Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία.
Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με προβλήματα τα οποία αφορούν κυρίως τη δυνατότητα, τον ορισμό, την πηγή και τα είδη της γνώσης. Είδαμε πως η διαχρονική διαφωνία των εμπειριστών με τους ορθολογιστές βρίσκεται στο αν η γνώση επιτυγχάνεται περισσότερο με όργανο τις αισθήσεις ή με όργανο τον εγκέφαλο του ανθρώπου. Σύμφωνα με τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά της στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον νου μας. Η γνώση αυτή μπορεί να αποκληθεί a priori ή προ-εμπειρική, αφού φαίνεται να είναι δυνατή πριν ή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρία. Κατά τους εμπειριστές η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως ή και αποκλειστικά από τις αισθήσεις. Η αφετηρία της συνίσταται στην καταχώριση, την αποτύπωση στον νου, μέσα από την αισθητηριακή αντίληψη, των “στοιχειωδών δεδομένων” του κόσμου που μας περιβάλλει.
Ο Καντ επιδίωξε ένα "πάντρεμα" των δύο προσεγγίσεων με τη θεωρία των "εποπτειών". Η συνεργασία εμπειρίας και ορθού λόγου έχει εξασφαλιστεί ακριβώς επειδή οι εποπτείες -ως προϊόντα αντίληψης ήδη επεξεργασμένα, προϊόντα με “νοητική σφραγίδα”- είναι πλέον προσιτές στη διαχείριση των νοητικών μας λειτουργιών. Τις βασικές αυτές λειτουργίες εκφράζουν “καθαρές”, αφηρημένες έννοιες, που ο Καντ αποκαλεί κατηγορίες της νόησης. Οι γενικότερες κατηγορίες είναι ακριβώς εκείνες των οποίων την προέλευση δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι εμπειριστές, και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν σωστά το γεγονός της απόκτησης της γνώσης. Πρόκειται για τις καθαρές έννοιες της ποσότητας, της ποιότητας, της σχέσης και του τρόπου (όπως η ουσία, η αιτία, η ενότητα κτλ.), που λειτουργούν ως “θυρίδες” στις οποίες εντάσσονται οι εποπτείες ανάλογα με την απόδοση χαρακτηριστικών στα πράγματα που παρατηρούμε μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Η “συμπληρωματικότητα” αυτή εποπτειών και κατηγοριών σφραγίζει την καντιανή σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε την αναγκαιότητά της χαρακτηρίζοντας, μεταφορικά, την εμπειρία “τυφλή” (συγκεχυμένη και ασύντακτη) χωρίς τη νοήση και “κενή” χωρίς την εμπειρία.
Ωστόσο η αναζήτηση της αλήθειας συνεχίζεται, και η Γνωσιολογία δεν αποτελεί πλέον στην εποχή μας ένα απομονωμένο πεδίο φιλοσοφικής σκέψης, αλλά συνεργάζεται με επιστημονικούς κλάδους της βιολογίας, της νευροφυσιολογίας, της ψυχολογίας, της πληροφορικής και της κοινωνιολογίας. Για να μάθουμε ποιοι μηχανισμοί των αισθήσεων και του νου μας μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι και πότε λειτουργούν σωστά, για να μάθουμε δηλαδή ποιοι μηχανισμοί και σε ποιες συνθήκες παρέχουν κατά κανόνα αληθείς πεποιθήσεις, μπορούμε να καταφύγουμε στις επιστήμες αυτές (τις ΘΕΤΙΚΕΣ δηλαδή επιστήμες).
Ο εγκέφαλός μας αναπτύσσεται και δομείται σύμφωνα με ένα γενετικό σχέδιο (DNA) που υπάρχει στα γονίδιά μας και είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους. Ένα σχετικά ομοιογενές σύνολο κυττάρων δημιουργεί νευρώνες σε διαφορετικές αλλά διακριτές περιοχές του εγκεφάλου, με στόχο διαφορετικές δεξιότητες. Τα θεμέλια της συμπεριφοράς μας έγκεινται στη δημιουργία των διαφορετικών νευρώνων, στις διασυνδέσεις τους και στην αλληλοσύνδεση των περιοχών του εγκεφάλου. Η κληρονομικότητα επηρεάζει κατά ένα 25% τη διαμόρφωση της προσωπικότητας, ενώ το 75% αυτού που τελικά γινόμαστε, εξαρτάται από αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία, θρησκεία και γεωγραφικός ντετερμινισμός). Η ατομικότητά μας, η προδιάθεσή μας, οι φυσιολογικές ή μη συμπεριφορές μας καθώς και οι διαταραχές, οι ασθένειες, η δημιουργικότητα και κυρίως η χαρά για τη ζωή, εξαρτώνται από τη λειτουργία του εγκεφάλου μας.
Η σύγχρονη νευροβιολογία έχει αποδείξει ότι σε κάθε ερέθισμα του περιβάλλοντός μας, ο εγκέφαλος συμπληρώνει με αυθαίρετο και υποκειμενικό τρόπο τα στοιχεία που λείπουν. Εάν το δεξί ημισφαίριο βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με το αριστερό, τα στοιχεία της πραγματικότητας που θα δημιουργήσει ο εγκέφαλος θα είναι θετικά για τη ζωή μας. Οι επιστήμονες έχουν καταλήξει ότι τα πάντα γίνονται αντιληπτά, και μετά από επεξεργασία καταλήγουν σε συμπεράσματα, με αυθαίρετο, υποκειμενικό, και προσωπικό τρόπο. Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα αλλά άπειρες υποκειμενικές, που για κάποιους λόγους σε λίγα ή πολλά σημεία συμφωνούν, και αυτές οι συμφωνίες σχηματίζουν τις εκάστοτε περιορισμένες στο χρόνο κοινωνικές παραδοχές, τις συμβάσεις. Εάν ο άνθρωπος θέλει να μάθει κάτι, το πρώτο που οφείλει να πει στον εαυτό του είναι το κοινότοπο αλλά σοφό, «ποτέ δεν είναι αργά» και να το κάνει με αυτοπεποίθηση και χαρά. Ο,τιδήποτε θεωρεί υποχρέωση και όχι απόλαυση, σπανίως εντυπώνεται πλήρως στον εγκέφαλό του, γιατί εκείνο το μέρος του εγκεφάλου που ονομάζεται "ιππόκαμπος" επιλέγει νέες γνώσεις με το κριτήριο του «θέλω» και όχι του«πρέπει» καθώς όσα ηδονίζουν το δεξί βουβό ημισφαίριο είναι όσα αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει το αριστερό.
Όμως: ο άνθρωπος αποτελείται μόνο από τα μέλη και τα όργανα του σώματός του ή το γεγονός της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας μάς οδηγεί οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι πέρα από αυτά ο άνθρωπος αποτελείται και από πνεύμα;
Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι τα προβλήματα που αφορούν τα όντα και επιλύονται από την επιστήμη είναι επιστημονικά, ενώ τα προβλήματα με το ίδιο αντικείμενο που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν ικανοποιητικά από την επιστήμη είναι μεταφυσικά.
Η μεταφυσική, όπως έχουν πει κάποιοι φιλόσοφοι, επιδιώκει μια συνολική θεώρηση της πραγματικότητας, “υπό το πρίσμα της αιωνιότητας”. Υπάρχουν βέβαια μερικοί που είναι πεπεισμένοι ότι μια τέτοια θεώρηση είναι ανέφικτη και ότι η προσπάθεια είναι μάταιη· τα μεταφυσικά προβλήματα, λένε, δεν είναι πραγματικά, αλλά καθαρά λεκτικά ψευδοπροβλήματα, τα οποία θα διαλυθούν, όταν συλλάβουμε σωστά τις έννοιες και όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις μόνο μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο.
Έχουμε συχνά την αίσθηση πως ο νους μας αποτελεί κάτι το πολύ διαφορετικό από το σώμα μας. Όταν σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε κάτι, είναι εύκολο να νομίσουμε πως η σκέψη και τα συναισθήματά μας δεν εντοπίζονται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του σώματός μας. Aν και καταλαβαίνουμε πως αυτό που συμβαίνει σχετίζεται με τις λειτουργίες του μυαλού, του νευρικού μας συστήματος ή της καρδιάς μας, η σχέση αυτή δε μας φαίνεται αυτονόητη. Έτσι, μας δημιουργείται η εντύπωση πως η συνειδητή μας εμπειρία έχει κάτι το ιδιαίτερο, που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τον υπόλοιπο φυσικό κόσμο. Αναρωτιόμαστε βέβαια κατά πόσο και άλλα έμβια όντα -που δε φαίνεται να είναι προικισμένα με γλωσσική ικανότητα σαν τη δική μας ούτε με τις λογικές δυνάμεις οι οποίες συνοδεύουν αυτή την ικανότητα, αλλά δείχνουν να ανταποκρίνονται στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος και να νιώθουν πόνο- διαθέτουν νου ή, έστω, κάποια κατώτερη μορφή συνείδησης.
η ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ: Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες θρησκείες, καθώς και πολλοί φιλόσοφοι, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δέχονται την ύπαρξη της ψυχής, την οποία θεωρούν ως ένα πνευματικό στοιχείο που μπορεί να επιβιώσει αναλλοίωτο και μετά τον θάνατο του σώματος. Oρισμένες μάλιστα από αυτές τις θρησκείες, όπως ο χριστιανισμός, αποδίδουν τα χαρακτηριστικά της αφθαρσίας και της αθανασίας αποκλειστικά στην ανθρώπινη ψυχή. Είναι όμως επαρκώς αιτιολογημένες η πίστη στην ύπαρξη ενός πνεύματος που εμψυχώνει το σώμα και η εντύπωση της ιδιαιτερότητάς του, οι οποίες φαίνεται να βασίζονται στην εσωτερική μας εμπειρία; Μήπως η σύγχρονη επιστήμη επιβάλλει να αναθεωρήσουμε την παραδοσιακή αντίληψη για την ανθρώπινη ψυχή και για τη σχέση της με το σώμα;
Περισσότερο διαδεδομένη είναι η υλιστική άποψη, σύμφωνα με την οποία οτιδήποτε υπάρχει είναι υλικό, δηλαδή δε διαθέτει στην αρχική μορφή και στη βαθύτερη υφή του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνειδητής εμπειρίας, αυτά με τα οποία ξεκινήσαμε τον μεταφυσικό προβληματισμό μας. Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά την προοδευτική αποδυνάμωση της θρησκευτικής πίστης οι διάφορες υλιστικές θεωρίες φαίνεται να κυριαρχούν στη φιλοσοφική σκέψη.Εξακολουθεί όμως να είναι δύσκολο να εξηγηθεί πώς οι ψυχικές ή οι νοητικές ιδιότητες αναδύονται από την ύλη και εμφανίζονται σ’ εμάς ως κάτι το άυλο, που θα μπορούσε να υπάρξει από μόνο του. Η ίδια η δυνατότητα του να είναι ένα ον υποκείμενο εμπειρίας μέσα στον φυσικό κόσμο προκαλεί φιλοσοφικά ερωτήματα, η απάντηση των οποίων δεν είναι διόλου προφανής.
Μια εναλλακτική, αλλά εξίσου απλουστευτική, υλιστική θεωρία, η οποία πριν από λίγες δεκαετίες κυριαρχούσε και στον χώρο της ψυχολογίας, υποστηρίζει πως, όταν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε ψυχή, νου ή πνεύμα ή ότι έχουμε κάποια νοητική εμπειρία, ότι πιστεύουμε κάτι ή θέλουμε κάτι, δεν εννοούμε τίποτα άλλο από το ότι τείνουμε να πράξουμε κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο. Επειδή η θεωρία αυτή ανάγει το πνευματικό στοιχείο στην εξωτερική συμπεριφορά ή, καλύτερα, στην τάση μας προς μια συμπεριφορική αντίδραση, ονομάζεται συμπεριφορισμός (ή μπιχαβιορισμός).
Τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, έχει προταθεί ένα μοντέλο της συνείδησης που την παρομοιάζει με το λογισμικό (software) ενός υπολογιστή, ενώ το σώμα παρομοιάζεται με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος ο υπολογιστής (hardware). Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, εκείνο που ονομάζουμε ψυχή, πνεύμα ή νου δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των λειτουργιών επεξεργασίας “εισερχόμενων δεδομένων” (εισροών: input) -δηλαδή των αισθητηριακών ερεθισμάτων- και “παραγωγής αντιδράσεων” (εκροών: output) του οργανισμού - δηλαδή των συμπεριφορικών εκδηλώσεων και πράξεων.
Εκείνο που οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως δεν μπορεί να αλλάξει, χωρίς να αλλάξει ο ίδιος ο άνθρωπος, είναι ο εγκέφαλός του. Αν δηλαδή γινόταν δυνατή η μεταμόσχευση εγκεφάλου, όπως γίνεται σήμερα μεταμόσχευση καρδιάς, θα λέγαμε ότι εκείνος που δέχτηκε τον νέο εγκέφαλο δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος με πριν, πέρα απο τις ενδεχόμενες μερικές αλλοιώσεις και νευροχειρουργικές επεμβάσεις που έχει υποστεί. Αν καταστραφεί ο εγκέφαλος κάποιου νέου άντρα Α και το σώμα του διατηρηθεί στη ζωή χάρη στη μεταμόσχευση του ζωντανού εγκεφάλου της ηλικιωμένης γυναίκας Β, της οποίας το υπόλοιπο σώμα έχει νεκρωθεί, θα δεχτούμε μάλλον πως ο Α δεν υπάρχει πια και η Β συνεχίζει να ζει με το σώμα ενός άλλου.
Ρενέ Μαγκρίτ, Γκολκόντα, 1953. "Εδώ υπάρχει ένα πλήθος διαφορετικών ανθρώπων. Όταν σκέφτεσαι ένα πλήθος ανθρώπων, δεν σκέφτεσαι ένα συγκεκριμένο άτομο. Έτσι λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι ντυμένοι με τον ίδιο τρόπο, όσο πιο απλά γίνεται, έτσι που να παραπέμπουν στην έννοια του πλήθους. "Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο κ. Μέσος όρος σε όλη την ανωνυμία του. Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίζω από το πλήθος".
Η προσπάθεια ορισμού της γνώσης φανερώνει την ανεπάρκεια της επικρατέστερης αντίληψης, σύμφωνα με την οποία η γνώση είναι αληθής αιτιολογημένη πεποίθηση, καθώς και τη δυσκολία αποφυγής της συμπτωματικής σύλληψης αληθών πεποιθήσεων. Με άλλα λόγια, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο νους μας να μπορεί να ανιχνεύει την πραγματικότητα σε κάθε περίσταση, να ξέρουμε δηλαδή σε κάθε στιγμή πως οι πεποιθήσεις μας είναι αληθείς, επειδή συνδέονται με τον σωστό τρόπο και όχι συμπτωματικά με τον κόσμο. Έτσι, θα μπορούμε να ιχνηλατούμε, δηλαδή να παρακολουθούμε βήμα βήμα τις ενδεχόμενες μεταβολές στις πραγματικές καταστάσεις που επιθυμούμε να γνωρίσουμε και δε θα πετυχαίνουμε την αλήθεια με τυχαίο τρόπο, αλλά με αρκετή σιγουριά.
Αιτιολογημένες πρέπει να θεωρούνται μόνο οι πεποιθήσεις που παράγονται από αυτούς τους μηχανισμούς σε κατάλληλες συνθήκες επαφής μας με το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, οι σκεπτικιστές επιμένουν ότι δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ σίγουροι εκ των προτέρων πως οι συνθήκες είναι πράγματι κατάλληλες και πως οι γνωστικοί μηχανισμοί του εγκεφάλου μας που μας φαίνονται αξιόπιστοι θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν σωστά και δεν θα εξαπατηθούμε. Ο φιλόσοφος είναι πάντα σκεπτικιστής. Αναζητώντας την πηγή της γνώσης, έχει μια πάγια ιδέα στο μυαλό του: υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορώ να αμφιβάλλω;
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ ή Καρτέσιος (17ος αιώνας) αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Ζώντας σε μια εποχή ραγδαίας ανάπτυξης της επιστήμης, αλλά και έντονων θρησκευτικών ερίδων μεταξύ καθολικών και προτεσταντών, ο Ντεκάρτ θεώρησε αναγκαίο να αναζητήσει στέρεα θεμέλια για τη γνώση. Έτσι, γενικεύοντας τη διαπίστωση ότι συχνά μας εξαπατούν οι αισθήσεις μας, διατύπωσε κάποιες υπερβολικές σκεπτικιστικές υποθέσεις, προκειμένου να εξετάσει αν υπάρχουν βέβαιες πεποιθήσεις που θα μείνουν απρόσβλητες ακόμη και από αυτές. Παρατηρώντας ότι, όταν ονειρευόμαστε, δεν καταλαβαίνουμε πολλές φορές ότι ονειρευόμαστε και το συνειδητοποιούμε μόνον αργότερα, αφού πια έχουμε ξυπνήσει, υποστήριξε ότι δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε με βεβαιότητα την κατάσταση του ονείρου από εκείνη της εμπειρίας μας, όταν είμαστε ξύπνιοι. Αναρωτήθηκε επίσης αν μπορούμε να δεχτούμε με ασφάλεια ακόμη και λογικές και μαθηματικές αλήθειες -όπως, για παράδειγμα, ότι ένα τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές και ότι το άθροισμα του δύο και του τρία είναι πέντε- που φαίνεται να μην αλλάζουν ακόμη και όταν κοιμόμαστε, υποθέτοντας ότι αυτές οι αλήθειες θα μπορούσαν να μην ισχύουν στην πραγματικότητα, αλλά κάποιος “μοχθηρός δαίμονας” να μας κάνει να τις πιστεύουμε. Η υπόθεση μάλιστα αυτή του “μοχθηρού δαίμονα” έχει αναβιώσει στις μέρες μας σε μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, στα οποία τον ρόλο του πανούργου και πανίσχυρου δαίμονα παίζει τώρα κάποιος τρελός επιστήμονας που μας εξαπατά, χωρίς να το γνωρίζουμε, αφού, για παράδειγμα, συντηρεί τον εγκέφαλό μας -χωριστά από το υπόλοιπο σώμα μας- μέσα σε ένα δοχείο στο εργαστήριό του, όπου με ηλεκτρόδια μας παρέχει τις (λανθασμένες) πληροφορίες τις οποίες θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε.
Ωστόσο,όπως επισήμανε ο Ντεκάρτ, μπορεί να είναι κανείς βέβαιος για ένα πράγμα: ότι τη στιγμή που αμφιβάλλει για την αλήθεια οποιασδήποτε πεποίθησης, αφού μπορεί να ονειρεύεται ή και να τον εξαπατά κάποιος “κακός δαίμονας”, πρέπει να υπάρχει ο ίδιος για να αμφιβάλλει, να ονειρεύεται ή να εξαπατάται. Όλες αυτές είναι μορφές σκέψης και το υποκείμενο, καθώς σκέφτεται, κατανοεί ότι πρέπει να υπάρχει, για να μπορεί να σκέφτεται. Αυτό είναι το νόημα του περίφημου επιχειρήματος του Ντεκάρτ “σκέφτομαι, [άρα] υπάρχω” (“cogito, ergo sum”). Ο Ντεκάρτ όμως πίστευε εσφαλμένα ότι το επιχείρημά του επέτρεπε στο υποκείμενο της σκέψης να γνωρίζει με σιγουριά όχι μόνο ότι υπάρχει τη στιγμή που σκέφτεται, αλλά και ότι αποτελεί μια άυλη, σταθερή οντότητα, μια ψυχή, η οποία είναι τελείως ξεχωριστή από το ανθρώπινο σώμα και μπορεί να υφίσταται ανεξάρτητα από αυτό.
Στη συνέχεια, για να πάψει να αμφιβάλλει και για την ύπαρξη του σώματός του και όλων των υλικών αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου, ο Ντεκάρτ προσπάθησε να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού.
AΣΚΗΣΗ:Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα από τους "Στοχασμούς περί της πρώτης Φιλοσοφίας" του Ρενέ Ντεκάρτ (σε μετάφραση Ευάγγελου Βανταράκη, Αθήνα, "Εκκρεμές", 2003):τι συμπεραίνει ο Ντεκάρτ για το αντικείμενο της αντίληψης του ανθρώπου;
α) Εμείς οι άνθρωποι, ως όντα ατελή, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε η αιτία της ίδιας της ιδέας της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας και που πρέπει να την αποδώσουμε στο Υπέρτατο Όν. Κατ’ ανάγκην, λοιπόν, η αιτία αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από τον ανθρώπινο νου - μόνο η “πραγματικότητα” του “τέλειου Θεού” θα μπορούσε να είναι η αιτία της ιδέας του “τέλειου” που έχει ο άνθρωπος. β) Όπως είχε υποστηρίξει και ο Άγιος Άνσελμος του Καντέρμπουρυ, και μόνο με το να συλλάβουμε με το νου μας κάποιο Τέλειο Όν θα καταλάβουμε ότι αυτό πρέπει να υπάρχει, γιατί αναγκαστικά η τελειότητα κρύβει μέσα της ύπαρξη (εφόσον η ανυπαρξία είναι ένα είδος ατέλειας). γ)Απομένουν οι κρίσεις στις οποίες πρέπει να φροντίσω να μη σφάλω. Η κυριότερη και συχνότερη πλάνη που μπορεί να βρεθεί σε αυτές έγκειται στο ότι κρίνω ότι οι ιδέες που είναι μέσα μου είναι όμοιες ή μοιάζουν πολύ με κάποια πράγματα που βρίσκονται έξω από μένα. […] Τώρα όμως έχω αντιληφθεί πως υπάρχει Θεός και έχω κατανοήσει συγχρόνως ότι όλα τα άλλα εξαρτώνται από αυτόν, ότι η ύπαρξή του δεν με ξεγελά, και πως από αυτό συνάγεται πως, άρα, όλα όσα αντιλαμβάνομαι αναγκαία αληθεύουν
Αν οι συγκεκριμένες προσπάθειες απόδειξης της ύπαρξης του Θεού είναι επιτυχημένες, ο μεθοδολογικός και προσωρινός σκεπτικισμός του Ντεκάρτ έχει κατανικηθεί. Ο πανάγαθος και παντοδύναμος δημιουργός αποτελεί εγγύηση πως οι σαφείς και ευκρινείς ιδέες μας για τη φύση της πραγματικότητας δε μας παραπλανούν. Ωστόσο, οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν πείθονται από τα παραπάνω επιχειρήματα. Όσον αφορά την προτεινόμενη από τον Ντεκάρτ εξήγηση για την προέλευση της ιδέας της τελειότητας που υπάρχει στον νου μας, οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι παρατηρούν πως μπορεί να την έχουμε σχηματίσει με τη σκέψη μας, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει Θεός που να την έχει βάλει εκεί. Επισημαίνουν ακόμη ότι η ύπαρξη είναι κάτι διαφορετικό από τις έννοιές μας και δεν μπορούμε να τη συμπεράνουμε από μια ιδέα που φανταζόμαστε, ακόμη κι αν αυτή είναι η ιδέα ενός απόλυτα τέλειου όντος. Έτσι, οι υπερβολικές σκεπτικιστικές αμφιβολίες τις οποίες επινόησε ο Ντεκάρτ, προκειμένου να οδηγηθεί σε ακλόνητες αλήθειες που θα θεμελίωναν τη γνώση στο σύνολό της, παραμένουν αναπάντητες: Υπάρχουν άραγε άλλα υλικά αντικείμενα και πρόσωπα πέρα από τον νου του υποκειμένου που γνωρίζει πως υπάρχει εφόσον σκέφτεται; Πώς μπορεί κάποιος να σιγουρευτεί ότι οι πεποιθήσεις του για τον κόσμο δεν είναι απλώς προϊόντα ονείρου ή παραίσθησης; Πώς μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι άνθρωποι, των οποίων βλέπει μόνο τα σώματα, έχουν εσωτερικές εμπειρίες και αισθήματα ίδια με τα δικά του;
Αξίζει να δούμε πώς ο Ντεκάρτ κατέληξε στη ΔΙΚΗ ΤΟΥ "πρώτη φιλοσοφική αρχή" :
“Επειδή τότε επιθυμούσα να ασχοληθώ μόνο με την αναζήτηση της αλήθειας, σκέφτηκα ότι έπρεπε να απορρίψω ως απόλυτα ψευδές καθετί για το οποίο θα μπορούσα να έχω ακόμα και την παραμικρή αμφιβολία, για να δω αν θα έμενε ύστερα κάτι που να το πιστεύω και που να είναι τελείως αδιαμφισβήτητο. Έτσι, επειδή οι αισθήσεις μάς απατούν καμιά φορά, και επειδή υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν λάθη καθώς συλλογίζονται, έστω κι όταν εγγίζουν τα απλούστερα θέματα της γεωμετρίας, και κάνουν σε αυτά παραλογισμούς, απέρριψα ως ψευδείς όλες τις επιστημονικές υποθέσεις. Τέλος, σκεπτόμενος ότι όλες αυτές οι ίδιες σκέψεις που κάνουμε ξύπνιοι μπορούν να μας έλθουν όταν κοιμόμαστε,χωρίς όμως και να είναι καμιά τους αληθινή, αποφάσισα να υποθέσω ότι δέχομαι πως όλα τα πράγματα που είχαν ποτέ μπει στο πνεύμα μου δεν ήταν περισσότερο αληθινά από τις ψευδαισθήσεις των ονείρων μου. Αμέσως όμως μετά πρόσεξα ότι, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ αυτό το πράγμα, πως δηλαδή όλα ήταν ψεύτικα, αναγκαστικά εγώ που το σκεφτόμουν πραγματικά ΥΠΗΡΧΑ, ήμουν ΚΑΤΙ, ήμουν ΟΝΤΩΣ ΩΝ. Και παρατηρώντας πως αυτή η αλήθεια: σκέφτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να την παραδεχτώ δίχως ενδοιασμούς σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”. (Rene Descartes, Λόγος περί μεθόδου, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χριστόφορος Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976 6.31-32)
Ο Ντεκάρτ δεν εμπιστευόταν τα δεδομένα που προκύπτουν από την αισθητηριακή παρατήρηση. Θεωρούσε ότι είναι δυνατό να είναι απατηλά, να είναι παραισθήσεις ή όνειρα. Ο συλλογισμός του: αμφιβάλλω για τα πάντα εκτός από την ύπαρξη μου καθώς είμαι ένα ον που σκέπτεται [cogito] . Η πιο καθαρή ιδέα που μπορώ να σκεφτώ στη συνέχεια, είναι αυτή του Θεού, που ως παντοδύναμος δημιουργός και εγγυητής με προικίζει με τη λογική ικανότητα. Με αυτή την ικανότητα μπορώ να γνωρίσω τα δημιουργήματα Του και αυτόν τον ίδιο ως ένα όριο [Μπορώ να φτάσω στη γνώση της ύπαρξης Του όχι όμως και στην πλήρη κατανόηση της δράσης Του]. Ποιες είναι οι βασικές οντολογικές παραδοχές του Ντεκάρτ; α. Η πραγματικότητα είναι διαζευκτικά χωρισμένη σε αδρανή ύλη – με βασικές ιδιότητες την έκταση και την, εξωτερικά προκαλούμενη, κίνηση, και πνεύμα με βασική ιδιότητα την νόηση. β. Τα υλικά κατηγορήματα που έχουν βέβαιη υπόσταση είναι μόνο όσα συνδέονται με έκταση και κίνηση και ποσοτικοποιούνται [πρωτεύουσες ποιότητες π.χ. βάρος, ύψος]. Όλα τα άλλα[ δευτερεύουσες ποιότητες, π.χ. χρώμα, γεύση κλπ] είναι ασαφή και εξαρτώνται από τον παρατηρητή γ. κάθε πράγμα έχει την αιτία του ή αποτελεί και αιτία κάποιου άλλου. Σε μια αιτιακή αλυσίδα για τη μελέτη ενός φαινομένου, τα πράγματα που συλλαμβάνονται ως περισσότερο καθαρές ιδέες, έχουν περισσότερη τυπική πραγματικότητα και αποτελούν αιτίες των λιγότερο πραγματικών. Καθολικό αίτιο των πάντων η πιο καθαρή ιδέα, Ο Θεός. Για τον Ντεκάρτ οι νόμοι προκύπτουν ως γενικό αποτέλεσμα ενός παραγωγικού συλλογισμού ο οποίος στηρίζεται σε ακλόνητες, αναμφισβήτητες οντολογικές αρχές. Έχουν τόσο πιο μεγάλη ισχύ, όσο μεγαλύτερη καθαρότητα έχουν οι ιδέες που συνιστούν αιτίες των φαινομένων που εξηγούν οι νόμοι αυτοί. Και όπως είπαμε προηγούμενα η πιο καθολική καθαρή ιδέα αιτίου είναι ο ίδιος ο Θεός, εγγυητής της αλήθειας όλων των νόμων.
ΑΣΚΗΣΗ: Συζητήστε τις τρεις βασικές αρχές οντολογίας που έθεσε ο Ντεκάρτ.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΑΡΧΗ: “ Αμέσως κατόπιν πρόσεξα ότι, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, πως δηλαδή όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά εγώ που το σκεφτόμουν αυτό να ήμουν ΚΑΤΙ. Και παρατηρώντας πως αυτή η αλήθεια: σκέφτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα να την παραδεχτώ δίχως ενδοιασμούς σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”. τους λόγους που είχα χρησιμοποιήσει προηγουμένως ως αποδείξεις και, τέλος, σκεπτόμενος ότι όλες αυτές οι ίδιες σκέψεις που κάνουμε ξύπνιοι μπορούν να μας έλθουν όταν κοιμόμαστε, pic39 (Rene Descartes, Λόγος περί μεθόδου, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χριστόφορος Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976 6.31-32)
Αν σε προβληματίζει το γεγονός ότι διαφωνείς με έναν τόσο σημαντικό φιλόσοφο, δεν πειράζει. Να ξέρεις πως όλοι οι μεγάλοι διανοητές της ανθρωπότητας έκαναν και λάθη. Επίσης, μην ξεχνάς ότι μπορεί να κάνεις ΕΣΥ λάθος διαφωνώντας μαζί του. Το σημαντικό δεν είναι να καταλήξεις σε ένα ασφαλές και μόνιμο συμπέρασμα, ΄το σημαντικό είναι να γίνει αυτή η συζήτηση. Οι διαφωνίες πάντα θα υπάρχουν, είναι απόλυτα υγιές να υπάρχουν διαφωνίες!
Τώρα παραθέτω κάποια επιχειρήματα του σκεπτικιστή φιλόσοφου Πύρρωνα ( Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις, βιβλίο Ι, κεφ. 14):
"α. Τα ίδια πράγματα γίνονται αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο από τα διάφορα ζώα. Το θαλασσινό νερό, για παράδειγμα, δεν το πίνει ο άνθρωπος, ενώ για τα ψάρια είναι πόσιμο και πολύ ευχάριστο.
β. Το ίδιο πρόσωπο σχηματίζει διαφορετικές εντυπώσεις για τα ίδια πράγματα, ανάλογα με το αν είναι άρρωστο ή υγιές, μεθυσμένο ή νηφάλιο, λυπημένο ή χαρούμενο κτλ. Όσοι κοιμούνται, για παράδειγμα, βλέπουν όνειρα που βέβαια δεν τα βλέπουν όσοι βρίσκονται σε εγρήγορση. Και οι πεινασμένοι βρίσκουν νόστιμα ορισμένα φαγητά, που στους χορτάτους προκαλούν αποστροφή.
γ. Τα πράγματα μας φαίνονται διαφορετικά ανάλογα με την απόσταση από την οποία τα παρατηρούμε και με τον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Από μακριά, για παράδειγμα, ένα πλοίο φαίνεται μικρό και ακίνητο, ενώ από κοντά φαίνεται μεγάλο και κινούμενο. Και το κουπί της βάρκας, όταν είναι έξω από το νερό, είναι ίσιο, ενώ μέσα στο νερό φαίνεται "σπασμένο".
δ. Ποτέ δεν αντιλαμβανόμαστε ένα αντικείμενο ως κάτι ξεχωριστό και απομονωμένο, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό με άλλα αντικείμενα, πράγμα που μας εμποδίζει να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τη φύση και τις ιδιότητές του. Ένα σώμα, για παράδειγμα, μέσα στο νερό φαίνεται ελαφρύτερο από ό,τι έξω από αυτό.
ε. Οι εντυπώσεις μας εξαρτώνται από τη συχνότητα εμφάνισης των αντίστοιχων αντικειμένων. Όσο πιο σπάνια είναι η εμφάνιση ενός πράγματος, τόσο πιο ζωηρή είναι η εντύπωση που αυτό μας προκαλεί. Ο ήλιος, για παράδειγμα, παρά το εκτυφλωτικό φως του, δεν αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού, γιατί εμφανίζεται καθημερινά, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με έναν κομήτη, που συγκριτικά είναι ασήμαντος.
στ. Οι αντιλήψεις και τα ήθη, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι κάθε είδους δοξασίες διαφέρουν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή. Ενώ ορισμένοι πρωτόγονοι, για παράδειγμα, θεωρούν τις ανθρωποθυσίες κάτι το φυσικό και το αυτονόητο, για τους πολιτισμένους είναι κάτι το αποτρόπαιο και το αδιανόητο".

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Η ΗΘΙΚΗ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΤΥΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΤΡ, του Μύρωνα Ζαχαράκη

Για το βιβλίο του Ζαν-Πωλ Σαρτρ «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» (μτφρ. Αντώνης Χατζημωυσής, εκδ. Δώμα).
Όταν έκανε την εμφάνισή του στον εικοστό αιώνα το φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξισμού έμοιαζε να σηματοδοτεί μια αληθινή επανάσταση. Καθώς οι φιλόσοφοι για αιώνες αναρωτιούνταν τι είναι ο άνθρωπος, προέκυπταν διάφοροι ορισμοί: έλλογο ον, εικόνα Θεού κ.λπ. Ο άνθρωπος θεωρούνταν δηλαδή μέρος ενός ευρύτερου μηχανισμού, στους «νόμους» του οποίου ήταν κατά κάποιον τρόπο προγραμματισμένος να υπακούει. Ο υπαρξισμός όμως αρνήθηκε συνειδητά να ορίσει τον άνθρωπο. Αντίθετα, αρκέστηκε να πει ότι πρόκειται για ένα ον που υπάρχει, που μπορεί να είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον που κατανοεί αλλά ένα ον που είναι. Αυτή είναι η ελευθερία και συνάμα η ευθύνη του. Ανάλογα με το πώς θα επιλέξει να υπάρξει, θα μπορέσει να γίνει κάτι. Παρότι ήδη o Κίρκεγκορ είχε εκφράσει αντίστοιχες ιδέες, ο πρώτος που τις ανέπτυξε συστηματικά, αν και με τη χρήση μιας στρυφνής ορολογίας, ήταν ο Χάιντεγκερ. Μέσω του Σαρτρ και του Καμί, ιδιαίτερα μέσω των λογοτεχνικών τους έργων (νομπελίστες και οι δύο), ο υπαρξισμός διαδόθηκε ευρύτερα, απέκτησε πολιτικές διαστάσεις και κατέστη ένα δημοφιλές κίνημα στη Γαλλία και την Ευρώπη.
Σε αυτό το εμβληματικό βιβλίο, το οποίο προέρχεται από διάλεξη που έδωσε στο Club Maintenant του Παρισιού στις 29 Οκτωβρίου 1945, ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ παρουσιάζει απλά τις κύριες ιδέες της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, διαλύοντας τις συνήθεις παρεξηγήσεις και παρερμηνείες σχετικά με αυτή. Ομολογώντας αρχικά την αναγνώριση που το συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα έχει αποκτήσει τα τελευταία χρόνια, τόσο μεγάλη ώστε να έχει λησμονηθεί το πραγματικό της νόημα, ο Σαρτρ αναφέρει ότι οι κύριες μομφές σε βάρος του προέρχονται από δύο πλευρές: τους μαρξιστές και τους ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς. Ενώ οι πρώτοι μέμφονται τον υπαρξισμό ότι κηρύττει την αδράνεια και σκιαγραφεί ένα ανθρώπινο υποκείμενο ως μια μονάδα αποσπασμένη από το κοινωνικό σύνολο (ατομικισμός), οι τελευταίοι τον μέμφονται ότι ενθαρρύνει τη σχετικοποίηση των ηθικών αξιών (αμοραλισμός). Τέλος, όλες οι πλευρές μοιάζουν να ταυτίζονται όταν επιρρίπτουν στον υπαρξισμό μια απαισιοδοξία αντίστοιχη με εκείνη που συναντάται σε νατουραλιστές συγγραφείς. Προσπαθώντας να αναιρέσει αυτές τις άστοχες και επιφανειακές κρίσεις, ο Σαρτρ αναζητά έναν περιεκτικό ορισμό που να συνοψίζει την υπαρξιστική φιλοσοφική σκέψη, τον οποίο και βρίσκει στη φράση: «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας». Πρόκειται για παράφραση της ρήσης του Χάιντεγκερ ότι ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξή του. Το κοινό που έχουν μεταξύ τους οι υπαρξιστές φιλόσοφοι, λέει ο Σαρτρ, είναι το γεγονός ότι θεωρούν πως η ύπαρξη του ανθρώπου προηγείται της ουσίας του. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος, κατά τον ερχομό του στην ύπαρξη, είναι ακόμη ένα μηδέν, δεν είναι ακόμη τίποτε. Αναλόγως του τι θα επιλέξει ο ίδιος, μπορεί να γίνει ένας σύζυγος, ένας πατέρας, ίσως ένας συγγραφέας, ποιητής ή και εγκληματίας. Οι άνθρωποι είμαστε αυτό που επιλέγουμε να είμαστε μέσα από τις πράξεις μας ως αυθερμηνευόμενων όντων. Σύμφωνα με τον Σαρτρ, εκεί έγκειται η διαφορά μεταξύ των αντικειμένων και του ανθρώπου: ενώ αυτά έχουν δημιουργηθεί για έναν προκαθορισμένο σκοπό, εκείνος απλώς υπάρχει. Για παράδειγμα, ένας χαρτοκόπτης έχει κατασκευαστεί με στόχο να κόβει χαρτιά. Αυτό ήταν το σχέδιο στο μυαλό του δημιουργού του και γι’ αυτό προορίζεται. Αντίθετα, ο άνθρωπος δεν έχει κανέναν σκοπό για τον οποίο προορίζεται ακριβώς επειδή κατά τον Σαρτρ δεν υπάρχει Θεός που να τον δημιούργησε. Εκεί θεμελιώνεται η ελευθερία του ανθρώπου και συγχρόνως η ευθύνη του για τις αποφάσεις που παίρνει. Ο Σαρτρ συμπληρώνει ότι οι υπαρξιστές φιλόσοφοι διαχωρίζονται κατά βάση σε δυο ομάδες: τους Χριστιανούς (Καρλ Γιάσπερς, Γκαμπριέλ Μαρσέλ) και τους άθεους (Μάρτιν Χάιντεγκερ, διάφοροι Γάλλοι στοχαστές), στους οποίους φυσικά κατατάσσει και τον εαυτό του.
Υιοθετώντας την κατηγορική προσταγή της ηθικής του Καντ, ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι κάθε φορά που ένας άνθρωπος παίρνει ελεύθερα μια απόφαση για τη ζωή του, δεσμεύεται απέναντι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η αγωνία που νιώθουμε όταν πρέπει να επιλέξουμε κάτι, είναι η απόδειξη της ελευθερίας μας. Ωστόσο, η ελευθερία μας ποτέ δεν είναι απεριόριστη, καθώς πάντα βρισκόμαστε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες που μας προσδιορίζουν. Αυτή είναι η κατάσταση για την οποία κάνει λόγο ο Σαρτρ. Μάλιστα, ο μεγαλύτερός μας περιορισμός είναι οι άλλοι άνθρωποι. Πάντα εξαρτιόμαστε από άλλους και δεν μπορούμε να αποκοπούμε εντελώς από αυτούς. Αυτό το νόημα έχει η περίφημη σαρτρική ρήση «η κόλαση είναι οι άλλοι». Ωστόσο, υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται να αποδεχτούν την άπειρη ευθύνη τους απέναντι στις επιλογές που κάνουν, προτιμώντας να μεταθέσουν τις ευθύνες τους αλλού (π.χ. στον Θεό). Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δρουν υπό «κακοπιστία» και είναι μη αυθεντικά όντα. Αντίθετα με όλα τα άλλα ηθικά συστήματα, ο υπαρξισμός ισχυρίζεται ότι δεν μπορούμε να επικρίνουμε κάποιον ως ανήθικο, επειδή λειτουργεί με μια διαφορετική ηθική. Αρκεί φυσικά να μην είναι παραδεδομένος στην κακοπιστία, να συνειδητοποιεί δηλαδή ότι εκείνος δημιουργεί τις αξίες που πιστεύει. Οι άνθρωποι που δρουν συνειδητοποιώντας ότι εκείνοι είναι η πηγή της νοηματοδότησης των αξιών, είναι αυθεντικά όντα, όπως θα έλεγε και ο Χάιντεγκερ. Ο Σαρτρ αφηγείται την ιστορία ενός μαθητή του, ο οποίος είχε ζητήσει τη συμβουλή του κατά την περίοδο του πολέμου, για το αν πρέπει να επιλέξει να καταταγεί στη γαλλική αντίσταση ή να μείνει κοντά στη μητέρα του που τον είχε μεγάλη ανάγκη. Σε αυτή την περίπτωση τόσο η χριστιανική όσο η καντιανή και κάθε άλλη ηθική μοιάζουν ανίκανες να τον βοηθήσουν, λέει ο Σαρτρ. Τότε τι μπορεί να κάνει; Η απάντηση του Γάλλου φιλοσόφου είναι ότι κάθε άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιήσει την ελευθερία του και να δράσει αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις πράξεις του.
Ωστόσο, οι παραπάνω σκέψεις θα υποστούν αυστηρή κριτική. Πώς γίνεται, λόγου χάρη, να μας λέει ο Σαρτρ ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «ανθρώπινη φύση» και την ίδια στιγμή να υποστηρίζει, στηριγμένος στον Καντ, ότι κάθε φορά που ένας άνθρωπος παίρνει μια απόφαση δεσμεύεται απέναντι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Πώς εναρμονίζονται αυτές οι δύο δηλώσεις; Επίσης, προβληματισμοί θα μπορούσαν να τεθούν και για τις ευρύτερες διαστάσεις της υπαρξιακής φιλοσοφίας. Ενώ είναι γνωστός ο μαρξισμός των Σαρτρ και Καμύ, είναι επίσης γνωστός ο φιλελευθερισμός ενός άλλου σημαντικού υπαρξιακού φιλοσόφου, του Καρλ Γιάσπερς, αλλά και η πολιτική στράτευση του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Θα μπορούσε λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς: πώς μπορεί ο υπαρξισμός να συνδυάζεται με τόσο διαφορετικές πολιτικές ταυτότητες; Επίσης, πώς γίνεται κάποιοι από τους εκπροσώπους του να είναι πεπεισμένοι αθεϊστές, ενώ άλλοι βαθιά θρησκευόμενοι; Ερωτήματα ενδιαφέροντα, το δίχως άλλο, που είναι ικανά να παρακινήσουν τον φιλομαθή αναγνώστη να εντρυφήσει και στο υπόλοιπο έργο του Σαρτρ, καθώς και τον υπαρξισμό εν γένει. Από τους σύντομους στοχασμούς του παρόντος βιβλίου −που έχουμε στα ελληνικά σε νέα και προσεγμένη, από κάθε άποψη, έκδοση–, γίνεται πάντως φανερό ότι η υπαρξιακή φιλοσοφία πόρρω απέχει από το να είναι θεωρητική, ατομικιστική και αμοραλιστική, ενώ, με την έμφαση που δίνει στην ελευθερία, προβάλλει ένα νέο επαναστατικό και ανθρωπιστικό ιδεώδες για τον σύγχρονο κόσμο.
του Μύρωνα Ζαχαράκη (από την bookpress.gr) https://www.bookpress.gr/kritikes/idees/sartre-jean-paul-nobel-1964-doma-o-uparxismos-einai-enas-anthropismos-zaharakis

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Γεια σας, παιδιά. Θα ξεκινήσουμε με τον κλάδο της Φιλοσοφίας που ονομάζεται Γνωσιολογία. Η γνωσιολογία είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας πο...