Καντ μάλιστα πιστεύει ότι μπορεί να χρησιμοποιούμε και τον ίδιο τον εαυτό μας ως “μέσο” και όχι ως “σκοπό”, όταν δεν αναγνωρίζουμε την αξία του και σε δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας καταφεύγουμε στην αυτοκτονία. Αυτή η αντίληψη του ηθικού νόμου, με τον οποίο η συμμόρφωση είναι αναγκαία για να πράττουμε σωστά, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και μας επιτρέπει να αποφύγουμε τα προβλήματα του ωφελιμισμού.
Τι είναι η δικαιοσύνη;
Για να δώσουμε απάντηση στην ερώτηση, μήπως πρέπει να εξετάσουμε όλες τις δίκαιες πράξεις και να βρούμε τι κοινό έχουν μεταξύ τους; Μήπως δηλαδή υπάρχει μία κοινή φύση που βρίσκεται μόνο στις δίκαιες πράξεις και πουθενά αλλού; Ας μην ξεχνάμε πως οι πράξεις μας δεν είναι απλώς δίκαιες ή άδικες. Υπάρχουν διαβαθμίσεις· αλλες πράξεις είναι λιγότερο και άλλες είναι περισσότερο δίκαιες. Ίσως και να μην υπάρχουν απόλυτα δίκαιες πράξεις. Πολλοί θεωρούν ότι απόλυτα δίκαιος είναι μόνο ο Θεός.
Μια νέα μελέτη προτείνει ότι ο εγκέφαλος μας έχει έναν ενσωματωμένο μηχανισμό που προκαλεί μια αυτόματη αντίδραση, όταν έχουμε να κάνουμε με κάποιον που προκαλεί αδικίες σε άλλους . Έτσι, συμπεραίνει ότι ο άνθρωπος γεννιέται με έμφυτους μηχανισμούς δικαιοσύνης. Αυτό προτείνει η έρευνα του Ινστιτούτου Καρολίνσκα και της Σχολής Οικονομικών της Στοκχόλμης. Η συγκεκριμένη έρευνα με επικεφαλής τη δρα Katarina Gospic πραγματοποιήθηκε στο τμήμα της κλινικής νευροεπιστήμης του Ινστιτούτου όπου και η επιστημονική ομάδα κατέγραψε τις εγκεφαλικές αντιδράσεις συνολικά 35 εθελοντών. Για να απαντήσετε στο ερώτημα που σας έθεσα να λάβετε σοβαρά υπ'όψιν σας το συγκεκριμένο πείραμα.
Διαβάστε την άποψη του Ζυλ Ντελέζ για τον φιλόσοφο και για τη δυσανεξία του κυρίαρχου συστήματος αξιών προς τους φιλοσόφους: "Όπου κι αν πηγαίνει ο φιλόσοφος, το μόνο που ζητάει, με μεγαλύτερες ή μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, είναι να τον ανέχονται, τον ίδιο και τους αυνήθιστους σκοπους του. Από αυτήν την ανοχή κρίνει τον βαθμό δημοκρατίας, τον βαθμό αλήθειας που μια κοινωνία μπορεί να αντέξει".
Μιλώντας για την Ηθική, μπορούμε να μιλήσουμε και για τη διαφωνία που υπάρχει στους κόλπους της Φιλοσοφίας, και για τα αντεπιχειρήματα που αναπτύσσονται σχετικά με την αντικειμενικότητα της Ηθικής.
Η διαφωνία και το αντεπιχείρημα συνεχώς προκύπτει στην επιστημονική διαδικασία, επειδή οι διαφορετικοί παράγοντες που την καθορίζουν διαμορφώνουν και διαφορετικές προοπτικές παρατήρησης της πραγματικότητας: διαφορές στην ατομική εμπειρία του κάθε επιστήμονα, πεποιθήσεις του κάθε επιστήμονα, κίνητρα και ενδιαφέροντα του κάθε επιστήμονα, ηθικές αξίες του κάθε επιστήμονα, αλλά και η πιθανή σύγκρουση των πορισμάτων του με τις ηθικές, πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις των γύρω του και με το ευρύτερο κοσμοείδωλο της εποχής του. Είναι κλασικό το παράδειγμα του Γαλιλαίου, που συγκρούστηκε με όλη την επιστημονική κοινότητα της εποχής του και με το κατεστημένο της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό ισχύει τόσο για τις φυσικές, όσο και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Ένα συνηθισμένο επιστημονικό σφάλμα είναι η εφαρμογή των πορισμάτων των μεν στη διαδικασία εξαγωγής πορισμάτων των δε. Τομή στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής σκέψης αποτελεί η εμφάνιση και δράση του σοφιστικού κινήματος στα μέσα του 5ου αιώνα, τότε που η Αθήνα βρισκόταν στο απόγειο της ανάπτυξής της και δεν είχαν φανεί ακόμη οι πρώτοι καπνοί του Πελοποννησιακού πολέμου και τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα παρακμής της. Οι σοφιστές τοποθέτησαν τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους, με κύριο όργανο τον ρητορικό λόγο διεκδίκησαν από τους φιλοσόφους τη διαπαιδαγώγηση των νέων, αμφισβήτησαν τις μέχρι τότε αδιαμφισβήτητες αξίες και πρότειναν καινούρια πρότυπα σκέψης και δράσης. Δίχασαν τους Αθηναίους σε φανατικούς οπαδούς και σε ορκισμένους αντιπάλους, κατηγόρησαν και κατηγορήθηκαν και αντί για διδάσκαλοι της πολιτικής αρετής στο τέλος θεωρήθηκαν αγύρτες, απατεώνες και ψεύτες.
Ο διασημότερος ίσως εκπρόσωπός τους είναι ο Πρωταγόρας, γνωστός στους μαθητές από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Δίδασκε ότι μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν: αποφθεγματική ρήση που δηλώνει τη θεωρία του για την υποκειμενικότητα των πραγμάτων, η οποία τον οδήγησε στη σχετικοποίηση των ηθικών αξιών, ίσως και στον αγνωστικισμό. Επομένως, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα καμιά αλήθεια και καμιά αρχή δεν είναι αυθύπαρκτη· εκείνος που ορίζει την αλήθεια είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο, κάνει λόγο για τα δύο συστατικά στοιχεία της πολιτικής αρετής, την αἰδῶκαι τη δίκην, που επιτρέπουν τη συγκρότηση κοινωνιών και διασφαλίζουν την αρμονική κοινωνική συμβίωση.Συγκεκριμένα πίστευε ότι δόθηκε στον άνθρωπο η προδιάθεση για πολιτική δραστηριότητα κι έτσι όποιος δεν είχε συνείδηση της αξίας της αἰδοῦς και της δίκης αποτελούσε καρκίνωμα στο σώμα της πολιτείας που έπρεπε να αποβληθεί. Η αἰδώς και η δίκη δόθηκαν στους ανθρώπους ως πρότυπα που έπρεπε να κατακτηθούν, γι' αυτό και κρίνεται αναγκαία η διδασκαλία, η οποία μετατρέπει τη δυνατότητα σε ικανότητα για πολιτική αρετή.
Αν οι σοφιστές ήταν η άρνηση, ο Σωκράτης ήταν η θέση. Αν οι σοφιστές δεν θέλησαν να ορίσουν τις ηθικές αρχές και να δημιουργήσουν έναν κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, ο Σωκράτης είναι εκείνος που προσπάθησε με μέτρα καθολικά και αναλλοίωτα να ορίσει τις ηθικές έννοιες και να ρυθμίσει την ηθική διαγωγή του ανθρώπου, ώστε να προσεγγίσει το ύψιστο αγαθό, την εὐδαιμονίαν. Κινήθηκε πέρα από τα ηθικά φαινόμενα στην απόπειρά του να ανακαλύψει την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, την ουσία της ηθικής. Αντίθετα με τους σοφιστές, απέρριψε το σχετικό και αναζήτησε το απόλυτο. Ταύτισε την ἀρετήν με τη γνώση και υποστήριξε ότι οὐδεὶς ἑκὼν κακός.
Ακολουθώντας τον δρόμο που χάραξε ο Σωκράτης, ο Πλάτων με τους διαλόγους του πρόβαλε και προέκτεινε τις σωκρατικές θεωρίες και προσπάθησε να ανατρέψει τις σοφιστικές αποκαλύπτοντας την πλάνη και τη φαινομενικότητα που τις χαρακτήριζε. Κινήθηκε όμως σε αμιγώς θεωρητικό επίπεδο και διαχωρίζοντας την ψυχή από το σώμα, το οποίο καταδίκασε σε δεσμωτήριο της ψυχής, δημιούργησε έναν ουτοπικό κόσμο, τον κόσμο των ιδεών, στον οποίο αναζήτησε την εὐδαιμονίαν.
Για τον Αριστοτέλη δεν ήταν δυνατό ούτε να αγνοήσει τους σοφιστές ούτε να αντιπαρέλθει τις θεωρίες του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Στους πρώτους αντιτάχθηκε, από τους δεύτερους επηρεάστηκε. Προσπάθησε από τη μια να αποδείξει την πλάνη των σοφιστών και να κερδίσει το προνόμιο διδασκαλίας των νέων και από την άλλη να αποβάλει τις επιρροές των δασκάλων του. Έτσι δημιούργησε ένα σύστημα αξιών με έντονα τα σημάδια αυτής της προσπάθειας. Έννοιες, όπως η εὐδαιμονία και η ἀρετή, αυτονόητο είναι ότι επανέρχονται στο αριστοτελικό έργο και απασχολούν τη σκέψη του. Όμως ο Αριστοτέλης στην απόπειρά του να τις ορίσει εγκαταλείπει την ιδεαλιστική οπτική του Πλάτωνα. Η εὐδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η ἀρετή ο μοναδικός δρόμος κατάκτησής της. Δεν πρόκειται βέβαια για καμιά ρηξικέλευθη τοποθέτηση· η πρωτοτυπία της αριστοτελικής σκέψης έγκειται στην προσπάθεια ρεαλιστικής προσέγγισης αυτών των εννοιών. Ατενίζει λοιπόν τον άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα και προσπαθεί να ανακαλύψει την εὐδαιμονίανστην ίδια τη φύση του. Ισχυρίζεται ότι η εὐδαιμονίαεντοπίζεται στο έργο κάθε ανθρώπου και ότι είναι η κατ' ἀρετὴν τελείαν ενέργεια της ψυχής. Η εὐδαιμονία, η ἀρετή και η ἐνέργεια συναρτώνται και αλληλεξαρτώνται. Την εὐδαιμονίαν, επομένως, ο άνθρωπος μπορεί να τη βιώσει μόνο στην περίπτωση που θα κατακτήσει την ἀρετή. Εκφράζει μια δυναμική αντίληψη για την ἀρετή, η οποία καλλιεργείται ή αντίθετα εξοβελίζεται από τη ζωή του ανθρώπου ανάλογα με τις πράξεις του. Γι' αυτό τον λόγο ισχυρίζεται πως οι νέοι θα πρέπει να εθιστούν σε εκείνες τις ενέργειες που θα τους εξασφαλίσουν ενάρετο βίο. Επομένως, η πορεία κάθε ανθρώπου εξαρτάται άμεσα από τις ἕξεις(συνήθειες) που θα αποκτήσει. Οι ἕξεις προσδιορίζουν και καθορίζουν σημαντικά τις επιλογές του, δημιουργούν δεσμεύσεις και διαμορφώνουν συμπεριφορές.
διὸ κατὰ μὲν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν λόγον τὸν τὸ τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης (Ηθ. Νικ. 1107a6-8): σύμφωνα με το συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Ηθικά Νικομάχεια ο άνθρωπος όχι μόνο οφείλει να εθιστεί στην ἀρετήν, αλλά πρέπει να αποκτήσει και ένα κριτήριο, για να μπορεί να προσδιορίζει σε κάθε στιγμή το περιεχόμενο και το αντικείμενο της ἀρετῆς. Η μεσότης αποτελεί αυτό το κριτήριο. Η μεσότης είναι το μέσον ανάμεσα στην έλλειψη και στην υπερβολή και δεν μπορεί να νοηθεί απόλυτα, αλλά καθορίζεται κάθε φορά από το υποκείμενο. Ποιος όμως ορίζει τη μεσότητα; Ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν διακρίνεται από φρόνηση. Ο φρόνιμος άνθρωπος, ο άνθρωπος που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται, κατά τον Πρωταγόρα αποτελεί μέτρο για τον ίδιο του τον εαυτό του. Η λογική είναι ουσιαστικά εκείνη που υποδεικνύει το δέον και μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην εὐδαιμονίαν. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι το ήθος στον Αριστοτέλη δεν νοείται διακεκριμένο από την πολιτική. Ουσιαστικά πρόκειται για το πολιτικό ήθος, που πραγματώνεται και νοηματοδοτείται στο πλαίσιο της πόλης.
Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου, ἡ δ' ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται· οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ' ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ' ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη. οὔτ' ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους. Όπως προκύπτει και από τον τίτλο της συγκεκριμένης ενότητας, πρόκειται για ένα απόσπασμα που αποτελείται από δύο ευδιάκριτα μέρη: α. διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς...ἀπὸ τοῦ ἔθουςκαι β. ἐξ οὗ καὶ δῆλον ... διὰ τοῦ ἔθους (στον χωρισμό αυτό μπορούν εύκολα να καταλήξουν οι μαθητές με τη βοήθεια της στίξης). Στην πρώτη περίοδο ο Αριστοτέλης επιχειρεί τη διμερή διάκριση της ἀρετῆς, ενώ στη δεύτερη εστιάζει το ενδιαφέρον του στη φύση των ηθικών αρετών και επιχειρεί να αποδείξει ότι ούτε φύσει ούτε παρά φύσιν υπάρχουν, αλλά καλλιεργούνται διὰ τοῦ ἔθους. Το κείμενο αρχίζει με τη ρητή δήλωση ότι η φύση της ἀρετῆς είναι διττή. Η διττή ἀρετή επεξηγείται στη συνέχεια: από τη μια τοποθετείται η διανοητική (π.χ. σοφία, φρόνηση, ευφυία, μνήμη κτλ.) και από την άλλη η ηθική (π.χ. δικαιοσύνη, ανδρεία, μεγαλοψυχία, πειθαρχία κτλ.): πρόκειται για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Αριστοτέλης στο βιβλίο που προηγήθηκε. Οι διανοητικές αρετές αφορούν στο λόγον ἔχον μέρος του ανθρώπου, ενώ οι ηθικές αρετές αναφέρονται στο ἐπιθυμητικόν, το οποίο μετέχει τόσο στο ἔχον λόγον, όσο και στο ἄλογοντου ανθρώπου. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται και αναπτύσσονται με τη διδασκαλία (ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν)· με άλλα λόγια η πνευματική καλλιέργεια και συγκρότηση ενός ατόμου εξαρτώνται άμεσα από την παιδεία την οποία θα λάβει. Η διανοητική, λοιπόν, αρετή είναι διδακτή και μεταδόσιμη, η τελειοποίησή της απαιτεί χρόνο και εμπειρία και την κύρια ευθύνη έχουν οι φορείς της διδασκαλίας, δηλαδή οι διδάσκαλοι. Από την άλλη οι ηθικές αρετές προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου, καταδεικνύουν τον χαρακτήρα του και καλλιεργούνται με το ἔθος, δηλαδή τη συνήθεια. Με τη μεθοδική και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά το άτομο εθίζεται στην ηθική συμπεριφορά και αποκτά κάποια σταθερά ψυχικά χαρακτηριστικά. Επομένως, το κύριο βάρος για την κατάκτηση των ηθικών αρετών πέφτει στο ίδιο το άτομο.

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...